- 17 Ιουλίου, 2017
Ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και πράσινη οικονομία – άρθρο του Ε. Ζιγγιρίδη – Έκδοση 15-7-2017
ΕΥΘΥΜΙΟΣ ΖΙΓΓΙΡΙΔΗΣ ΒΕng MSc MILT AMIEE
Σύμβουλος Επενδύσεων
Η μετάβαση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας μπορεί να προσφέρει πολλά στους ανθρώπους στις βιομηχανικές χώρες. Για παράδειγμα, ενώ η κρίση χρέους της Ελλάδας έχει λάβει παγκόσμια προσοχή, λίγοι γνωρίζουν ότι η ενεργειακή φτώχεια είναι ένα από τα πιο δραματικά συμπτώματα της ελληνικής ύφεσης: έξι από τα 10 νοικοκυριά αγωνίζονται να πληρώσουν τους λογαριασμούς ενέργειας.
Ακόμη χειρότερα, μέσω των λογαριασμών ηλεκτρικού ρεύματος, οι Έλληνες καταναλωτές πληρώνουν περίπου 800 εκατομμύρια ευρώ ετησίως για να επιδοτήσουν τις εισαγωγές πετρελαίου που παρέχουν ενέργεια στα πολλά νησιά της χώρας. Αυτό ισοδυναμεί με τις περικοπές των συντάξεων που αναγκάστηκαν πρόσφατα από τους πιστωτές της Ελλάδας. Αυτές οι εισαγωγές πετρελαίου είναι επίσης περιττές. Η ηλιακή ενέργεια θα μπορούσε να τροφοδοτήσει τα Ελληνικά νησιά πολύ καλά. Πράγματι, η βραχύχρονη «φωτοβολταϊκή άνοιξη» της Ελλάδας για το 2009-2013 έδωσε μια ματιά στο ηλιακό δυναμικό της χώρας. Μέσα σε πέντε χρόνια, η εγκατεστημένη ηλιακή ισχύς αυξήθηκε από 47 σε περισσότερα από 2.500 megawatts. Συνολικά, επενδύθηκαν 4,5 δισ. Ευρώ στον εκσυγχρονισμό του τομέα της ενέργειας και δημιούργησαν περίπου 50.000 θέσεις εργασίας. Συνολικά, επωφελήθηκαν περίπου 100.000 ελληνικές οικογένειες. Η εκστρατεία “Solarize Greece” της Greenpeace Ελλάδας στοχεύει στην αξιοποίηση αυτής της επιτυχίας, η οποία υπονομεύθηκε από την λιτότητα.
Οι ανανεώσιµες πηγές ενέργειας στην Ελλάδα µπορούν να καλύψουν το 87% της ηλεκτροπαραγωγής έως το 2050. Τα τελευταία χρόνια τα ορυκτά καύσιµα καλύπτουν περισσότερο από το 85% της ηλεκτροπαραγωγής στην Ελλάδα, µε το ρυπογόνο λιγνίτη να καταλαµβάνει τη µερίδα του λέοντος. Στον αντίποδα, οι ανανεώσιµες πηγές ενέργειας παραµένουν στο περιθώριο και µόνο η αιολική ενέργεια και η ενέργεια από φωτοβολταικά έχει σηµειώσει µικρή πρόοδο. Για να συµβάλλουµε ως χώρα στον αγώνα για την καταπολέµηση των κλιµατικών αλλαγών, η Ελλάδα θα πρέπει να αναλάβει φιλόδοξους στόχους για την ανάπτυξη των ΑΠΕ έως το 2030. Σύμφωνα με μελέτες οι ΑΠΕ µπορούν να καλύπτουν τις µισές ανάγκες µας σε ηλεκτρισµό µέχρι τότε! Το µόνο που λείπει είναι ένα τολµηρό σχέδιο δράσης, που θα έχει ως στόχο την επιθετική ανάπτυξη των ΑΠΕ και τον περιορισµό της χρήσης άνθρακα και πετρελαίου
Τα έργα ΑΠΕ συντελούν αποφασιστικά στην προστασία του περιβάλλοντος μιας περιοχής, αφού περιορίζουν σε σημαντικό βαθμό τις εκπομπές επιβλαβών για την υγεία ρυπαντικών ουσιών, που προκαλούνται από την καύση ορυκτών καυσίμων (άνθρακα, πετρελαίου, αερίου). Αν υποθέσουμε ότι κατασκευάζονται και λειτουργούν αιολικά πάρκα 50 MW στη Ελλάδα, το αποτέλεσμα θα είναι η αποτροπή έκλυσης στην ατμόσφαιρα περίπου 2.300 τόνων το χρόνο διοξειδίου του θείου, 180 τόνων το χρόνο οξειδίων του αζώτου, 120 τόνων το χρόνο αιωρούμενων σωματιδίων και 128.000 τόνων το χρόνο διοξειδίου του άνθρακα (αερίου που είναι υπεύθυνο για το φαινόμενο του θερμοκηπίου).
Υπενθυμίζεται ότι το φαινόμενο του θερμοκηπίου θεωρείται πια, σε παγκόσμιο αλλά και σε τοπικό επίπεδο, υπεύθυνο – σε πολύ μεγάλο βαθμό – για τις υπερβολικά αυξημένες θερμοκρασίες, ιδιαίτερα το καλοκαίρι, για την αυξημένη ξηρασία (μείωση της στάθμης των υδροφόρων οριζόντων και των επιφανειακών νερών), αλλά και για την αύξηση της έντασης καιρικών φαινομένων, όπως οι ξαφνικές και καταστρεπτικές πλημμύρες, κ.α. όπως αναφερεται σε μελέτη του Συνδέσμου Ηλεκροπαραγωγών από ΑΠΕ. Έγκυρες μελέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης έδειξαν ότι μία σημαντική υποκατάσταση των συμβατικών καυσίμων με ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, και κυρίως με αιολικά πάρκα που βρίσκονται ήδη στο στάδιο σχεδιασμού ή υλοποίησης, θα μπορούσε να συμβάλει στη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα στην ηλεκτροπαραγωγή τουλάχιστον κατά 11%, και επομένως να περιορίσει αντίστοιχα και τις δυσμενείς επιπτώσεις από το φαινόμενο του θερμοκηπίου.
Αντισταθμιστικά και οικονομικά οφέλη στην κοινωνία
Η κατασκευή έργων ΑΠΕ σε μία περιοχή συνοδεύεται από την παράλληλη υλοποίηση σειράς αντισταθμιστικών οφελών, πέραν των άμεσων και μετρήσιμων οικονομικών εισροών και των δημιουργούμενων θέσεων απασχόλησης. Έτσι :
– Κατασκευάζονται ή / και βελτιώνονται, χωρίς κόστος για τους δημότες, σημαντικά έργα υποδομής στην ευρύτερη περιοχή (οδικό δίκτυο, τηλεπικοινωνίες, ηλεκτρικό δίκτυο).
– Κατασκευάζονται, ως αντισταθμιστικά οφέλη (χωρίς κόστος) για τους τοπικούς Δήμους, διάφορα κοινωφελή έργα, όπως κοινοτικοί δρόμοι, σχολεία, παιδικοί σταθμοί κ.α., ενώ προσφέρονται από τους επενδυτές και ανάλογες χορηγίες.
– Προωθούνται νέες, εναλλακτικές και ιδιαίτερα κερδοφόρες μορφές τουρισμού στην περιοχή, όπως π.χ. ο οικοτουρισμός (επισκέψεις σε εγκαταστάσεις οικολογικών μορφών ενέργειας, όπως είναι τα αιολικά πάρκα).
Η λειτουργία έργων ΑΠΕ προσφέρει ένα μόνιμο και σημαντικό ετήσιο έσοδο στους τοπικούς Δήμους (2% επί του τζίρου τους), αλλά και στην τοπική οικονομία γενικότερα. Έτσι
Από τό το συνολικό κόστος ενός αιολικού πάρκου για παράδειγμα το 15-20% δαπανάται τοπικά, σε εργολαβίες, προμήθειες, μισθούς στη φάση κατασκευής, κλπ.
Επιπλέον , για τις ανάγκες λειτουργίας των αιολικών πάρκων, ετησίως το 30-50% αφορά τοπικές δαπάνες (μισθούς τοπικού μόνιμου προσωπικού, τοπικές εργολαβίες συντήρησης και επισκευών)
Η συμβολή των έργων ΑΠΕ στην απασχόληση, τόσο την τοπική όσο και αυτήν σε εθνικό επίπεδο, γίνεται πραγματικά εντυπωσιακή εάν συμπεριληφθούν οι προοπτικές εγχώριας κατασκευής / συναρμολόγησης μεγάλων τμημάτων του ηλεκτρομηχανολογικού εξοπλισμού των έργων αυτών, όπως είναι οι πυλώνες των ανεμογεννητριών, οι μετασχηματιστές, κ.α.
Με δεδοµένη την απειλή της κλιµατικής αλλαγής η στροφή προς την λεγόµενη πράσινη οικονοµία φαντάζει τόσο υποχρεωτική όσο και µονόδροµος. Η Πράσινη Οικονοµία δεν συνδέεται µόνο µε την τεχνολογική µετατροπή της παραγωγής, τον τεχνολογικό µετασχηµατισµό της παραγωγικής διαδικασίας «σε πιο φιλική» για το περιβάλλον και µε την εκµετάλλευση των αειφορικών κοιτασµάτων ενέργειας ή την αειφορική απλώς διαχείριση. Συνδέεται χαρακτηριστικά µε την πλήρη αναδιάρθρωση της οικονοµίας. Η αισιόδοξη αυτή προοπτική εκτός από το ενεργειακά και περιβαλλοντικά προβλήµατα αναµένεται να δώσει µεγάλη ώθηση στην οικονοµία και να εξασφαλίσει πολλές νέες θέσεις εργασίας.