- 18 Δεκεμβρίου, 2019
Χριστούγεννα στην Καππαδοκία (του Ευθύμιου Ζιγγιρίδη)
Για τα Χριστούγεννα στην Καππαδοκία γράφει ο Ευθύμιος Ζιγγιρίδης BEng MSC AMIEE MILT, Πρόεδρος Καππαδοκών Αργιλοχωρίου Αλμυρού:
Υπήρχε μια πληθώρα ηθών και εθίμων που συνόδευαν την καθημερινή ζωή των κατοίκων της Καππαδοκίας σε όλες σχεδόν τις εκδηλώσεις. Τα περισσότερα από αυτά έχουν λατρευτικό χαρακτήρα λόγω του έντονου θρησκευτικού συναισθήματος που διακατείχε τους Καππαδόκες.
Η δεσποτική εορτή της Γεννήσεως του Χριστού λεγόταν από τους τουρκόφωνους και Ελληνόφωνους Καππαδόκες προγόνους μας «Κιουτσούκ Πασκελέ» (Μικρό Πάσχα) (Άκσεραϊ- Γκέλβερι) ή «Κιουτσκούκ Μπαϊράμ» (Ικόνιο), ενώ από τους ελληνόφωνους Φαρασιώτες «Του Χριστού ο Πάσκας» και στην Ανακού «Χριστού το Πάσκα». Σε κάθε περίπτωση δηλαδή η αναφορά τους στην ημέρα της Γεννήσεως γινόταν πάντα σε σχέση με την ημέρα της Αναστάσεως του Σωτήρος,
Από την παραμονή 24 Δεκεμβρίου άρχιζαν οι προετοιμασίες. Έσφαζαν κοτόπουλα ή μεγαλύτερα ζώα που τα μοιράζονταν περισσότερες οικογένειες. Σ’ όλα τα σπιτικά ζύμωναν πίττες με αλεύρι, γάλα, αυγά, ζάχαρη και βούτυρο. Οι γυναίκες πήγαιναν στους στάβλους όπου άναβαν κεριά στα παχνιά των ζώων και θυμιάτιζαν.
«Χερσέ», το ευλογημένο από την Παναγιά φαγητό, όπως λένε οι πρόσφυγες. Την παραμονή των Χριστουγέννων, στο κάθε σπίτι η νοικοκυρά μαγειρεύει «χερσέ», σιτάρι μαζί με κοτόπουλο και πριν το σερβίρει στο τραπέζι για την οικογένεια, πηγαίνει πιάτα με το φαγητό στους γείτονες. Το σιτάρι και το κοτόπουλο αποτελούν τροφή για ζώα και ανθρώπους, γι’ αυτό το φαγητό, συμβολίζει την επάρκεια των αγαθών στο κάθε σπίτι. Σύμφωνα με την παράδοση η Παναγία, βρήκε αυτή την τροφή κοντά στην φάτνη για να φάει, γι’ αυτό είναι το ευλογημένο των Καππαδόκων φαγητό της προσφοράς και το μοιράζουν.
Το «κετέ» και το γλυκό «σινί», είναι τα εδέσματα των γιορτινών ημερών, που δεν λείπουν από κανένα σπίτι. Το «σινί», γίνεται με χειροποίητο φύλλο, καρύδια και καμένο αλεύρι. Το «κετέ», είναι τσουρέκι σε σχήμα σαλίγκαρου, ενώ το μυστικό του βρίσκεται βούτυρο με καμένο αλεύρι.
Τη νύχτα της παραμονής, περασμένα μεσάνυχτα κτυπούσε η καμπάνα της εκκλησίας. Αν δεν υπήρχαν καμπάνες χρησιμοποιούσαν σήμαντρα ή ακόμη και συνεργεία από ιεροδρόμους με επικεφαλή τον κανδηλανάφτη που διάβαιναν το χωριό απ’ άκρη σ’ άκρη και ειδοποιούσαν τους πιστούς πως ήρθε η ώρα της εκκλησίας κτυπώντας τις πόρτες τους. Λίγα μόνο χρόνια προ της Ανταλλαγής επετράπησαν από το τουρκικό καθεστώς οι κωδωνοκρουσίες κατόπιν αδείας από τις αρχές, οπότε αρκετές εκκλησίες εξοπλίστηκαν με καμπάνες, φυσικά μικρών διαστάσεων. Προ αυτών λειτουργούσαν, πάλι κατόπιν αδείας, τα ξύλινα ή σιδερένια σήμαντρα, «τους σημίντρους» ήδη από τη βυζαντινή εποχή, ενώ σε περιόδους απαγόρευσης από τους Οθωμανούς, οι Χριστιανοί ειδοποιούνταν για τις ακολουθίες με σεντόνι που ανέμιζε ο καντηλανάφτης από τη στέγη του ναού.
Οι άνδρες φορούσαν γιορτινά και οι γυναίκες τις κεντημένες φορεσιές από τσόχα. Πήγαιναν όλοι μαζί οι γείτονες και για να βλέπουν στο σκοτάδι κρατούσαν πυρσούς. Η Λειτουργία, τελείωνε, πριν ξημερώσει και γύριζαν στα σπίτια τους. Ασπάζονταν οι μικρότεροι τα χέρια των μεγαλυτέρων και ευχόταν «Χριστός γεννάται», «Αληθώς γεννάται», «Χρόνια Πολλά» κ.α.
Έστρωναν το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι που περιελάμβανε σούπα τραχανά και γιουβαρλάκια. Απαραίτητα έπρεπε να υπάρχει στο τραπέζι την ημέρα αυτή και το ” χερσέ” πιλάφι από ψιλοκομμένο στάρι που είχε βράσει σε ζωμό από κόκαλα. Το φαγητό αυτό το έδωσαν και στην Παναγία να φάει όταν ήταν λεχώνα.
Αν ο καιρός βοηθούσε, το απόγευμα της ημέρας των Χριστουγέννων συγκεντρώνονταν οι ηλικιωμένες γυναίκες και τα κορίτσια ντυμένα με τα γιορτινά τους στα δώματα των σπιτιών (Ακσεραϊ-Γκέλβερι) ή στο χοροστάσι του χωριού (Ανακού), όπου ξεκινούσε ο χορός και όπου διστακτικά ύστερα εμφανίζονταν τα λίγα παλληκάρια, τα οποία όμως δεν χόρευαν. Οι άνδρες διασκέδαζαν στα σπίτια.
Το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς τα παιδιά γύριζαν στα σπίτια και έλεγαν τα κάλαντα. Ομάδες, συνήθως από έξι αγόρια η καθεμιά σκόρπιζαν στο χωριό. Τα τρία παιδιά από την κάθε ομάδα ανέβαιναν στο δώμα των σπιτιών και από το φεγγίτη (πετζέ) κρατούσαν με σκοινί ένα φανάρι δικής τους κατασκευής και το άφηναν να κατέβει μέσα στο σπίτι. Ανεβοκατέβαζαν μέσα στο δωμάτιο του σπιτιού το φανάρι τους και έψελναν το τροπάριο του Αγίου Βασιλείου «Εις πάσαν την γην εξήλθεν ο φθόγγος σου …» και πολλές φορές στο τέλος πρόσθεταν: Καλησπέρα στη βραδιά σας, όποιος δώσει να κάμει αγόρι, όποιος δε δώσει, να κάνει κορίτσι, κι αυτό ως το πρωί καμπουριασμένο. Την ίδια στιγμή τα άλλα τρία παιδιά είχαν μπει μέσα στο σπίτι, για να πάρουν τα δώρα που θα τους προσφέρουν, αυγά, πλιγούρι, βούτυρο, ξηρούς καρπούς. Και στων Τούρκων τα σπίτια πήγαιναν παιδιά για να ψάλουν τα κάλαντα. Τα παιδιά έτρωγαν μαζί σε ένα σπίτι.
Ξημερώματα Πρωτοχρονιάς οι γυναίκες έτρεχαν στη βρύση να φέρουν νερό τον Αη-Βασίλη «σουγιού». Γέμιζε η κάθε μία τη στάμνα της και κρατούσε ύστερα κάτω από τη βρύση σακούλα μικρή με νομίσματα, για να τρέξει μέσα το νερό και να πολλαπλασιαστούν τα νομίσματα.
Ιδιαίτερη ήταν η φροντίδα για το γεύμα το μεσημέρι της Πρωτοχρονιάς. Στο τραπέζι έπρεπε να έχουν κότα γεμιστή με πλιγούρι, ρόδια που επάνω τους κολλούσαν μικρά κεριά και τα άναβαν, μέσα σε ταψί με ξηρούς καρπούς και κεριά αναμμένα, στημένα στη μέση.
Από το πρωτοχρονιάτικο τραπέζι, δεν λείπει η βασιλόπιττα, καθώς η «ιστορία» της, είναι άμεσα συνδεδεμένη με την μακρινή τους πατρίδα τη Καισαρεία. Σύμφωνα με την παράδοση τους, όταν επί Επισκόπου Βασιλείου, οι χριστιανοί υπέστησαν μεγάλο διωγμό, προκειμένου να σώσουν την πόλη της, μάζεψαν τα χρυσαφικά τους για να τα προσφέρουν ως αντάλλαγμα, ώστε να σταματήσουν οι διωγμοί.
Όταν ο τύραννος ηγεμόνας και οι στρατιώτες του λεηλατούσαν την Καισαρεία, μια μεγάλη λάμψη στον ουρανό και ένα χρυσός καβαλάρης, που ήταν ο μάρτυρας άγιος Μερκούριος, τους αφάνισε και σταμάτησε η καταστροφή. Τα χρυσαφικά που είχαν συγκεντρωθεί έπρεπε να επιστραφούν στους χριστιανούς της πόλης. Ο Επίσκοπος Βασίλειος, επειδή ήταν πολύ δύσκολο να γίνει δίκαιη επιστροφή, πρότεινε οι γυναίκες να ζυμώσουν μικρές πίτες μέσα στις οποίες τοποθέτησε ένα χρυσαφικό και τις μοίρασε στους πιστούς. Ως εκ θαύματος ο καθένας βρήκε μέσα στην πίτα, ό,τι ήταν δικό του. Από τότε η βασιλόπιτα με το «φλουρί», συμβολίζει την χαρά, την δικαιοσύνη και την ηρεμία στο κάθε σπίτι.
ΚΑΛΑΝΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΤΣΑΡΙΚΛΙ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ
Αϊρήν αϊρήν ντα Κάλαν’ντα τζ’ αϊρήν αϊρήν ντα Φώτα,
Φώτα είν’ καλημέρα, Κάλαν’ντα καλησπέρα.
^Ντα πουλιά λαλούν τζι ντα χερόνια κράζ’νι.
΄Αη Βασίλη μου, καλόν ζευγάρι λάμεις,
΄Αη Βασίλη μου, καλόν τ!ζ’ ευλογημένου,
Είν’ τζι ντα βόια τ’ Παναγιάς ντα πουλίτ1σα,
Είν’ τζι ντ’ αλέτηρι τ’ ’ς χουρσόι βουτημένου,
Είν’ τζι ντου γυνίτσι τ’ ασημοκονουμένου,
Είν’ τζι ντου φ’τ1σέντζιρι τ ‘τσιβίν’ντρικου καλέμι,
Είν’ τζι ντα τ(ζυγόπαλα τ’ κοτ1σάι μαγλατάρια,
Είν’ τζι ντα ζεβιλιά τ’ παλικαριού βραχόνια,
Είν’ τζι ντα ζευγολότια τ’ ξανάκλουστα μετάξα.
΄Εσπειρα ροβίτσα, σήκουσα φακουΐτσα,
Τζι σήκουσα χίλια χίλια χωρίς μέτρα ,
΄Ηρτι ντου πουλίτσι, ντώκα 6ντου σου γητσι τ’,
΄Ηρτι μαύρου τ’ μάνα, κλαίει τζ’ αφορίζει.
΄Ακου ντα, κοκόνα μ’, ζ’ αν τσείσι τζ’ αν τσοιμάσι,
Ξέβα, ντώσι κομμάτ’ τσερί να γύψου ντου φενέρι μ’.
Κόσκινα κουρλόπα, βαρέλια κρασόπα,
Ας φάμι τζι ας πιούμι ους χρόν’ ιτούρα ’α μέρις.
Ως ευχή με το στόμα κι όχι τραγουδιστά:
Πολλά χρόνια Χεός ’ας χαρίσ’
Πολύ να γιασαΐσιτ’ τζι ντ’ εβγιό σας ν’ αρτηρντΐιτ’