- 19 Σεπτεμβρίου, 2018
Γιά τόν Γιώργο Δ. Σιαμούρη – Γράφει ο π. Γεώργιος Γεωργιάδης Μουσικοδιδάσκαλος
έκδοση 15-9-2018
Υπ’ όψιν ότι είμαι ένα άτομο το οποίο απεχθάνεται τίς τυποποιημένες φράσεις κι ευχές, γι’ αυτό κι ενίοτε έχω παρεξηγηθεί στήν ζωή μου. Επίσης, επί 45 χρόνια που ασχολούμαι με τήν ψαλτική και Μουσική, πρώτη φορά γράφω γιά κάποιον τού μουσικού χώρου.
Δι’ αμφοτέρους τούς λόγους, ό,τι θα γράψω δέν θα είναι έτσι απλά κάποιες καλές-επαινετικές κουβέντες, αλλ’ απεναντίας πολύ συγκεκριμένους λόγους γιά τούς οποίους ο Γ.Σ. (που έφυγε στίς 8/9ου) θα πρέπει να μείνει αλησμόνητος κι εσαεί υπόδειγμα μιμήσεως απ’ όποιον θέλει να ισχυριστεί οτι είναι «ψάλτης».
Μέσα σε όλην αυτήν τήν θλίψη, έχω τήν μικρή παρηγοριά οτι είχα τήν ευλογία να είμαι ο ιερέας με τόν οποίον ο Γ.Σ. συνέπραξε τήν τελευταία κυριακάτικη Λειτουργία στήν ζωή του.
Τούτο συνέβηκε τήν Κ.2/9ου/2018 στόν Μαυρόλοφο, μαζί με τήν Β.Λ.. Εκεί, επαναλήφθηκε τό ίδιο που ίσχυε γι’ αυτόν τόν ακάματο 83ετή ακέστορα, 18 χρόνια που τόν γνωρίζω! Ποιό; Θα σάς φανεί υπερβολικό, «αλλά ώρες-ώρες αναρωτιόμουνα μήπως κι ο Γιώργος κρυφά έχει δίδυμο αδελφό με ίδια χροιά φωνής ψαλτικές γνώσεις κλπ, ούτως ώστε μπορεί ταυτόχρονα να βρίσκεται σε δυό μεριές κάπου στήν νότια Μαγνησία». Ένα αφύσικο πράγμα! Ήταν πανταχού παρών. Όλα αυτά είναι παρακαταθήκες, και βέβαια ο Θεός τάχει σημειώσει. Βεβαίως και υπάρχουν 4-5 ψάλτες στήν περιοχή μας που τιμούν επάξια τόν ψαλτικό κόσμο, αλλά τήν αδιάλειπτη προσφορά τού Γιώργου δέν τήν έχω συναντήσει πουθενά. Αναμφιβόλως, πέραν τών βενζινών που δαπανούσε γιά τίς υποχρεώσεις του στόν Πλάτανο, είμαι πεπεισμένος οτι αυτός ο άνθρωπος έκαιγε (τουλάχιστον) +100 € ανά μήνα, προκειμένου να υπηρετεί ανιδιοτελώς & πανταχόθεν τήν Εκκλησία, τουτέστιν τόν ίδιον τόν κόσμο.
Ο π. Δανιήλ Αεράκης στό τελευταίο του τεύχος (σ. 120) πολύ σωστά γράφει: «Είναι θλιβερή η αντίληψις πολλών ψαλτών. Νομίζουν, οτι αυτοί παίζουν τόν πρωταγωνιστικό ρόλο μέσα στό Ναό. Φωνασκούν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να καλύπτουν τόν λειτουργό. Περιφρονούν παντελώς τίς λειτουργικές ευχές. Επιδεικνύουν τό δήθεν ταλέντο τους. Κουράζουν πιεστικά τόν ευλαβή λαό. Σκοτώνουν ουσιαστικά τήν μυσταγωγία τής θείας Λειτουργίας».
Ορθά-κοφτά, ο Σιαμούρης δέν είχε κανένα μα κανένα από αυτά τά αρνητικά χαρακτηριστικά. Ούτε άλλα! Απεναντίας, τόν διέκρινε και ξεχώριζε από τό φευκτέο σύνηθες, οτι:
α. είχε τήν παρρησία ότι πολλοί δύνανται να κατέχουν περισσότερα.
β. σεβόταν, άκουγε, και δέν φθονούσε όσους είχαν πραγματικό πτυχίο Μουσικής.
γ. και πάνω απ’ όλα, είχε τήν δέουσα αίσθηση οτι το ψαλτικό Τυπικό δέν είναι στάνταρ, αλλά διορθώσιμο και βελτιώσιμο.
Ποιός δικηγόρος ποτέ καυχήθηκε που γνωρίζει όλην τήν Νομοθεσία; Τούς απασχολεί πλιότερο πώς θα καλυτερέψουν οι υπάρχοντες νόμοι.
Ποιός ορθοπεδικός κοκορεύτηκε οτι ξέρει άπταιστα τόν τομέα του; Τόν απασχολεί πώς θα γίνει παραλλήλως επιτήδειος χειρούργος.
Ποιός σοβαρός φιλόλογος καυχάται γιά τίς γνώσεις του, εάν δέν γνωρίζει και κάποια λατινικά; Και ποιός μαθηματικός είναι δυνατόν να αισθάνεται πλήρης, εάν διατείνεται οτι περιττεύει να γνωρίζει τέμνουσες (sec) και συντέμνουσες (csc);
Δόξα τώ Θεώ οι σοβαροί έλληνες μουσουργοί ομολογούν οτι κακώς δέν έχουν γνώση καί τής Βυζαντινής Μουσικής. Δυστυχώς όμως, δέν συμβαίνει καί το ανάστροφο. Πλείστοι εκ τών διδασκόντων (λειψοί βέβαια) παροτρύνουν τούς μαθητές να μήν ασχοληθούν με πεντάγραμμο. Και οι πλείστοι εκ τών ψαλλόντων, όχι μόνον δέν τούς απασχολεί το Τυπικό, αλλά η ημιμάθεια τούς έκανε να υπάξουν τήν ψαλτική στόν δογματικό (εκ τών τεσσάρων) κλάδο τής Θεολογίας. Η πραγματικότητα όμως είναι οτι υπάγεται στόν πρακτικό, οπότε χρήζει άλλης αντιμετωπίσεως. Και αυτή η πρέπουσα αντιμετώπιση, εκ τών πραγμάτων δέν υπαγορεύεται ούτε απορρέει από τήν Θεολογία, αλλά από τήν ίδια επιστήμη τής Μουσικής. Είναι ιδιαζόντως αηδιαστικό που πάμπολλοι μυωπικοί κουνώντας τό δάκτυλο διαιωνίζουν τό να μήν ξεφύγουμε από τά γεγραμμένα, αγνοούντες οτι αναμένουν τήν συγγραφή τους πληθώρα αγράφων. Οι μουσικές φόρμες μεγαλούργησαν επειδή κάποιοι ιδιοφυείς αντικομφορμιστές και θαρρετοί μουσουργοί τίς διαμόρφωσαν. Και δέν εννοούμε οτι τίς επέκτειναν χρονικά. Τουναντίον, τίς διήνθησαν. Οι ανασταλτικοί τούς αποκαλούσαν «ανακατωσούρηδες». Έτσι ήταν πάλαι ποτέ και τό εκκλησιαστικό Τυπικό, ‑καλλωπιζόμενο κι αντικειμενοστρεφές-, μέχρι που κάποιοι αναρμόδιοι τό μαντάλωσαν σε άμουσες θήκες με επίπλαστο σταυρό, και τό σαβάνωσαν με τά όρια που αναπήδησαν από τόν προβληματικόν & περιορισμένον τους ισχυρογνωμικόν ορίζοντα. Ευτυχώς γιά τόν τόπο ο Γιώργος είχε τήν επίγνωση τού «επέκεινα», και αυτά τά πράγματα που έκανε στό ψαλτήρι, -αν και ακατανόητα στό ευρύ κοινό-, ωστόσο ήσαν μουσικώς άρτια.
Είθε ουδέποτε να λησμονηθεί γιά τό τεράστιο έργο του. Και είναι απολύτως λογικό ο κόσμος (γνώστες και μή) να λένε εφεξής σε όποιον ασχολείται με τήν ψαλτική: «Να μοιάσεις τού Σιαμούρη».