• 7 Απριλίου, 2020

Πανδημία covid-19: Που είναι η έξοδος;

Πανδημία covid-19: Που είναι η έξοδος;

Είναι μέρες τώρα, που με βασανίζει, όπως και τους περισσότερους άλλωστε, μια εμμονική σχεδόν σκέψη. Ένα αναπάντητο, μέχρι στιγμής, ερώτημα: Τι μας συμβαίνει; Τι είναι αυτός ο ιός, τι είδους φοβερή κι ανεξέλεγκτη ορμή έχει τούτος ο αόρατος δράκος, που τρομάζει και κρατά σε θέση άμυνας όλες τις επιστημονικές και πολιτικές δυνάμεις και εξουσίες της υφηλίου; Ώρες ώρες μου θυμίζουν οι πολιτείες μας μεσαιωνικά κάστρα που δέχονται απανωτές επιθέσεις από βαρβαρικά φύλα και προσπαθούν με τόξα και με βέλη να τις αποκρούσουν.

Έτσι, παρακολουθούμε άφωνοι, μη πιστεύοντες κυριολεκτικά στα αυτιά και τα μάτια μας, την αιματηρή και θανάσιμη συχνά διεξαγωγή ενός άνισου, εναγώνιου αγώνα και μιας μάχης μέχρι τελικής πτώσεως. Όμοιά της σίγουρα, δεν έχει ξαναζήσει η σύγχρονη παγκόσμια κοινωνία. Ακόμα και η μάχη κατά του καρκίνου, των καρδιοπαθειών, ακόμα και του AIDS,  που ταλάνισε την ανθρωπότητα ιδίως κατά την δεκαετία του ’80, δεν φαντάζει πλέον τόσο τρομακτική, τόσο απεγνωσμένη, τόσο ανισοσκελής κι ασύμμετρη.

Κι όμως, έχουμε θρηνήσει και θρηνούμε χιλιάδες θύματα των σοβαρότατων αυτών ασθενειών και στα ιατρικά εργαστήρια των μεγαλύτερων πανεπιστημίων του ανεπτυγμένου δυτικού κόσμου, και των επιστημονικών δημοσίων και ιδιωτικών κέντρων, δαπανώνται άπειρα ποσά, εφαρμόζονται θεωρίες και επιτεύγματα, κινητοποιούνται οι οξύτερες διάνοιες, αναλίσκονται αμέτρητες εργατοώρες μελέτης, αφοσίωσης και καταβολής φυσικών και πνευματικών δυνάμεων, για ένα ύψιστο ζωτικό σκοπό: την δημιουργία του εμβολίου, που θα προλαμβάνει την πάθηση, την ανακάλυψη της θεραπείας ή του φαρμάκου, που θα ιαίνει τη νόσο, την νίκη και την απελευθέρωση της ανθρωπότητας από την κατάπτωση της αρρώστιας και της αδυναμίας απέναντι στην φθορά και τον θάνατο.

Ελάχιστοι, όμως στον σύγχρονο ανεπτυγμένο κόσμο, έχουν εμπειρία, μνήμη, εικόνα από ανάλογα περιστατικά πανδημίας, τουλάχιστον στην πραγματική ζωή. Έχουμε ήδη απωθήσει, ως κοινωνία, στην παγκόσμια λήθη το φαινόμενο της επιδημίας ή έστω το έχουμε εξοβελίσει σε περιοχές της γης πρωτόγονες και μακρινές τόσο, που να μη φτάνει ούτε στα αυτιά μας, ούτε στη σκέψη μας, παρά σαν τα αδιάφορα ψιλά κάποιων ειδησεογραφικών δελτίων.

 Μόνο στον κινηματογράφο και την τηλεόραση συνηθίσαμε να βλέπουμε σκηνές καταστροφής, βιολογικών πολέμων, απειλών κατά της ανθρωπότητας και υπεράνθρωπων προσπαθειών γενναίων ηρώων. Συνηθίσαμε, λέω, γιατί ξέροντας ότι πρόκειται για μυθοπλασία, απολαμβάνουμε την έξαρση της αδρεναλίνης και απαιτούμε όλο και μεγαλύτερες  ποσότητες αγωνίας, όλο και πιο γλαφυρές εικόνες ολέθρου, μαζικών θανάτων, βαναυσότητας,  ωμότητας και αποτρόπαιων εγκλημάτων, αφού ακόμη κι οι πολεμικές ταινίες, μας φαίνονται ανούσιες και χλιαρές.

Έχουμε λοιπόν τόσο καλά εξοικειωθεί με την λογική της εικονικής πραγματικότητας, έχουμε τόσο καλά φωλιάσει στην ασφάλεια και την ανία της καθημερινής μας ρουτίνας,  ώστε τέρατα να μας επιτίθενται, όλες οι δυνάμεις  του σύμπαντος να μας απειλούν, εμείς παραμένουμε παθητικοί κι αδρανείς, συνεχίζοντας σαν τη στρουθοκάμηλο το παιχνίδι της ψευδαίσθησης και της φαντασιακής λειτουργίας.

Αλλά η απειλή δεν είναι μαγική εικόνα, ο κίνδυνος δεν είναι θεωρητικός κι αυτό που εκτυλίσσεται στο παγκόσμιο περιβάλλον μας, δεν βρίσκεται φυσικά στον νοσηρό, υπερφίαλο εγκέφαλο ενός ευφάνταστου σεναριογράφου κι ενός φιλόδοξου σκηνοθέτη. Πρόκειται για την ωμή πραγματικότητα, για τον εχθρό, όχι προ, αλλά εντός των πυλών, που εισβάλει στα σπίτια μας, εκπορθεί το σώμα μας, αλώνει την υγεία μας, διαρρηγνύει τις κοινωνικές μας σχέσεις, βάζει σε δοκιμασία αξίες, συνειδήσεις, συναισθήματα, την κουλτούρα μας την ίδια. Με λίγες λέξεις, δυναμιτίζει όλο το οικοδόμημα του, μέχρι τώρα, σταθερά και κλιμακωτά, οικοδομημένου τρόπου ζωής μας, των αδιασάλευτων για χρόνια συμπεριφορών και κωδίκων επικοινωνίας , τρόπων παραγωγής και κατανάλωσης, αρχών και νόμων.

Τι μας συμβαίνει λοιπόν; Τι έφταιξε και τι πήγε στραβά; Που βρισκόμαστε και που πάμε; Πως θα τα καταφέρουμε να βγούμε αλώβητοι, από αυτήν την κοσμοχαλασιά; Πως θα μπορέσουμε να ξεπεράσουμε μια τέτοια υγειονομική, οικονομική και κοινωνική κρίση και γιατί οι ειδικοί και οι ταγοί αδυνατούν να επιτεθούν κατά μέτωπο στον κακό μας δαίμονα;

 Από την άλλη, δεν ψυχανεμιζόμαστε, πως αθέατη και υφέρπουσα, διαβρώνει λίγο λίγο την ακλόνητη, έως πρότινος, εμπιστοσύνη μας, μια δυσπιστία κι ένας σκεπτικισμός απέναντι στις αξίες και τις αντοχές του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού; Του πολιτισμού, που έμαθε να μην αιφνιδιάζεται από το νέο αλλά αντίθετα να αδημονεί για το  πρωτοποριακό. Του πολιτισμού, που μετράει τον άνθρωπο με το «έχειν» κι όχι με το «είναι». Του πολιτισμού, που αποθεώνει και πληρώνει αδρά τους πρωταγωνιστές των πάσης φύσεως θεαμάτων και υποτιμά και αγνοεί τους αγωνιστές των ανθρωπιστικών οραμάτων, τους δημιουργούς και τους εφευρέτες, την ανιδιοτελή προσφορά και τον εθελοντισμό.

Τι ειρωνεία όμως, τι τραγική ειρωνεία! Προς όλους αυτούς τους παρεξηγημένους, τους απαξιωμένους, τους ανώνυμους και αφανείς ήρωες, στρέφεται αναζητώντας ελπίδα και εκλιπαρεί για βοήθεια και χειροκροτεί, σ’ αυτή τη δύσκολη στιγμή της, η ανθρωπότητα.  

Εντωμεταξύ και καθώς μέρα τη μέρα, βήμα το βήμα, μπαίνουμε όλο και πιο βαθιά στο νοσηρό λαγούμι του κορωνοϊού, αρχίζουμε να αντιλαμβανόμαστε, πως αυτή η αρρώστια, πριν επιτεθεί στα σώματα, αρχίζει να πυροβολεί τον ψυχισμό, την ιδιοσυγκρασία, την συναισθηματική δομή και τρόπο έκφρασης και επικοινωνίας των ανθρώπων κάθε ηλικίας, τάξης, οικονομικής κατάστασης, ιδίως όμως, των εξωστρεφών Μεσογειακών λαών όπως είναι οι Ισπανοί, οι Ιταλοί, οι Έλληνες.

Διάβασα κάπου στο διαδίκτυο, πως ένας παράγοντας, ίσως μελλοντικά φανεί πόσο καθοριστικός υπήρξε, που βοήθησε στην διάδοση  του ιού στη βόρεια Ιταλία ήταν ο θερμός τρόπος επικοινωνίας των κατοίκων, τόσο στις προσωπικές, όσο και στις επαγγελματικές τους σχέσεις. Χειραψίες, αγκαλιές, φιλιά, χτυπήματα στον ώμο, συνομιλίες πρόσωπο με πρόσωπο, στενές επαφές. Μα αυτοί οι τρόποι έκφρασης κουμπώνουν και πάνω στην Ελληνική νοοτροπία. Οπότε, παιδιά τι γίνεται, τι συμβαίνει και τι θα κάνουμε;

Ξαφνικά λοιπόν, ματαιώνονται τα καρναβάλια κι οι αποκριάτικοι χοροί. Ύστερα, κλείνουν τα σχολεία. Αργότερα, σειρά παίρνουν οι καφετέριες και τα κέντρα, οι αθλητικοί χώροι και οι παιδικές χαρές, τα φροντιστήρια και τα εμπορικά καταστήματα. Τέλος, επιβάλλεται περιορισμός της κυκλοφορίας. Παρακολουθούμε αποσβολωμένοι κι ανίκανοι να καταλάβουμε, να αντιδράσουμε, να σαλέψουμε. Μόνο κολλημένοι στο ραδιόφωνο, στην τηλεόραση, στο διαδίκτυο, με διεσταλμένα μάτια κι ανοιχτό το στόμα, ψελλίζουμε κάπου κάπου σαν υπνωτισμένοι, μένουμε σπίτι, μένουμε σπίτι.   

Ποιοι; Εμείς οι μικροί, μεγάλοι, ηλικιωμένοι, που βγαίνουμε από το σπίτι, για πάνω από τις μισές ώρες του εικοσιτετραώρου και με κάθε αφορμή: σχολείο, δουλειά, ψώνια, διασκέδαση, βόλτα ή … χωρίς αφορμή.

Εμείς οι άνθρωποι του ήλιου, που και με τις δυσκολότερες καιρικές συνθήκες, ένα χαμογελάκι του, μια μικρή του ακτίδα, είναι ικανή να μας σηκώσει από στρώματα, να μας πετάξει από πόρτες και σκιερά γραφεία και να μας φτιάξει τη μέρα.

Εμείς οι νυχτοπερπατητές, που δεν εννοούμε σαββατόβραδο αν δεν βγούμε έστω για έναν καφέ, που δεν λέμε όχι σε μια καλή παρέα, που διασκέδαση εννοούμε γλέντι ή κλαμπ οι νεότεροι. Κι όσο μεγαλύτερη η πολυκοσμία, το στριμωξίδι, ο συνωστισμός, τόσο μεγαλύτερη η διασκέδαση.

Αλλά τώρα πρέπει να στριμωχτούμε για τα καλά. Όμως στους τοίχους του σπιτιού μας. Στους  τοίχους της αναγκαιότητας, στους τοίχους της ευθύνης, ατομικής και κοινωνικής.

Όμως ετούτο το στρίμωγμα, ετούτο το στενοχώρεμα, θέλει ατομική απόφαση αλλά συλλογική εφαρμογή, θέλει αυτοπεριορισμό αλλά με πολιτική ενίσχυση, θέλει ισχυρό κίνητρο και κοινό στόχο: όλοι γεροί κι όλοι ορθοί.

Δικαίως βέβαια, θα μου πείτε, πως εμείς οι Έλληνες είμαστε ατίθασος και παρορμητικός λαός. Δεν μπαίνουμε σε καλούπια, δεν δεχόμαστε χαλινό. Παρασυρόμαστε από πάθη, διχόνοιες, επιθυμίες, απολαύσεις. Καβγαδίζουμε, αγκαλιαζόμαστε, φωνάζουμε, κλαίμε, γελάμε δυνατά, μισούμε δυνατά, αγαπιόμαστε δυνατά, δίνουμε  χέρι και καρδιά.

 Όταν φοβόμαστε, κάνουμε τον φόβο τραγούδι, σφύριγμα μέσα στη νύχτα. Όταν λυπόμαστε κάνουμε τον λυγμό μοιρολόι. Όταν χαιρόμαστε, γλεντάμε και χορεύουμε με χορούς κυκλωτικούς  όπως λέει κι  Σαββόπουλος, με αρχηγό τον πρώτο ή με χορούς μοναχικούς υπό τη θέα των πολλών. Όταν δημιουργούμε, πετυχαίνουμε, κερδίζουμε, πάλι στους άλλους απευθυνόμαστε για να καμαρώσουμε, για να καυχηθούμε. Γιατί μας θρέφει η αποδοχή, μας ζωογονεί ο  έπαινος, γιατί χωρίς το «εμείς», το «εγώ» μας δεν έχει καμμιά αξία, δεν υπάρχει.

 Είμαστε όμως, όλοι το αναγνωρίζουν, κι έλλογος λαός. Φιλότιμος, γενναίος, αλληλέγγυος, οξυδερκής, φίλος του μέτρου, που σπάνια έχει. Αρκεί η τετράγωνη λογική μας, για να πειστούμε, πως υπάρχει στόχος δίκαιος και μέσα για την επίτευξή του, αποτελεσματικά. Το αποδείξαμε στην πρόσφατη οικονομική κρίση. Θυμάμαι καθαρά τις σιωπηλές ουρές μπροστά από τα ΑΤΜ, για 60 μόλις ευρώ την ημέρα, πειθαρχημένα, χωρίς γογγυσμό, χωρίς διαμαρτυρία. Ήταν αρκετό ότι είχαμε καταλάβει, πως είχαμε ευθύνη και γι’ αυτό που συνέβη και γι’ αυτό που έπρεπε να γίνει, για να κοπάσει η καταιγίδα. Αργότερα θα είχαμε καιρό για αποτιμήσεις!

Μα το ίδιο  βλέπω και τώρα ένα μήνα μετά το ξέσπασμα της υγειονομικής κρίσης. Σιωπηλές ουρές έξω από τα σούπερ μάρκετ και τα φαρμακεία, άνθρωποι κλεισμένοι σπίτι, αυτοκίνητα ακινητοποιημένα, δρόμοι άδειοι. Έπειτα μαθαίνω για οικογένειες, που ξανάσμιξαν και κάθισαν μετά από καιρό,  γύρω από ένα τραπέζι ή για φίλους και συγγενείς, που μίλησαν, όπως ποτέ άλλοτε από το ακουστικό, το κινητό, ή την βιντεοκλίση. Αρχίζει να γνωρίσει  ένας τον άλλον, να μοιράζεται ανησυχίες, αναμνήσεις και όνειρα. Αναζητά ισχυρότερους δεσμούς, λυτρώνεται από ενοχές, μαθαίνει ξανά να σχεδιάζει και να χαράζει ρότες πάνω σε ρευστές επιφάνειες και σε αχαρτογράφητα νερά. Επαναπροσδιορίζεται, ανατοποθετείται, ανακαλύπτει ικανότητες και δυνάμεις, διεξόδους κι εξόδους διαφυγής.

Είναι βέβαιο, πάντα ήταν, πως κάποια μέρα θα ανοίξει η πόρτα της εξόδου μας κι από αυτήν την φυλακή. Θα βγούμε στον ήλιο πάλι και στον καθαρό αέρα. Όμως επειδή κάθε έξοδος ανοίγει πρώτα προς τα μέσα, μπορούμε και τώρα, αυτή τη στιγμή να ανοίξουμε την μέσα πόρτα, την πόρτα της ψυχής, την πόρτα της καρδιάς. Δεν φαντάζεστε τι ανεκμετάλλευτα κεφάλαια, τι μυστικές αντοχές και κουράγια, θάρρος κι αισιοδοξία θα ανακαλύψουμε, τόσα και τέτοια, που μπορούν να γίνουν ενέργεια και να βάλουν σε κίνηση, τον καλύτερό μας εαυτό, την δυναμικότερη πλευρά μας. Ξέρουμε άλλωστε να κάνουμε την ανάγκη φιλοτιμία, το μισοάδειο μισογεμάτο και  μισογεμάτο πλήρες. Έχουμε αναφορές από τους παλιότερους, που ξεπέρασαν ασύγκριτα μεγαλύτερες δυσκολίες και τραγικότερες καταστάσεις. Έχουμε μια υπόσχεση δώσει στους νεότερους: πως θα κάνουμε ότι χρειαστεί για να τους προσφέρουμε ένα υγιές, φωτεινό μέλλον και μπορούμε μόνο αν έχουμε πίστη, φώτιση κι αγάπη.

Μπορούμε να τα καταφέρουμε, μα λαός και πολιτεία ενωμένοι και με τρεις προϋποθέσεις:

 την αλήθεια, τη δικαιοσύνη και την αποτελεσματικότητα.

  Ιδού το διακύβευμα: όλοι γεροί κι όλοι ορθοί !

  Ιδού ο προορισμός: μια φωτεινή και ελπιδοφόρα έξοδος!

Χρύσα Μαρδάκη


Σχετικά Άρθρα

Ξανάσμιξαν 50 χρόνια μετά την αποφοίτησή τους…1974-2024

Ξανάσμιξαν 50 χρόνια μετά την αποφοίτησή τους…1974-2024

Ξαναχτύπησε το απόγευμα του Σαββάτου 24-08-2024 το κουδούνι του επιστάτη, του συγχωρεμένου κυρ’ Γιώργη Ξιφάρη, στο…
Αρχή της Ινδίκτου – Κήρυγμα Αρχιμ. Γεωργίου Γιαννιού

Αρχή της Ινδίκτου – Κήρυγμα Αρχιμ. Γεωργίου Γιαννιού

Από σήμερα, αγαπητοί μου αδελφοί, αρχίζει μια νέα περίοδος της Εκκλησίας μας. Από σήμερα αρχίζει το…