- 16 Μαρτίου, 2015
Γιώργου Τσιντσίνη: Εγώ, η «Ομάδα» κι ένας …νταής
Η πρώτη εφημερίδα που έπεσε στα χέρια μου, όταν ήμουν ακόμη παιδάκι τρίτης Δημοτικού, ήταν η «Ομάδα». Την αγόραζε ένας πολύ μεγαλύτερος γείτονάς μου και μακρινός μου θείος κι εγώ έσπευδα να τη δανειστώ, όχι κάθε Τρίτη που κυκλοφορούσε, αλλά μια απ’ τις επόμενες μέρες, που ο Γιάννης (γυμνασιόπαιδο τότε) την είχε ήδη διαβασμένη.
Θυμάμαι ότι το σχήμα της «Ομάδας» ήταν ασυνήθιστο (ήταν η πρώτη Ελληνική ταμπλόιντ) και την καμάρωνα πολυσέλιδη, έγχρωμη, με πολλά ρεπορτάζ και συνεντεύξεις μεγάλων ποδοσφαιριστών, γραφήματα που απεικόνιζαν τις φάσεις των γκολ κάθε αγώνα, βαθμολογίες, κους – κους κ.ο.κ. Όλη η εφημερίδα ήταν για μένα ένας θαυμαστός αθλητικός κόσμος και τη «ρουφούσα» κυριολεκτικά.
Ώσπου ξαφνικά ντρεπόμουν να δανείζομαι την «Ομάδα», αλλά και δεν ήθελα να περιμένω, να διαβάζω τα αθλητικά της νέα μπαγιάτικα, οπότε αποφάσισα να την αγοράζω, κόβοντας από το καθημερινό χαρτζιλίκι το κουλούρι μου.
Ίσως αυτή η πρόωρη έλξη να ήταν προφητική, αφού κατόπιν όλη μου τη ζωή την έφαγα μέσα σε …εφημερίδες.
Ίσως πάλι γιατί ήταν φρέσκια τότε (1961-62) η άνοδος της Νίκης στην Α’ Εθνική, όλο το περιβάλλον της οικογένειας ασχολιόταν πολύ με το ποδόσφαιρο κι ο πατέρας μου άρχισε να παίρνει κι έμένα μαζί του στην «Κλούβα».
Περίμενα λοιπόν πώς και πώς, να σχολάσω Τρίτη μεσημέρι από το Σχολείο και να πάω κατευθείαν στο περίπτερο, που ήταν ακριβώς απ’ έξω, ν’ αγοράσω την «Ομάδα» και να τη βάλω (διπλωμένη προσεχτικά) μέσα στη τσάντα μου, περήφανος που κουβαλούσα αυτό το μικρό «θησαυρό», αγορασμένο με μια μικρή καθημερινή θυσία, το κουλούρι.
Μια Τρίτη όμως, πριν προλάβω να κρύψω την εφημερίδα, σταμάτησε μπροστά μου, βλοσυρός και απειλητικός, ο Καπ., ένας μαθητής της έκτης και μου έφραξε το δρόμο.
-Για ποιον είναι η εφημερίδα; με ρώτησε αυστηρά. Για τον πατέρα σου;
-Όχι, απάντησα φοβισμένος. Για μένα.
-Για σέναααα; Είσαι πολύ μικρός ακόμη για να διαβάζεις εφημερίδες. Φέρ’ την εδώ.
Και με μια αστραπιαία κίνηση άρπαξε την «Ομάδα» από τα χέρια μου, μ’ έσπρωξε πίσω και το έβαλε στα πόδια.
Αισθάνθηκα μεμιάς να χάνω τον κόσμο γύρω μου. Σαν σε όνειρο άκουγα τη φωνή του περιπτερά, που είδε το σκηνικό, αλλά δεν μπόρεσε να κάνει κάτι παραπάνω, από το να βρίζει τον νταή της έκτης.
Σ’ όλο το δρόμο για το σπίτι έκλαψα αρκετά και μετά καμώθηκα πως δεν συμβαίνει τίποτα, για να μην καταλάβουν οι γονείς μου κι έχουμε φασαρίες. Στο σχολείο απέφευγα τον Καπ. και φρόντιζα, όταν τις Τρίτες αγόραζα την εφημερίδα, να μην είναι κάπου κοντά στο πεζοδρόμιο, δίπλα στο περίπτερο.
Ο φόβος τις Τρίτες κρατούσε μέχρι να φτάσω ασφαλής στο σπίτι.
Πέρασαν περίπου 30 χρόνια από εκείνο το βίαιο σκηνικό και ξαφνικά μια μέρα μπαίνει στο γραφείο μου, κουστουμαρισμένος, χαμογελαστός και ανυποψίαστος ο κύριος Καπ., «φορώντας» κι ένα υποκριτικό χαμογελάκι.
Μου συστήνεται ως υπάλληλος του ασφαλιστικού μου φορέα, που ήρθε στο γραφείο για έλεγχο, σπεύδει να μου δηλώσει ότι είναι φίλος του αδερφού μου, ότι «διαβάζει τα άρθρα μου, θαυμάζει την πένα μου» κι άλλες τέτοιες παρλαπίπες.
Κρατάω την ψυχραιμία μου και κάποια στιγμή τον διακόπτω, λέγοντάς του, ότι «από παιδί σας θυμάμαι πολύ καλά, κύριε Καπ…». Κατόπιν του περιγράφω εκείνο το βίαιο σκηνικό και όλος έκπληξη (τάχα ή όχι) δηλώνει πως δεν θυμάται τίποτε. Ώσπου κάνει το ..μοιραίο λάθος να πει:
-Ε, και τι έγινε, μωρέ; Μικρά παιδιά ήμασταν κι εγώ μεγαλύτερος. Χρειαζόμουν πιο πολύ από σένα την εφημερίδα.
Ήταν η στιγμή που η ψυχραιμία μου …απωλέσθη οριστικά.
Θυμήθηκα και εκστόμισα ξαφνικά όλες τις βρισιές του αθυρόστομου Σμυρνιού παππού μου και ο έκπληκτος (και βουβός πια) κύριος Καπ., έφυγε από τις σκάλες με σπρωξιές και την τελική εντολή «πες στο προϊστάμενό σου, να μη μου ξαναστείλει καθίκι σαν κι εσένα για έλεγχο».
Πολύ αργότερα έμαθα, ότι ο κύριος Καπ., (που κάποτε έκλεψε μια ξένη εφημερίδα, από ένα μικρότερο παιδί) αποπέμφθηκε κακήν – κακώς απ’ την Υπηρεσία του, γιατί είχε εμπλακεί σε ατασθαλίες και «λαδιές».
Δεν μπορώ να πω ότι δεν το …χάρηκα.