- 5 Σεπτεμβρίου, 2018
Δελτίο Θυέλλης – γράφει ο Γιώργος Τσιντσίνης
Γιατί πάνε στην Έκθεση
με ΜΑΤ και παρεπόμενα;
Καλύτερα στο λούνα παρκ,
να μπουν στα συγκρουόμενα.
Πολλά χαμόγελα σκόρπισαν οι επιτυχίες των παιδιών της περιοχής μας στις φετινές εισαγωγικές εξετάσεις για τα ΑΕΙ και τα ΤΕΙ και θα μπορούσαμε να ξαναπούμε, ότι η παράδοση τέτοιων επιτυχιών συνεχίζεται αδιάπτωτη σχεδόν, στο πέρασμα των χρόνων.
Όσα δεν τα κατάφεραν ξέρουν ότι έχουν τα νιάτα τους σαν το καλύτερο όπλο για να ξαναπροσπαθήσουν και είναι βέβαιο πως, με υπομονή, πείσμα και σοβαρότερη προσπάθεια, θα δουν πολλά από τα όνειρά τους να γίνονται τελικά πραγματικότητα. Το οικονομικό και βιοτικό περιβάλλον της σημερινής Ελλάδας δεν προσφέρεται για πολλή …αισιοδοξία, αλλά -έτσι κι αλλιώς- η νέα γενιά θα παραλάβει το τιμόνι που θα οδηγήσει (πιο σταθερά, ελπίζουμε όλοι) την Πατρίδα μας σ’ ένα καλύτερο αύριο.
Στα επιμέρους των Εξετάσεων και των αποτελεσμάτων τους: Θεαματική άνοδο για τις παιδαγωγικές σχολές, πτώση για τις ιατρικές σχολές και μικρές μεταβολές για πολυτεχνικές και τις σχολές της Νομικής, αναδεικνύει η στατιστική ανάλυση των βάσεων εισαγωγής σε ΑΕΙ και ΤΕΙ, οι οποίες ανακοινώθηκαν την περασμένη Δευτέρα.
Κι ένα επαινετό παράδειγμα φιλομάθειας και προόδου: Ένας 84χρονος Κρητικός, ο κ. Δημήτρης Μουδατσάκης συγκαταλέγεται μεταξύ των επιτυχόντων των φετινών πανελλαδικών εξετάσεων. Ο 84χρονος Κρητικός, μόλις συνταξιοδοτήθηκε, πριν 18 χρόνια, πήρε τη μεγάλη απόφαση να επιστρέψει στα θρανία, είναι μεταξύ των εισακτέων στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, στο Ρέθυμνο. Είπατε τίποτε (εκτός από «χίλια μπράβο»);
Το 2007 η Ελλάδα ήταν η 14η πλουσιότερη χώρα μεταξύ των 27 τότε κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (δεν είχε γίνει μέλος ακόμη η Κροατία) και το πραγματικό μέσο κατά κεφαλήν ΑΕΠ (ΠΜΚΑ) βρισκόταν στο 95,1% του κοινοτικού. Το 2017 η Ελλάδα ήταν πλέον η 24η πλουσιότερη χώρα της Ε.Ε.-28 και το ΠΜΚΑ είχε καταποντισθεί στο 69,7% του κοινοτικού. Το ότι οι Έλληνες έγιναν κατά πολύ φτωχότεροι μέσα στα δέκα αυτά χρόνια, δεν σημαίνει ότι και οι τιμές προϊόντων και υπηρεσιών ακολούθησαν την ίδια πορεία. Το γενικό επίπεδο τιμών διαμορφώθηκε το 2017 στο 82,2% του μέσου κοινοτικού, καθιστώντας την Ελλάδα τη 19η ακριβότερη χώρα, ενώ στην πλέον βασική ομάδα προϊόντων, αυτή των τροφίμων, οι τιμές στην Ελλάδα διαμορφώθηκαν σε επίπεδα υψηλότερα από τον μέσο όρο της Ε.Ε.
Ανάμεσα από τις πολλές πολιτικές παρεμβάσεις χρηστών στο διαδίκτυο: Ο Γιάννης Στουρνάρας ελπίζω σύντομα να δώσει στη δημοσιότητα τη λίστα με τα ονόματα όσων απέσυραν τις καταθέσεις τους από τις τράπεζες μια εβδομάδα πριν ανακοινωθεί το επαίσχυντο δημοψήφισμα. Θέλουμε να δούμε ποιοι πραγματικά είναι οι μνηστήρες και ποιοι ο Οδυσσέας. Μήπως αυτή είναι η αιτία της λυσσαλέας επίθεσης εναντίον του;
Δεν είναι μόνο προσωπική μου άποψη, που στο κάτω – κάτω είμαι δηλωμένος αντι-παζαριώτης, αλλά και γνώμη πολλών άλλων που συνέλεξα: Το φετινό παζάρι του Αλμυρού, που μόλις έληξε, έδειξε ότι έχασε λίγο από τη γνωστή του αίγλη και τη γνωστή λαοπλημμύρα που το κατέκλυζε. Παράλληλα, αυξημένα ήταν και τα παράπονα των εμπόρων, που νοίκιασαν τις παράγκες του, για του χαμηλούς, χαμηλότερους από άλλες φορές τζίρους, που κατέγραψε, ενώ οργίασε και πάλι το παραεμπόριο. Ο πολύς κόσμος βολτάρισε χωρίς να ψωνίζει και μόνο μια στάση – για τους περισσότερους- στα σουβλατζίδικα και τα στέκια του χαλβά.
Η οικονομική κρίση που όλους μας αγγίζει έκανε τη δουλειά της, ήρθε και το διήμερο των βροχών και μάλλον …έδιωξε τους επισκέπτες από τις γειτονικές περιοχές, που ήταν προθυμότεροι προηγούμενων χρόνων, «για μια βόλτα στο παζάρι του Αλμυρού». Ας ελπίζουμε του χρόνου να πάει καλύτερα και κυρίως (είναι καιρός πια): πιο αναβαθμισμένο.
Είναι ίσως περίεργα ….επίκαιρο να θυμίσουμε ότι αρκετοί αρχαίοι φιλόσοφοι, όχι μόνο παρέμεναν ανεπηρέαστοι από τις ψυχικές ή τις υλικές επιπτώσεις της φτώχειας, αλλά και διατηρούσαν την ψυχραιμία τους όταν δέχονταν προσβολές ή διαπόμπευση. Λέγεται ότι ο Σωκράτης είδε κάποτε να περιφέρεται στους δρόμους της Αθήνας ένας σωρός από χρυσάφι και κοσμήματα και αναφώνησε: «Για κοίτα πόσα πράγματα υπάρχουν που δεν τα θέλω!». Σε μια άλλη περίσταση ένας περαστικός που τον είδε να δέχεται προσβολές στην αγορά τον ρώτησε: «Δε σε πειράζει που σε βρίζουν;». Κι αυτός απάντησε: «Για ποιο λόγο; Εσύ θα το έπαιρνες προσωπικά αν σε κλωτσούσε ένας γάιδαρος;». Παρόμοια ήταν και η στάση ενός νεότερου, του Αντισθένη, όταν τον πληροφόρησαν ότι πολύς κόσμος στην Αθήνα είχε αρχίσει να τον εγκωμιάζει, ρώτησε: «Γιατί; Έκανα τίποτα κακό;». Παρά την ατυχή κατάληξη ορισμένων, φαίνεται πως το ρεύμα αυτό είχε έρεισμα, γιατί εκατό και πλέον χρόνια αργότερα, όταν ο Μέγας Αλέξανδρος πέρασε από την Κόρινθο κι επισκέφτηκε το φιλόσοφο Διογένη, τον βρήκε να κάθεται κάτω από ένα δέντρο, ρακένδυτος αλλά αμετάπειστος. Ο πανίσχυρος Αλέξανδρος τον ρώτησε πώς μπορούσε να τον βοηθήσει. «Αρκεί να κάνεις λίγο στο πλάι», αποκρίθηκε ο φιλόσοφος, «γιατί μου κρύβεις τον ήλιο». Οι στρατιώτες του Αλέξανδρου τρομοκρατήθηκαν, περιμένοντας ότι θα ξεσπούσε ο διαβόητος θυμός του ηγέτη τους. Εκείνος όμως απλώς γέλασε και είπε πως αν δεν ήταν ο Αλέξανδρος, θα ήθελε το δίχως άλλο να είναι ο Διογένης. (Πηγή: Lectures).
Στις 28 Αυγούστου 1948 η Ελένη Γκατζογιάννη, 41 ετών, με την κουνιάδα της Αλέξω, 56 ετών, τουφεκίστηκαν από τους αντάρτες του ΕΛΑΣ, ύστερα από καταδίκη τους σε θάνατο από το ανταρτοδικείο, με την κατηγορία ότι «κατέστρωσε την απόδραση από το χωριό τεσσάρων παιδιών της, καθώς και της μάνας της, της αδελφής της και της ανιψιάς της», για να γλυτώσουν από το παιδομάζωμα. Χρόνια αργότερα (1983) η ιστορία της θα γίνει βιβλίο από τον Ελληνοαμερικανό συγγραφέα και δημοσιογράφο (The New York Times) γιο της Νικόλαο Γκατζογιάννη, με τίτλο «Ελένη», που θα μεταφερθεί στην μεγάλη οθόνη από τον Πήτερ Γέητς (“Bullitt”, “Ο Βυθός”) με τον Τζων Μάλκοβιτς στον ρόλο του γιού και με την Κέητ Νέλλιγκαν στον ομώνυμο ρόλο. Η ταινία (1985) που πολεμήθηκε από την τότε Κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου και τη μεγαλύτερη μερίδα του Τύπου στη σοσιαλιστική Ελλάδα του 1985, αγαπήθηκε από την πλειοψηφία του Τύπου στο εξωτερικό. Η «Ελένη» (και οι αριθμοί είναι αμείλικτοι) μεταφράστηκε σε είκοσι έξι γλώσσες, προτάθηκε για καλύτερη βιογραφία από την Εθνική Ένωση Βιβλιοκριτικών και έλαβε το βραβείο Heinemann, ως το καλύτερο βιβλίο του 1984, από τη Βασιλική Λογοτεχνική Εταιρεία της Μεγάλης Βρετανίας. Η ταινία προβλήθηκε μόνο για λίγες ημέρες στην Ελλάδα, αλλά λόγω απειλών, ξυλοδαρμών και προπηλακισμών των θεατών από τους οργανωμένους οπαδούς του τότε ΚΚΕ, τελικώς η προβολή της διεκόπη. Η ταινία ουσιαστικά τελεί ακόμα υπό καθεστώς (ημι)απαγόρευσης προβολής στην Ελλάδα. Δεν έχει προβληθεί ποτέ από κρατικό ή δημοτικό τηλεοπτικό σταθμό, αλλά πλέον μπορείτε να τη δείτε στο youtube, στην ηλεκτρονική διεύθυνση: https://www.youtube.com/watch?v=OcT8pX5mBIU, με Ελληνικούς υπότιτλους.
Το κείμενο στο προηγούμενο «Δελτίο θυέλλης» ήταν ολίγον… «άρτσι, μπούρτσι και λουλάς»…. Ίσως έφταιξε που είχα μια αγχωμένη βδομάδα, με ιατρικές εξετάσεις, τσεκ καπ κτλ. Ευτυχώς όλα πήγαν καλά για μένα, αλλά δυστυχώς ο δαίμονας του κομπιούτερ βρήκε την ευκαιρία να τα κάνει επιεικώς …μαντάρα στη στήλη μου. Μέχρι ένα κείμενο αγαπημένου μου φίλου (του καθηγητή Θοδωρή Βουτσά για το παζάρι του Βόλου) πέρασε ως …δικό μου, ευτυχώς χωρίς περαιτέρω συνέπειες.
Με αφορμή, αυτές τις μέρες, τη μαύρη επέτειο της Μικρασιατικής καταστροφής, αφιερώνω το παρακάτω ποίημά μου στους δυο Σμυρνιούς παππούδες μου και σ’ όλους τους Μικρασιάτες πρόσφυγες, όπως και τους επιγόνους τους:
ΑΠΟ ΤΙΣ ΣΤΑΧΤΕΣ
Πηλό και στάχτη ζύμωσαν
μοίρας κακιάς μαστόροι
κι η προσφυγιά μας στοίβαξε
σ’ ένα άγνωστο βαπόρι.
Και την ψυχή δαγκώσαμε,
μη φύγει από τα στήθια
και μόνοι μας σταθήκαμε,
χωρίς καμιά βοήθεια.
Πίσω η μεγάλη πυρκαγιά
και μαχαιριές στην πλάτη,
στα στήθειά μας ‘κονίσματα
στις χούφτες μας αλάτι,
για να ξαναζυμώσουμε
λίγο ψωμί – προσφάι,
να στυλωθεί λίγο η ζωή,
να δούμε πού μας πάει.
Στων ραψωδών μας τις σκιές
μας πρόδωσαν, σαν ψέμα.
Στη μάνα γη δουλέψαμε,
φτύνοντας ίδρω’ κι αίμα.
Μα πάλι μας πουλούσανε
σε κάθε ευκαιρία,
στο χέρσο τόπο ανάξιοι
μπροστά στην Ιστορία.
Πηλό και στάχτη ζύμωσαν
τώρα ξένοι μαστόροι,
οι τάχα φίλοι κι οι δικοί,
της φτώχειας μας εμπόροι.
Κι εκείνο το βαπόρι μας
λες κι από τότε ψάχνει
να βρει Πατρίδα αντάξια
αυτής που ‘γινε στάχτη.