- 26 Ιανουαρίου, 2016
Πρόταση για την ενίσχυση εργασιακών συνεταιρισμών για την καλλιέργεια και συγκομιδή της ελιάς του Χρήστου Καραζούπη, οικονομολόγου
Η καλλιέργεια και η συγκομιδή της ελιάς έχει υποβαθμιστεί εδώ και χρόνια στη χώρα μας, ως ένα προϊόν εντάσεως εργασίας που δεν μπορούσε να δώσει υψηλά μεροκάματα. Παρά το γεγονός ότι το ελαιόλαδο αναγνωρίζεται πλέον ως κορωνίδα της μεσογειακής διατροφής και νέες αγορές ανοίγουν (Ρωσία, Κίνα) και ταυτοχρόνως, νέα παράγωγα προϊόντα προκύπτουν, η οργάνωση και οι πολιτικές ανάπτυξης των ελαιοκαλλιεργειών δεν έχουν εκσυγχρονιστεί, με συνέπεια πολλές οικογενειακές εκμεταλλεύσεις να παραμένουν αναξιοποίητες. Μια σχετική αναστροφή στη φθίνουσα πορεία της συγκομιδής παρατηρήθηκε με την έλευση των Αλβανών κυρίως μεταναστών οι οποίοι με τον καιρό όπως έρχεται η δεύτερη γενιά, εγκαταλείπουν και αυτοί την παραγωγή.
Ωστόσο η οικονομική κρίση προκαλεί νέο ενδιαφέρον για συμπλήρωση του οικογενειακού εισοδήματος αλλά και αυτό από μόνο του δεν είναι ικανή συνθήκη αναζωογόνησης της ελαιοκαλλιέργειας. Είναι φανερό ότι, για ένα τόσο σπουδαίο προϊόν με αυξανόμενη ζήτηση και αξία, χρειάζεται ένα νέο μοντέλο οργάνωσης παραγωγής, επεξεργασίας και εμπορίας των προϊόντων της. Το συνεργατικό μοντέλο είναι μια δοκιμασμένη και αποτελεσματική πρακτική σε όλες τις μεσογειακές χώρες (Ιταλία, Ισπανία). Οι λόγοι αποτυχίας του μοντέλου αυτού στη χώρα μας δεν χρειάζεται να αναλυθούν εδώ.
Οι νέοι ολιγομελείς εργασιακοί – παραγωγικοί συνεταιρισμοί του ν. 4019/11 για την κοινωνική οικονομία διαθέτουν την απαραίτητη ευελιξία και προσαρμογή, ώστε να είναι οργανωτικά αποτελεσματικοί για την εκμετάλλευση μικρών κλήρων (κυρίαρχο χαρακτηριστικό του ελληνικού χώρου) που πολλοί εξ αυτών είναι αναξιοποίητοι λόγω της γήρανσης και μείωσης του αγροτικού πληθυσμού. Στους εργασιακούς συνεταιρισμούς δεν είναι απαραίτητο τα μέλη τους να είναι ιδιοκτήτες. Μπορούν να μισθώνουν δωρεάν ή με συμβολικό μίσθωμα δημόσιες γαίες και εκκλησιαστικά κτήματα ή και από μικροϊδιοκτήτες γης που επιθυμούν κάποιος να φροντίζει το κτήμα τους. Το μίσθωμα από τους συνεταιρισμούς μπορεί να είναι και σε είδος προς τους ιδιοκτήτες γης. Επίσης οι εργασιακοί συνεταιρισμοί μπορούν να αξιοποιούν εποχικά εργατικά χέρια με αντίτιμο πάλι σε είδος, όπως παραδοσιακά συνηθίζεται στη χώρα. Μπορούν στη συγκομιδή επίσης να εργαστούν εποχικά νέοι και γενικώς άνεργοι από τα αστικά κέντρα που επιθυμούν να εξοικονομήσουν το λάδι τους με προσωπική εργασία. Μπορεί να βρεθεί τρόπος να φιλοξενούνται οι εποχικά εργαζόμενοι στην συγκομιδή, σε δομές που παραμένουν αναξιοποίητες όπως μικρά ξενοδοχεία – ξενώνες σε τουριστικές περιοχές τους μήνες από Οκτ. ως Φεβρ. (εποχή συγκομιδής).
Οι συνεταιρισμοί μπορούν να παράγουν ελαιόλαδο και να το διαθέτουν ως εξής:
– Σε κοινωνικές δομές αλληλεγγύης που λειτουργούν στις πόλεις.
– Σε δίκτυα καταναλωτών – συνεταιριστών από τις πόλεις.
– Σε αγορές παραγωγών.
Με δεδομένο το γεγονός ότι το 80% της παραγωγής ελαιόλαδου εξάγεται χύμα (με βυτιοφόρα) συνήθως προς Ιταλία , σε πολύ χαμηλές τιμές, όπου συσκευάζεται και πωλείται σε τιμές αρώματος, οι συνεταιρισμοί πρέπει να αναλάβουν οι ίδιοι την καλλιέργεια, συγκομιδή, συσκευασία και εμπορία της ελιάς και των παραγώγων αυτής και σίγουρα θα υπάρχει γεωμετρική αύξηση των εσόδων τους.
Όταν δαπανώνται εκατοντάδες εκατομμύρια σε κάθε προγραμματική περίοδο για κοινωφελή εργασία στο κράτος και στους δήμους με πενιχρά αποτελέσματα, θα ήταν πολύ κοινωνικά και οικονομικά δίκαιο και επωφελές να επιδοτηθεί η κοινωφελής εργασία στη φροντίδα και στο μάζεμα της ελιάς και να δοθεί η ώθηση σε ένα προϊόν που μπορεί να αποδειχθεί χρυσός στην ενίσχυση της απασχόλησης και στην ενδυνάμωση της πραγματικής οικονομίας. Η θεσμική αυτή οργανωτική κοινωνική καινοτομία μπορεί να αποτελέσει το κλειδί επανεκτίμησης του θησαυρού της ελληνικής γης και να προκαλέσει ένα κύμα αγροτουρισμού προς τη χώρα μας. Ο πολιτισμός της ελιάς άλλωστε που είναι ο πολιτισμός της ειρήνης, της ορθής υγιεινής διατροφής και της βιώσιμης διαχείρισης των φυσικών πόρων, μπορεί να αποτελέσει σημείο αναφοράς για όλο τον κόσμο. Καθήκον της τοπικής αυτοδιοίκησης και της πολιτείας είναι να βαθύνουν σε αυτή την κοινωνική καινοτομία, να σχεδιάσουν χρηματοδοτικά εργαλεία, να συνεργαστούν με τους νέους εργασιακούς συνεταιρισμούς και την τοπική αυτοδιοίκηση και να προωθήσουν την γενική προσπάθεια.
Η κλασσική οικονομική αντίληψη θεωρεί την τεχνολογική καινοτομία ως βασικό αναπτυξιακό παράγοντα. Δεν καθορίζει όμως μόνο αυτή την ανάπτυξη της πραγματικής οικονομίας. Οι οργανωτικές – θεσμικές – κοινωνικές καινοτομίες που ενισχύουν κλάδους εντάσεως εργασίας όπως η ελαιοκαλλιέργεια, προσφέρουν ισχυρά συγκριτικά πλεονεκτήματα, γιατί το πρώτιστο ζητούμενο της χώρας μας δεν είναι απλώς η οικονομική μεγέθυνση, αλλά και η ταυτόχρονη εξασφάλιση της εργασίας ως συντελεστή στη διεύρυνση της κατανάλωσης και την ανατροφοδότησης της οικονομίας.
Η νέα θεσμική προσέγγιση στο «ιερό δέντρο της ελιάς», είναι μια πρόταση αναζωογόνησης της ελληνικής υπαίθρου και ένας νέος δρόμος για τον υλικό και τον πνευματικό πολιτισμό. Τα δίκτυα της κοινωνίας των πολιτών και της κοινωνικής οικονομίας μπορούν να συμβάλλουν στην ενεργοποίηση των τοπικών κοινωνιών προς μια τέτοια κατεύθυνση.
*Η πρόταση αυτή κατατέθηκε στα Υπουργεία Αγροτικής Ανάπτυξης και Εργασίας από την ΠΕΣΚΟ (Πανελλήνια Ένωσης Συμπράξεων Κοινωνικής Οικονομίας) και αποτελεί θεματική εισήγηση της, για το 1ο Πανελλήνιο Συνέδριο Κοινωνικής Οικονομίας, το οποίο θα γίνει τον Απρίλιο του 2016, με διοργανωτές την ΠΕΣΚΟ και το Πανελλήνιο Παρατηρητήριο των Οργανώσεων της Κοινωνίας των Πολιτών.