- 11 Σεπτεμβρίου, 2017
ΔΗΜΗΤΡΗΣ Ι. ΚΟΥΤΣΟΓΕΩΡΓΟΣ: Μια δόξα του Αλμυριώτικου στίβου έφυγε – έκδοση 9-9-2017
Της Χρυσούλας Κοντογεωργάκη – Τσαμανή
Η είδηση του θανάτου του Δημήτρη Κουτσογεώργου έφτασε κάπως καθυστερημένα στον Αλμυρό. Σ΄ αυτό πιθανόν συνετέλεσαν η πανηγυρική για όλη την περιοχή του Αλμυρού ημέρα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου αλλά και η «απομόνωση» του Κουτσογεώργου στην πατρική του γη, τον Πτελεό, τα τελευταία χρόνια.
Δεν ξέρω πόσοι από τους Αλμυριώτες γνωρίζουν και θυμούνται ποιος ήταν. Οι νεώτεροι Αλμυριώτες, ίσως ακόμη και τα νεώτερα μέλη της Διοίκησης του σύγχρονου Γ.Σ.Α, δεν έχουν ακούσει το όνομά του. Ο Δημήτρης Κουτσογεώργος ήταν από τους τελευταίους εναπομείναντες μεγάλους αθλητές της Χρυσής Εποχής του Γυμναστικού Συλλόγου Αλμυρού (Γ.Σ.Α.). Αλλά εδώ πρέπει να κάνω μια μικρή αναδρομή στην ένδοξη, μα μισοξεχασμένη κι αυτή σήμερα από τους πολλούς, ιστορία του Γ.Σ.Α.
Ο Γ.Σ.Α. πρωτοϊδρύθηκε το 1905 και επανασυστάθηκε επισήμως το 1929. Σύντομα αγκαλιάσθηκε από όλη την κοινωνία του Αλμυρού, στελεχώθηκε από δυνατούς αθλητές με μεράκι και πάθος για τον αθλητισμό και πλαισιώθηκε από ικανούς διοικητικούς παράγοντες. Με την συνεργασία όλων αυτών τελούσε κάθε χρόνο τα Κρόκια και κατάφερε να αναδειχθεί όχι μόνον το ισχυρότερο επαρχιακό αθλητικό σωματείο στην Ελλάδα, αλλά και το δεύτερο σημαντικότερο σε όλη την Ελλάδα, μετά τον Παναθηναϊκό. Τα Κρόκια ήταν σπουδαίοι αθλητικοί αγώνες στίβου πανελλήνιας εμβέλειας, στους οποίους συμμετείχαν σωματεία από όλη την Ελλάδα και την Κύπρο.
Μια πλειάδα μεγάλων αθλητών του Γ.Σ.Α. συμμετείχαν και αναδείχθηκαν τόσο στα Κρόκια όσο και στους Πανελλήνιους και Βαλκανικούς αγώνες, επιτυγχάνοντες πάμπολλες πρώτες νίκες, πολλά ρεκόρ, πανελλήνιες επιδόσεις και εξαιρετικές εμφανίσεις, όπως στους Βαλκανικούς αγώνες της Κωνσταντινούπολης το 1940, όπου οι 3 αδελφοί Ραγάζου, Θανάσης, Νίκος και Βαγγέλης, έκαναν νικηφόρες εμφανίσεις. Από τους πρώτους αθλητές που αναδείχθηκαν ήταν ο μαραθωνοδρόμος Θανάσης Ραγάζος, ο οποίος έγινε θρύλος στην περιοχή και προς τιμήν του διοργανώθηκαν οι αθλητικοί αγώνες «Ραγάζεια» και το όνομά του έχει, δικαίως, δοθεί στο Στάδιο Αλμυρού.
Με τον πόλεμο του 1940 αδράνησε ο σύλλογος αλλά το 1945 διεξήχθησαν πάλι οι αγώνες, στους οποίους, εκτός από τους παλαιούς αθλητές που επανήλθαν ακμαίοι, αναδείχθηκαν πολλοί νέοι εξ ίσου αξιόλογοι που συνέχιζαν την αθλητική παράδοση για πολλά χρόνια με τα Κρόκια και τη συμμετοχή τους σε άλλους Πανθεσσαλικούς και Πανελλήνιους αγώνες, όπως στα Παγασαία στο Βόλο, στα Κιτριλάκεια στα Τρίκαλα, στα Αβερώφεια στα Ιωάννινα.
Με τις άριστες επιδόσεις και νίκες του Γ.Σ.Α. ο κλασικός αθλητισμός διαδόθηκε ευρύτατα και επέτυχαν να ανεβάσουν σε υψηλή κλίμακα ολόκληρη τη Θεσσαλία, διαδραματίζοντας ταυτόχρονα σημαντικό ρόλο στην ανοικοδόμηση του ελληνικού αθλητισμού.
Πρέπει να τονισθεί πως οι τότε αθλητές γυμνάζονταν με ελάχιστα ή ανύπαρκτα οικονομικά μέσα, αφού κάποιοι δεν είχαν χρήματα ούτε παπούτσια αθλητικά για τους αγώνες να αγοράσουν, αλλά αγωνίζονταν με πάθος, με ενθουσιασμό και με αθλητικό ήθος. Είχαν μόνον την πολύπλευρη στήριξη και ενθάρρυνση του Γ.Σ.Α. και της κοινωνίας κι έτσι κατάφεραν να αποδείξουν πως ο αγνός αθλητισμός είναι τρόπος ζωής.
Αυτό πέρασε στη συνείδηση όλου του λαού της επαρχίας. Οι απλοί, αγράμματοι άνθρωποι, ταλαιπωρημένοι εργάτες της γης, λάτρεψαν τον αθλητισμό, αγκάλιασαν τους αθλητές με περισσή αγάπη, και σε κάθε αθλητική εκδήλωση άφηναν τις δουλειές τους και έτρεχαν στο στάδιο για να ενισχύσουν, να στηρίξουν ηθικά τους αθλητές και να πανηγυρίσουν μαζί τους ενθουσιωδώς κάθε επιτυχία τους.
Μέσα σ΄ αυτό το κλίμα, μ’ αυτά τα ιδανικά και τις αξίες του «ευ αγωνίζεσθαι» μεγαλούργησαν αθλητές-θρύλοι, όπως: Λάζος, Παπαδόπουλος, Κορδίστας, Βαλουξής, Μπουκουβάλας, αδελφοί Ραγάζου, Δημαρέλλος, Χρυσόπουλος, Καραντενίζης, Σιαμουρδάνης, Κεχαγιάς, Ζορμπάς, Ντάγκρας, Νεοχωρίτης, Κουτμάνης, Καρατάσιος και πολλοί άλλοι που ο χώρος για το συγκεκριμένο δημοσίευμα δεν επιτρέπει να επεκταθώ. Ίσως κάποια στιγμή χρειάζεται να γίνει ένα εκτενές αφιέρωμα σε όλους αυτούς τους μεγάλους και αφανείς αθλητές.
Μεταξύ αυτών εξέχουσα θέση κατείχε ο Δημήτρης Κουτσογεώργος, ο οποίος είχε γεννηθεί στον Πτελεό το 1933 και φοίτησε στο Γυμνάσιο του Αλμυρού.
Παιδί ακόμη, 14 ετών, παρουσίασε ένα σοβαρό πρόβλημα στα πόδια του και τον παρακολουθούσε ο Αλμυριώτης γιατρός Μητάκος, ο οποίος, εκτός της άλλης αγωγής, τον συμβούλευσε να γυμνάζεται καθημερινά, διαφορετικά κινδύνευαν τα πόδια του να παραλύσουν. Αυτός ήταν ο πρώτος λόγος που ξεκίνησε τον αθλητισμό και πήγαινε τακτικά στο γήπεδο, το οποίο τότε ήταν απλώς μια αλάνα. Εκεί ήλθε σε επαφή με το αθλητικό πνεύμα της εποχής, με τους μεγάλους αθλητές και άρχισε να γυμνάζεται συστηματικά, με όρεξη, με πάθος, με όνειρο και φιλοδοξία να φθάσει τους αθλητές εκείνους και να τους ξεπεράσει. Και το κατάφερε με πείσμα, με υπομονή και με τεράστια επιμονή και σκληρή προπόνηση, παρά τις δυσκολίες και τους πόνους που ένιωθε αρχικά στα πόδια του. Αυτό όμως ήταν και η γιατρειά του τελικά.
Έως το 1952, μόλις 19 ετών, ήταν πλέον ο πρωταθλητής του Συλλόγου στα άλματα, ύψος, μήκος, απλούν και τριπλούν, με ραγδαία εξέλιξη και εντυπωσιακές επιδόσεις. Συμμετείχε με πολλές πρώτες νίκες σε μεγάλες διοργανώσεις, όπως τα Κρόκια και τα Αργυροπούλεια στον Αλμυρό, τα Παγασαία στο Βόλο, τα Πελασγικά στη Λάρισα, τα Κιτριλάκεια στα Τρίκαλα, τα Αβερώφεια στα Ιωάννινα, τα Παλλαμιακά στη Λαμία.
Έγινε μέλος της Εθνικής Ομάδος Στίβου, έλαβε μέρος σε διεθνείς και βαλκανικούς αγώνες, πάντα διακρινόμενος. Τα ρεκόρ του ήταν 14,64 στο τριπλούν και 1,80 στο ύψος, σημαντικά μεγέθη της εποχής.
Για τις συνθήκες άθλησής του ο ίδιος έλεγε: «Γυμναζόμουν εμπειρικά, χωρίς κανένα μέσο και καμία υπεύθυνη καθοδήγηση. Δεν γνώριζα καμία τεχνική. Στους αγώνες πηδούσα με τη δύναμη και με την ψυχή, όχι με την τέχνη».
Το 1959 πήγε με μεταγραφή στον Ολυμπιακό Πειραιώς, όπου , με την σωστή προπόνηση παρουσίασε εντυπωσιακή βελτίωση. Όμως οι εξοντωτικές συνθήκες εργασίας και προπόνησης στην πόλη, τον ανάγκασαν να επιστρέψει στην πατρίδα του, όπου συνέχισε να αγωνίζεται σε πολύ καλή φόρμα, συμμετέχοντας έως και σε έξι αγωνίσματα σε μία διοργάνωση στο Βόλο. Σε αγώνες της Λαμίας επέτυχε τρείς πρώτες νίκες, στα άλματα εις ύψος, μήκος και τριπλούν.
Ταυτόχρονα αρθρογραφούσε σε εφημερίδες του Βόλου, στέλνοντας συχνά ανταποκρίσεις για αθλητικά και άλλα σημαντικά γεγονότα της επαρχίας μας.
Εκτός του αθλητισμού είχε μια καλή επαγγελματική σταδιοδρομία. Υπηρέτησε τη θητεία του στα ΛΟΚ και έγινε αρχηγός πτήσεων Αλεξιπτωτιστών. Έδωσε εξετάσεις στη Σχολή Αστυνομίας και πέρασε 3ος, όπως και στη Σχολή Χωροφυλακής Ρόδου και στη Σχολή Ενωμοταρχών. Διορίσθηκε στην Ασφάλεια Καβάλας, το 1964 παντρεύτηκε με την Πελαγία Δ. Κεχαγιά και μετατέθηκε στις Κρηνίδες. Το 1969 τοποθετήθηκε στην Ανωτέρα Διοίκηση Χωροφυλακής στη Λάρισα, το 1974 στο Βόλο, το 1977 στη Ζαγορά (όπου πρωτοσυναντηθήκαμε, εγώ διδάκουσα στο Λύκειο Ζαγοράς και αυτός άρτι μετατεθείς), και το 1979 στη Δ. Χ. Βόλου από όπου και αποστρατεύθηκε το 1982.
Παράλληλα με την υπηρεσία του τού άρεσε να ασχολείται με πολλά άλλα. Έμαθε σήματα Μόρς, πήρε άδεια ραδιο-ερασιτέχνη και ασυρματιστού, εφεύρε τον καταλύτη με νερό, πήρε δίπλωμα ευρεσιτεχνίας σε συναγερμό αυτοκινήτου, την οποία ζήτησε η Όπελ να αγοράσει αλλά δεν συμφώνησαν στην κατοχύρωση δικαιωμάτων.
Υπήρξε επίσης καλός οικογενειάρχης και εξαίρετος χαρακτήρας με ήθος και αρχές. Ο γιός του θυμάται έντονα ένα περιστατικό. Όταν ήταν μαθητής Δημοτικού κάνοντας βόλτα στην παραλία του Βόλου συνάντησαν τον δάσκαλό του, Ξυνό. Με έκπληξή του είδε τον πατέρα ν του να σκύβει συγκινημένος και να φιλά το χέρι του υπερήλικα πλέον δασκάλου του.
Έζησε με τη σύζυγο και τον γιό του Γιάννη στο Βόλο ως το 2000 και μετά επέστρεψε στην πατρώα γη, τον Πτελεό, τον οποίο υπεραγαπούσε και όπου έζησε ως το τέλος της ζωής του, υποκύψας μετά από επιπλοκή από ισχαιμικό επεισόδιο στις 15 Αυγούστου.
Το μνημόσυνό του θα τελεσθεί την Κυριακή, στις 24 Σεπτεμβρίου.
Οφειλή όλων των φίλων του, των φίλων του κλασσικού αθλητισμού και του Γ.Σ.Α. να παρευρεθούμε, όχι μόνο για να τιμήσουμε τη μνήμη του αλλά και για να δείξουμε πως δεν ξεχνούμε όσους έχουν προσφέρει στον τόπο μας.
Ας είναι αιωνία η μνήμη του.
Οι πληροφορίες είναι από διάφορα δημοσιεύματα τοπικού τύπου, από τη σύζυγό του Πελαγία, τον γιό του Γιάννη, (ευχαριστώ και τους δύο για το υλικό και τις πληροφορίες που μου εμπιστεύθηκαν), αλλά και από προσωπικές συζητήσεις μαζί του.
Οι φωτογραφίες από το αρχείο του ιδίου, της οικογενείας του και το προσωπικό μου.