- 5 Οκτωβρίου, 2014
Αξέχαστα καλοκαίρια δίπλα στο κύμα, στην παραλία του Αη-Γιάννη
Δέσποινα Κοτζιαπαναγιώτου
Πριν από αρκετές δεκαετίες, τότε που ολόκληρη η περιοχή μας παρουσίαζε μια εντελώς διαφορετική εικόνα, τότε που οι άνθρωποι δεν ήταν ακόμη συνηθισμένοι στην έννοια των θερινών διακοπών, με τον τρόπο που την αντιλαμβανόμαστε σήμερα, ένα μικρό «χωριό» στηνόταν κάθε χρόνο τους καλοκαιρινούς μήνες στην παραλία της Ευξεινούπολης, τον Αη-Γιάννη.
Μέρες χαλάρωσης ξημέρωναν για τους μεγάλους και ξεγνοιασιάς για τους μικρούς, που τις περίμεναν με λαχτάρα, προκειμένου να συναντήσουν και πάλι τους φίλους που αποχαιρετούσαν στο τέλος του καλοκαιριού, για να χορτάσουν μαζί τη θάλασσα με τα αμέτρητα παιχνίδια και τις χαρές της.
Εικόνες που έχουν χαραχτεί ανεξίτηλα στη μνήμη πολλών από μας, είτε γιατί τις είδαμε με τα μάτια μας, είτε μέσα από φωτογραφίες, είτε γιατί κάποιοι μας τις μετέφεραν, ζωντανεύουν μέσα από τις διηγήσεις δύο γυναικών, οι οποίες πέρασαν πολλά-πολλά καλοκαίρια στις καλύβες, μπροστά στο κύμα του Αη-Γιάννη:
Ελένη Αλεξάνδρου: «Από το καλοκαίρι του 1960 αρχίσαμε να παραθερίζουμε οικογενειακώς στην παραλία του Αη-Γιάννη, όπου πηγαίναμε από κει και μετά κάθε χρόνο και φτιάχναμε καλύβα, πότε με κλαδιά από πλατάνια, πότε με καλάμια, αργότερα με ξύλα ή νοβοπάν, ό,τι ήταν πιο εύκολο, μέχρι που κάποτε αποκτήσαμε ένα τροχόσπιτο.
Από το τέλος Μαΐου ή τις αρχές Ιουνίου, στηνόταν εκεί ένα ολόκληρο χωριό. Κάποια χρονιά μετρήσαμε 100 καλύβες και κάποια άλλη 105. Όλη σχεδόν η Ευξεινούπολη αλλά και ορισμένοι κάτοικοι του Αλμυρού έτρεχαν από νωρίς για να πιάσουν ένα καλό μέρος, όσο γινόταν πιο κοντά στη βρύση, ενώ αρκετοί φρόντιζαν να κρατούν τις διπλανές θέσεις για τους φίλους τους. Μέχρι τις 15 Αυγούστου η μικρή αυτή κοινωνία έσφυζε από ζωή, όμως γύρω στις 20 του μηνός δεν υπήρχε κανένας πια σχεδόν εκεί, και ειδικά όταν άρχιζε το παζάρι εξαφανίζονταν και οι τελευταίοι.
Η ζωή κατά τη διάρκεια του παραθερισμού ήταν αλλιώτικη, απλή και ξένοιαστη, χωρίς τις πολλές καθημερινές δουλειές που απαιτούσαν τα σπίτια και οι αυλές στο χωριό. Νερό για να πλύνουμε και για να κάνουμε μπάνιο κουβαλούσαμε μέσα σε μπιτόνια από τη βρύση, που αρχικά ήταν μια σωλήνα στο χώμα, ενώ αργότερα τοποθετήθηκε εκεί μια τουλούμπα. Όταν κάποτε αυτή στέρεψε, χτύπησαν καινούργια φλέβα με αρτεσιανό.
Τα γενέθλια της κόρης μου Λαμπρινής, ήταν στις 22 Ιουλίου, μέσα στην καρδιά του καλοκαιριού, και τα γιορτάζαμε πάντα στην παραλία. Όλα τα παιδιά μαζεύονταν έξω από την καλύβα μας, όπου χόρευαν και διασκέδαζαν με τις ώρες.
Η κόρη μου κάθε πρωί που ξυπνούσε, τέντωνε τα χέρια της μπροστά όπως οι υπνοβάτες, έπαιρνε φόρα και έμπαινε τρέχοντας στη θάλασσα, απ’ όπου έβγαινε κατά τις δέκα για να πιει το γάλα της. Ύστερα πήγαινε πάλι στη θάλασσα και ξαναέβγαινε πια στις δύο το μεσημέρι για να φάει, να ξεκουραστεί λίγο, και να περάσει όλο το απόγευμα πάλι στη θάλασσα.
Τα βράδια μαζευόμασταν παρέες, ανάβαμε φωτιές στην άμμο, ψήναμε και τρώγαμε όλοι μαζί, και δεν αργούσαμε να στήσουμε το γλέντι, ανάλογα με τη διάθεση.
Τα ξημερώματα έρχονταν οι ψαράδες, που είχαν μπει από βραδύς στη θάλασσα, για να ξεψαρώσουν. Έπαιρναν νερό από τη βρύση, έβγαζαν τα ψάρια από τα δίχτυα και ξεπουλούσαν εκεί επί τόπου συνήθως, οπότε δεν χρειαζόταν να πάνε στα γύρω χωριά για να τα πουλήσουν. Όσοι αγαπούσαν το φρέσκο ψάρι μπορούσαν να το έχουν κάθε μέρα, καθώς ήταν αρκετοί και οι ερασιτέχνες ψαράδες με δικές τους βάρκες, που ψάρευαν κάθε βράδυ και μοιράζονταν μεταξύ τους τα ψάρια ή τα χάριζαν σε άλλους φίλους.
Κάποια χρονιά ο «θερινός» γείτονας Δημήτρης Ματρακίδης, είχε κερδίσει το λαχείο και έκανε το τραπέζι σχεδόν σε όλους όσους παραθερίζαμε εκεί στη θάλασσα.
Μια μέρα ο γιος μου μαζί με έναν από τους γείτονες, ψάρεψαν ένα σκυλόψαρο μικρό όσο ένας κέφαλος. Και μια άλλη φορά θυμάμαι που μαζευτήκαμε όλοι μπροστά στο κύμα και βλέπαμε ένα δελφίνι που βρέθηκε σ’ εκείνα τα μέρη, να κάνει τις βόλτες του και τα παιχνίδια του.
Τα απογεύματα πηγαίναμε στην ταβέρνα του Μπάρδα, που ήταν σε μικρή απόσταση από την παραλία, για να πιούμε αναψυκτικό, και τα βράδια του Σαββάτου και της Κυριακής απαραιτήτως, γιατί έφερνε ορχήστρα και γινόταν χαμός από κόσμο. Δεν έφταναν τα τραπέζια και γέμιζε ο δρόμος από τελάρα που τα έφτιαχναν αυτοσχέδια τραπεζοκαθίσματα για να καθίσει ο κόσμος, που κατέφτανε από όλες τις γύρω περιοχές.
Τα χωράφια της περιοχής «Τσιγκέλι», όπου αρκετοί διατηρούσαν και μπαξέδες με ζαρζαβατικά, δεν χρειάζονταν πότισμα, γιατί το μέρος είχε νερό, καθώς παλιότερα η περιοχή ήταν βάλτος που τον είχαν αποξηράνει με διώρυγες. Όπου κι αν έσκαβες, έβρισκες νερό. Πριν από τις διώρυγες, τα μποστάνια που είχαμε μας έδιναν μεγάλα πεπόνια και καρπούζια μέχρι 15-20 κιλά. Ήταν τόσο μεγάλα, θυμάμαι, που δεν μπορούσες να τ’ αγκαλιάσεις. Αργότερα, σκάβαμε σε μικρό βάθος και ποτίζαμε τα μποστάνια με το νερό αυτό.
Όλα αυτά τα δέντρα που είναι στην άκρη της θάλασσας, φυτεύτηκαν με πρωτοβουλία του τότε Προέδρου της Κοινότητας Ευξεινούπολης, Δημητρίου Εσερίδη. Η αλήθεια είναι ότι τότε τα κοροϊδεύαμε, καθώς ήταν κάτι ξεροί κορμοί. Ποιος να πιστέψει ότι θα γίνονταν δέντρα μεγάλα και θα ήταν τόσο ωραία;
Όταν έγινε ο σεισμός του 1980 εμείς βρισκόμασταν στη θάλασσα. Στην αρχή δεν το πήραμε και πολύ στα σοβαρά, καθώς κανένας δεν μπορούσε να φανταστεί τι είχε συμβεί. Αργότερα, κάποιοι παραθεριστές που ανέβηκαν στον Αλμυρό και τα χωριά και είδαν την καταστροφή, γύρισαν και μας είπαν: «έπεσε όλος ο Αλμυρός». Τότε η παραλία άδειασε, αφού φύγαμε όλοι τρομοκρατημένοι για να δούμε τι μας περίμενε.
Ο δρόμος που πήγαινε δεξιά προς το ρέμα είχε σκάσει από το σεισμό και μύριζε πολύ έντονα θειάφι. Τότε δεν υπήρχε η σημερινή άσφαλτος αλλά ένας χωματόδρομος που έστριβε δεξιά στο παλιό εκκλησάκι της Ανάληψης, και περνούσε από τη «Μαυρονέρα», μια πηγή όπου ανάβλυζε νερό, για να φτάσει μέχρι τη θάλασσα. Ο δρόμος αυτός είχε ανοίξει αρκετά, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να περάσουν τα αυτοκίνητα, που αναγκάζονταν να κάνουν μια μικρή παράκαμψη.
Στο σημείο που βρίσκεται το σημερινό εξωκλήσι της Ανάληψης, το μέρος ήταν γεμάτο μουριές, πλατάνια και λεύκες. Εκεί μαζεύονταν ολόκληρες οικογένειες αλλά και παρέες νέων, συνήθως από την Ευξεινούπολη, που κατέβαιναν με τα κάρα τα Σαββατοκύριακα για να βρουν δροσιά. Οι περισσότεροι από αυτούς διανυκτέρευαν στη θάλασσα, και την άλλη μέρα ανέβαιναν στο όμορφο αυτό μέρος, όπου άναβαν φωτιές, μαγείρευαν ο καθένας στην κατσαρόλα του ότι διέθετε, έτρωγαν το μεσημέρι κάτω από τη σκιά των δέντρων, κι ύστερα έστηναν πολύωρο γλέντι, κάποιες φορές και με γραμμόφωνα, για να επιστρέψουν το βράδυ της Κυριακής πια, στο χωριό.
Την παραλία της Ευξεινούπολης, όμως, την προτιμούσαν συχνά και αρκετοί Αλμυριώτες. Τότε δεν υπήρχαν ακόμα τα εργοστάσια στην παραλία του Αλμυρού, και τα καράβια πήγαιναν εκεί για να φορτώσουν στάρια και τριφύλλια, έτσι τα νερά του Αη-Γιάννη ήταν πολύ καθαρά.
Με το σεισμό πλημμύρισαν τα χωράφια που βρίσκονταν ανάμεσα στην παραλία Καραγκιόλ και τον Αη-Γιάννη, στην περιοχή που λέγεται «Σωλήνα». Όταν έγινε ο μεγάλος σεισμός και βγήκαμε να δούμε τι συμβαίνει, η θάλασσα είχε βγει δύο – τρία μέτρα πιο έξω, ήσυχη χωρίς κύμα. Στην ακροθαλασσιά όπου έσκαγε το νερό, είχε γίνει ένα βαθούλωμα, κι εκεί έβγαιναν πολλά ψάρια -τα περισσότερα λαβράκια, που τα μάζευαν τα παιδιά με τα χέρια.
Ο άντρας μου, όταν έγινε η πρώτη μεγάλη σεισμική δόνηση, νόμιζε ότι μας έκανε πλάκα κάποιος γείτονας, που είχε βάλει το τρακτέρ και έσπρωχνε την παράγκα μας. Τόσο δυνατό ήταν το κούνημα.
Ένα βράδυ, μετά το μεγάλο σεισμό, καθόμασταν όλοι έξω παρέα, γύρω από τη φωτιά. Τότε άρχισε πάλι να κουνάει και ήταν σαν να ήμασταν μέσα στο «ντέφι», το παιχνίδι όπου ανεβαίνουν οι νεαροί για να διασκεδάσουν στο παζάρι.
Με το σεισμό έβγαλε πολύ νερό και η τουλούμπα που είχε στερέψει, ενώ λίγο αργότερα έγινε και η καινούργια βρύση, στο ίδιο σημείο όπου παλιότερα βρισκόταν η σωλήνα.
Από τη χρονιά του σεισμού και μετά δεν θυμάμαι τόσο κόσμο πια εκεί, λιγόστεψαν σιγά-σιγά οι καλύβες. Αργότερα έγινε και το κάμπινγκ και άλλαξαν πολύ τα πράγματα. Από τότε που έγινε το κάμπινγκ δεν ξαναπήγαμε για παραθερισμό στην παραλία του Αη-Γιάννη».
Ελένη Καράμπαμπα: «Για παραθερισμό στην παραλία του Αη-Γιάννη, πήγαμε πρώτη φορά στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Το μικρό χωριό όμως στηνόταν εκεί ήδη αρκετά χρόνια πριν. Τα δύο πρώτα χρόνια μείναμε σε ένα αγροτικό αυτοκίνητο, στο οποίο είχαμε τοποθετήσει τέντα, και κοιμόμασταν στην καρότσα του, δίπλα στην καλύβα φιλικής οικογένειας, που μας παρείχε ότι μας έλειπε. Οι καλύβες τότε ήταν φτιαγμένες από χόρτα που τα λέγαμε καλάμια, και ήταν περίπου 80, απ’ ότι θυμάμαι.
Αργότερα στήσαμε κι εμείς το δικό μας καλύβι, μια σιδηροκατασκευή ντυμένη με νοβοπάν, με τσαρδάκι στο μπροστινό μέρος και τσίγκους για σκεπή, που είχε μέσα δύο κρεβάτια, και δίπλα μια μικρή κουζίνα, φτιαγμένη κι αυτή από νοβοπάν. Ήμασταν οι μόνοι που είχαμε τέτοια καλύβα και κατόπιν ακολούθησαν το παράδειγμά μας λιγοστές ακόμα οικογένειες.
Κατεβαίναμε στην παραλία συνήθως τον Ιούνιο, με το που τελείωναν τα σχολεία, και επιστρέφαμε για το παζάρι. Τα πρωινά δουλεύαμε στο χωράφι μας με τη ντομάτα, που ήταν εκεί κοντά, και το απογευματάκι επιστρέφαμε στην παραλία.
Οι άντρες κάθε απόγευμα πριν σουρουπώσει έμπαιναν για ψάρεμα με τσαπαρί, και έβγαιναν μόλις άρχιζε και θάμπωνε. Τις περισσότερες φορές έβγαζαν αρκετά ψάρια, υπήρχαν όμως και κάποιες άλλες που η ψαριά δεν ήταν και τόσο καλή, οπότε έβαζαν στους πάτους από τους κουβάδες σφουγγάρια και από πάνω μοίραζαν τα λιγοστά ψάρια, για να φαίνονται γεμάτοι οι κουβάδες και να κάνουν πλάκα σε μας τις γυναίκες. Κι εμείς όμως δεν τους αφήναμε έτσι. Με την πρώτη ευκαιρία ανταποδίδαμε τις πλάκες, με πιο συνηθισμένη εκείνη που τους δίναμε μαζί τους στο ψάρεμα μπουκάλια γεμάτα με νερό αντί για τσίπουρο.
Ο Νίκος Ξυνός είχε μια κατσίκα που την άρμεγε και πήζαμε το γάλα σε γιαούρτι, το οποίο τρώγαμε όλοι μαζί από την κατσαρόλα. Ύστερα οι άντρες έπαιρναν την κατσαρόλα όπως ήταν και την πετούσαν στη θάλασσα, κι εγώ έψαχνα στην άμμο να βρω τα κουτάλια.
Από βραδύς ρίχναμε και τα δίχτυα, και το πρωί αρκετές φορές πήγαινα μόνη μου και τα μάζευα, όταν έλειπε ο άντρας μου. Μια μέρα παρουσίασα με καμάρι ένα μεγάλο τελάρο γεμάτο ψάρια.
Τηγανίζαμε τα φρεσκότατα ψάρια και τρώγαμε παρέα όλη η «γειτονιά», ενώνοντας τα τραπέζια, πέντε – έξι τουλάχιστον οικογένειες. Τα παιδιά μαζεύονταν μπροστά στις καλύβες για να παίξουν όλα μαζί και να πουν ιστορίες, δίπλα στις φωτιές που άναβαν στην άμμο οι μεγάλοι, για τα κουνούπια.
Η μόνη καλύβα που ήταν φωτισμένη μέχρι αργά ήταν η δική μας, γιατί ξεσηκώναμε τα περισσότερα γλέντια, αλλά και γιατί είχαμε μια ψαράδικη λάμπα υγραερίου με δυνατό φως. Μια τέτοια μικρότερη είχε ο Αργύρης Κρανάς και οι υπόλοιποι παραθεριστές είχαν τις λάμπες λουξ, με καθαρό πετρέλαιο.
Είχαμε και τουαλέτα με κλειδάκι, την οποία μοιραζόμασταν με τους φίλους, ενώ για τις «ανάγκες» των άλλων παραθεριστών επαρκούσαν τα γύρω χωράφια.
Όλο σχεδόν το νοικοκυριό μας μεταφερόταν στο σπιτάκι της θάλασσας, καθώς δεν υπήρχε τότε η πολυτέλεια του διπλού εξοπλισμού για …το εξοχικό. Τα απογεύματα, στο πίσω μέρος από τις καλύβες, που ήταν προστατευμένο από τον δυνατό αέρα, το κέντημα πήγαινε «σύννεφο», μαζί με το κουτσομπολιό.
Η μεγάλη παρέα μας αποτελούνταν συνήθως από τις οικογένειες του Νίκου Ξυνού, του Δήμου Μηνούδη, του Πέτρου Λαμπροθανάση, του Σάββα Σαββίδη, του Γιώργου Πούλου, του Δημήτρη Ματρακίδη, του Γιώργου Μπελικαΐδη, του Πέτρου Αλεξάνδρου, του Ορθόδοξου Γραψίδη, του Αργύρη Κρανά και του Γιάννη Ξυνού, και ενίοτε από πολλούς άλλους επισκέπτες, Ευξεινουπολίτες οι περισσότεροι ή με συζύγους από την Ευξεινούπολη, αλλά και Αλμυριώτες φίλους που ακολουθούσαν.
Ο Κώστας Σιδερίδης, που είχε το μπακάλικο στην Ευξεινούπολη, τα πρώτα χρόνια έφερνε στην καλύβα του ορισμένα ήδη πρώτης ανάγκης (ζάχαρη, τσιγάρα, καραμέλες για τα παιδιά κτλ.), που τα πουλούσε η γυναίκα του η κ. Σοφία, στο «μαγαζάκι» της θάλασσας όσο παραθέριζε, γιατί εκείνος κρατούσε το μπακάλικο στο χωριό. Αυτοί ήταν και οι μόνοι που είχαν κουζίνα υγραερίου, ενώ οι υπόλοιποι είχαμε πετρογκάζ.
Ο παλιός δρόμος έκανε μια στροφή στην εκκλησούλα της Ανάληψης, για να βγει στη θάλασσα. Ήταν ένα μικρό μονοπάτι που χωρούσε ίσα-ίσα ένα αυτοκίνητο. Ο δρόμος αυτός περνούσε μέσα από βάτα και πυκνότατη βλάστηση που δεν τη διαπερνούσε ο ήλιος, γι’ αυτό είχε πάντα απίστευτη δροσιά. Λίγο πριν από τη θάλασσα βρισκόταν η πηγή «Μαυρονέρα» και ο δρόμος κατέληγε σε ένα αλσύλλιο με λεύκες, το οποίο ήταν καταφύγιο για τους Ευξεινουπολίτες που δεν είχαν καλύβες και μαζεύονταν στη δροσιά των δέντρων για να απολαύσουν το φαγητό τους, κοντά στην τουλούμπα με το νερό. Οι λεύκες αυτές φιλοξένησαν για πολλά χρόνια, χαραγμένα στους κορμούς τους, τα αρχικά γράμματα των ονομάτων πολλών νεαρών ερωτευμένων ζευγαριών.
Η επιστράτευση που έγινε το καλοκαίρι του 1974, προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση στους κατοίκους του παραθαλάσσιου χωριού, που μάζεψαν τα πράγματά τους, τα φόρτωσαν σε τρακτέρ και ότι άλλα οχήματα διέθεταν και έφυγαν όπως-όπως. Οι άντρες επιστρατεύτηκαν και οι γυναίκες φοβούνταν να μείνουν μόνες τους στη θάλασσα, καθώς κανένας δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει την εξέλιξη αυτής της ιστορίας.
Για να απολαμβάνουμε τη βραδινή δροσιά κοιμόμασταν συνήθως έξω από την καλύβα, σε ένα κρεβάτι σκεπασμένο με κουρτίνες που χρησίμευαν για κουνουπιέρες, γιατί τα κουνούπια εκεί δεν αστειεύονταν. Το βράδυ του μεγάλου σεισμού, έτυχε να κοιμηθούμε μέσα στην καλύβα, όπου όλα τα πράγματα που υπήρχαν σε ένα ράφι πάνω από το κρεβάτι, έπεσαν επάνω μας και μας κατατρόμαξαν. Τα επόμενα βράδια φεύγαμε από το φόβο της παλίρροιας, και πηγαίναμε για ύπνο σε ένα χωράφι μας, όπου φιλοξενούσαμε και άλλες πολλές οικογένειες. Μαζί κουβαλούσαμε και τα κρεβάτια μας, για να τα μεταφέρουμε πάλι την επόμενη μέρα στη θάλασσα. Η γη πήγαινε πέρα δώθε από τους συχνούς μετασεισμούς, τα αστεία και τα πειράγματα όμως δεν σταματούσαν όλη τη νύχτα, με αποτέλεσμα πολλές φορές από τα γέλια να πέφτουμε κάτω από τα κρεβάτια.
Ο σεισμός ήταν μεγάλο σοκ για όλους μας, τουλάχιστον μέχρι να βεβαιωθούμε ότι δεν υπήρξαν θύματα, αλλά και για τις αμέτρητες καταστροφές που προκάλεσε. Παρόλα αυτά, τις επόμενες μέρες περάσαμε πολύ καλά κάτω στη θάλασσα, γιατί οι άντρες μας είχαν άδειες από τις δουλειές τους -λόγω του σεισμού- και κάθε βράδυ είχαμε γλέντια με κοντοσούβλι και χορό.
Υπήρχαν και αντίπαλες ποδοσφαιρικές ομάδες, κατά τη διάρκεια του παραθερισμού, στις οποίες συμμετείχαν οι άντρες. Σε έναν αγώνα μεταξύ «Αη-Γιάννη» και «Σωλήνας» ο τερματοφύλακας της πρώτης ομάδας, Γιώργος Καράμπαμπας, δέχτηκε πρόταση δωροδοκίας προκειμένου να δεχτεί γκολ και να χάσει τον αγώνα η ομάδα του, με αντάλλαγμα πολλά ψάρια. Το «στημένο» ματς χάθηκε τελικά, για την ομάδα του εν λόγω τερματοφύλακα, ο οποίος πράγματι την επόμενη μέρα απόλαυσε με την παρέα του μια μεγάλη ποσότητα φρεσκότατων ψαριών, μεταξύ των οποίων και πολλές μεγάλες κουτσομούρες, αφού οι αντίπαλοι κράτησαν την υπόσχεσή τους.
Περάσαμε έτσι δέκα υπέροχα και αξέχαστα χρόνια. Αργότερα μεταφέραμε όλο τον θερινό μας εξοπλισμό στον Πτελεό, και παραθερίζαμε πλέον εκεί».
Την αφήγηση της κ. Ελένης, συμπλήρωσαν ο σύζυγός της, Γιώργος Καράμπαμπας, και η κόρη της, Εύη Καραγιάννη. Τους ευχαριστούμε.
Για την παραλία του Αη-Γιάννη, υπάρχει μια ιστορία που ίσως αρκετοί από μας δεν τη γνωρίζαμε:
Το 1974, ο τότε Διοικητής του 304 ΠΕΒ (Προκεχωρημένου Εργοστασίου Βάσης) στο Βελεστίνο, έστειλε μία επιστολή στον Πρόεδρο της Κοινότητας Ευξεινούπολης, με την οποία ζητούσε την παραχώρηση της περιοχής του Αη-Γιάννη (και συγκεκριμένα του «Βάλτου», όπως ήταν τότε γνωστή) στο στρατιωτικό εργοστάσιο, προκειμένου να μετατραπεί σε παραθεριστικό κέντρο των στρατιωτικών και του πολιτικού προσωπικού.
Ο Κοινοτάρχης, αδυνατώντας να πάρει μια τέτοια απόφαση που θα στερούσε από τους κατοίκους του χωριού την πρόσβαση στην αγαπημένη τους παραλία και θα ξεσήκωνε θύελλα αντιδράσεων, απευθύνθηκε στον Νομάρχη, ο οποίος πρότεινε την αντικατάστασή του από κάποιον άλλο Κοινοτάρχη, που θα μπορούσε αβασάνιστα να ικανοποιήσει το αίτημα του Διοικητή, όπως και έγινε.
Η παραλία του Αη-Γιάννη γλίτωσε κυριολεκτικά «παρά τρίχα» την αλλαγή της χρήσης της και παρέμεινε στη δικαιοδοσία των κατοίκων της Ευξεινούπολης, χάρη στην πτώση της Χούντας που έλαβε χώρα λίγο καιρό μετά.