- 19 Ιουλίου, 2020
Κυριακή Αγίων Πατέρων Δ Οικουμενικής Συνόδου – κήρυγμα Αρχιμ. Γεωργίου Γιαννιού
του Αρχιμ. Γεωργίου Γιαννιού
Εφημερίου Ι.Ν.Κοιμήσεως της Θεοτόκου Ευξεινουπόλεως
«Ούτω λαμψάτω το φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπων όπως ίδωσιν υμών τα καλά έργα και δοξάσωσι τον πατέρα υμών τον εν τοις ουρανοίς» ( Ματθ. ε’ 16 )
Η Εκκλησία, αναγνωρίζοντας στο πρόσωπο των Αγίων Πατέρων, τα πρότυπα ήθους και αρετής και ιδιαίτερα τους κύριους εκφραστές της ορθής διδασκαλίας, αφιέρωσε προς τιμήν τους τρεις Κυριακές. Τρεις Κυριακές σταθμούς, μέσα από τις οποίες εκφράζεται η Συνοδικότητα των αποφάσεων αλλά και η Ορθόδοξη διδασκαλία για το Τριαδολογικό και Χριστολογικό δόγμα, καθώς και για τις εικόνες. Η Εκκλησία, μέσα από τη διδασκαλία και τη Συνοδικότητα των αποφάσεων των Αγίων Πατέρων, αντιμετώπισε την πλάνη των αιρέσεων και διετύπωσε την Ορδόδοξη διδασκαλία. Έτσι ,οι Άγιοι Πατέρες, μέσα από τη διδασκαλία τους, μέσα από τους αγώνες και τις θυσίες τους, έγιναν το στέρεο ανάχωμα της λαίλαπας των αιρέσεων. Γιατί οι αιρέσεις νόθευαν την πίστη, την οποία στη συνέχεια αλλοίωναν και την μετέτρεπαν εγωιστικά, από πίστη της Εκκλησίας σε προσωπική πίστη.
Παράλληλα οι αιρέσεις αλλοίωναν το ήθος της αγάπης, κατέστρεφαν την ενότητα της Εκκλησίας και των πιστών, ιδιαίτερα δε έθεταν σε κίνδυνο την ίδια την ύπαρξη της Εκκλησίας, η οποία κατά κοινή ομολογία, δεν κινδύνεψε τόσο από τους διωγμούς, όσο από τις αιρέσεις. Ο Απόστολος Παύλος διαβλέποντας τον καταστροφικό κίνδυνο των αιρέσεων θα προειδοποιήσει τους πρεσβυτέρους της Εκκλησίας της Μικράς Ασίας: «Εγώ γαρ οίδα τούτο, ότι εισελεύσονται μετά την άφιξίν μου λύκοι βαρείς είς υμάς μη φειδόμενοι του ποιμνίου, και εξ υμών αναστήσονται άνδρες λαλούντες διεστραμμένα του αποσπάν τους μαθητάς οπίσω αυτών. Διό γρηγορείτε…» (Πράξ. κ’ 29 –31 ). «Εγώ το ξέρω ότι μετά την αναχώρησή μου θα εισβάλουν σ’ εσάς λύκοι άγριοι, που δεν θα λυπηθούν το ποίμνιο. Ακόμα και από ανάμεσά σας θα βγουν πρόσωπα που θα διδάσκουν πλάνες, για να παρασύρουν τους πιστούς με το μέρος τους. Γι’αυτό να αγρυπνείτε…».
Οι αιρετικοί, λοιπόν, διαχρονικά παραπλανούν και ως λύκοι βαρείς κατασπαράσσουν χωρίς διάκριση. Ανάμεσά τους οι Δοκητές, που ισχυρίζονταν ότι ο Χριστός ήταν «φαινομενικά» και όχι πραγματικός άνθρωπος. Ακολούθησε ο Άρειος, που δίδασκε ότι ο Χριστός είναι τέλειος άνθρωπος, «δημιούργημα» του Θεού « και άρα δεν είναι Θεός». Στη συνέχεια ήρθε ο Μακεδόνιος που αρνήθηκε τη Θεότητα του Αγίου Πνεύματος.
Η Εκκλησία καταδίκασε τις πιο πάνω αιρέσεις μέσα από τις αποφάσεις των Αγίων Πατέρων της Πρώτης και της Δευτέρας Οικουμενικής Συνόδου, που συνήλθαν αντίστοιχα στη Νίκαια της Βιθυνίας το 325 και στην Κωνσταντινούπολη το 381 μ.Χ. Μέσα από τη σύνταξη του Συμβόλου της Πίστεως, πέραν από την καταδίκη των αιρετικών, ομολόγησαν την πίστη στην Τριαδικότητα του Θεού (Πατήρ,Υιός και Άγιον Πνεύμα). Ομολόγησαν, ειδικότερα, πίστη «εις ένα Θεόν Πατέρα Παντοκράτορα, ποιητήν ουρανού και γης, ορατών τε πάντων και αοράτων. Και εις ένα Κύριον Ιησούν Χριστόν, τον Υιόν του Θεού τον μονογενή, τον εκ του Πατρός γεννηθέντα προ πάντων των αιώνων. Φως εκ φωτός, Θεόν αληθινόν εκ Θεού αληθινού, γεννηθέντα ου ποιηθέντα, ομοούσιον τω Πατρί, δι’ού τα πάντα εγένετο…». Ομολόγησαν ακόμα πίστη «Και εις το Πνεύμα το Άγιον, το κύριον,το ζωοποιόν, το εκ του Πατρός εκπορευόμενον, τοσυν Πατρίκαι Υιώ συμπροσκυνούμενον και συνδοξαζόμενον, το λαλήσαν διά των Προφητών».
Στη συνέχεια πρόβαλε η αίρεση του Νεστορίου, που υποστήριζε ότι ο Χριστός γεννήθηκε ως άνθρωπος και ύστερα ενώθηκε μαζί Του η Θεία φύση. Άρα, κατά τον Νεστόριο, η μητέρα Του (η Παναγία), είναι «ανθρωποτόκος» και όχι «Θεοτόκος». Η αίρεση του Νεστορίου καταδικάστηκε από την Τρίτη Οικουμενική Σύνοδο, που συνήλθε στην Έφεσο το 431 μ.Χ. και που αναγνώρισε την Παναγία ως «Θεοτόκο» και κατά συνέπεια, ότι ο Χριστός εγεννήθη και ως Θεός και ως άνθρωπος. Στο αντίθετο άκρο έφτασε ο Ευτυχής, ο οποίος υποστήριζε ότι ο Χριστός έχει μόνο μία φύση, τη Θεία φύση και ότι η ανθρώπινη φύση «απορροφήθηκε» από τη Θεία φύση. Οι «Μονοφυσίτες», όπως ονομάστηκαν, καταδικάστηκαν από τους 650 Άγίους Πατέρες της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου που συνήλθε το 451 στην Χαλκηδόνα και των οποίων τη μνήμη τιμούμε σήμερα. Αυτοί ομολόγησαν ότι, ο Χριστός είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος και ότι στο πρόσωπό Του ενώθηκαν η Θεία και η ανθρώπινη φύση, «ατρέπτως, ασυγχύτως, αδιαιρέτως και αχωρίστως». Η «περιχώρηση», έγινε με την Ενανθρώπηση του Χριστού και είναι έργο της συγκατάβασης και ταπείνωσης, την οποία μόνο ο Θεός μπορούσε να κάμει.
Κατά τον ποιητή του Ακαθίστου Ύμνου: «Όλος ην εν τοις κάτω και των άνω ουδόλως απήν ο απερίγραπτος Λόγος. Συγκατάβασις γάρ θεϊκή, ου μετάβασις δε τοπική γέγονε». Οι αιρέσεις δεν σταμάτησαν, αλλά συνεχίστηκαν και μέσα από την εικονομαχία, σαν συμπερίληψη πολλών αιρετικών διδασκαλιών. Έτσι, η Έβδομη Οικουμενική Σύνοδος, η οποία συνήλθε το 787μ.Χ. και πάλι στη Νίκαια της Βιθυνίας, ομολόγησε τη δυνατότητα της δημιουργίας των εικόνων. Παράλληλα, καθόρισε την απονομή σ’ αυτές τιμητικής προσκύνησης και όχι προσκύνησης -λατρείας, γιατί η προσκύνηση λατρείας απονέμεται μόνο στον Θεό. Μέσα από τις εικόνες ή Εκκλησία εξέφραζε επίσης και εξακολουθεί να εκφράζει την ιστορικότητα του προσώπου του Χριστού, καθώς και την ιστορική αλήθεια ότι ο Χριστός είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, όπως ακριβώς τον ομολόγησαν και οι Άγιοι Πατέρες που τιμούμε σήμερα.
Αδελφοί μου, διαχρονικά οι Άγιοι Πατέρες υπήρξαν τα πρόσωπα εκείνα που στη ζωή τους απεικονίζεται το δίδυμο της Ορθοδοξίας και της Ορθοπραξίας. Μέσα από την ορθή πίστη και διδασκαλία, καθώς και την ενάρετη ζωή τους, αποτέλεσαν και εξακολουθούν να αποτελούν τα αληθινά πρότυπα, όπως τα παρουσιάζει ο Χριστός μέσα από το σημερινό Ευαγγέλιο: «Εσείς είστε το φως για τον κόσμο. Μια πόλη χτισμένη ψηλά στο βουνό δεν μπορεί να κρυφτεί. Οι άνθρωποι, όταν ανάψουν το λυχνάρι, το τοποθετούν πάνω στο λυχνοστάτη, για να φωτίζει όλους τους ανθρώπους του σπιτιού. Έτσι να λάμψει και το δικό σας φως μπροστά στους ανθρώπους για να δουν τα καλά σας έργα και να δοξολογήσουν τον Ουράνιο Πατέρα σας». Παράλληλα φρόντιζαν οι Άγιοι Πατέρες να σέβονται και να εφαρμόζουν και την πιο μικρή εντολή. Με τον τρόπο αυτό επάξια θεωρούνται μεγάλοι στη Βασιλεία του Θεού. Αν κι εμείς εκτιμούμε το έργο και την προσφορά τους, τότε ας τους μιμηθούμε. Σε ότι αφορά δε τις αιρέσεις, δεν πρέπει να εφησυχάζουμε, γιατί αυτές εξακολουθούν να υπάρχουν και σήμερα με διαφορετική ίσως μορφή, αλλά παραμένουν εξίσου επικίνδυνες. Ας είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί. Αμήν.
19-07-2020