- 24 Ιουλίου, 2014
Μια αληθινή ιστορία από τη «φλογισμένη» Κύπρο του 1974
Δέσποινα Κοτζιαπαναγιώτου
Ο Γιώργος Νικολάου γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κύπρο. Τα τελευταία χρόνια ζει με την οικογένειά του στην Ευξεινούπολη. Το καλοκαίρι του 1974 ήταν 19 χρόνων και υπηρετούσε στο Κυπριακό Ναυτικό. Η ιστορία που θα διαβάσετε είναι η δική του αληθινή ιστορία, όπως πραγματικά την έζησε και θα τη θυμάται σε όλη του τη ζωή:
«Το κακό άρχισε αρκετά χρόνια πριν από τα γεγονότα του Ιουλίου του 1974, με τον εσωτερικό διαχωρισμό του Κυπριακού κράτους σε δύο αντίπαλα στρατόπεδα, εκείνο της Αστυνομίας κι εκείνο του Στρατού, που ήταν δύο εντελώς ξεχωριστοί κόσμοι. Οι διαμάχες δεν ήταν απλώς πολιτικές, αλλά ιδιαίτερα βίαιες. Από τη μία πλευρά η Κυβέρνηση που είχε μαζί της την Αστυνομία και την Προεδρική Φρουρά, αποτελούμενη από 500 άτομα οπλισμένα με τα σύγχρονα όπλα της εποχής, καλάσνικοφ. Από την άλλη η Εθνική Φρουρά, ο Στρατός, που είχε δικό του μπαϊράκι και δεν υπάκουε στην πολιτική ηγεσία. Το αποκορύφωμα της ρήξης μεταξύ τους επήλθε περίπου δέκα μέρες πριν από το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου, στην Κύπρο, όταν ήρθε εντολή από την Κυβέρνηση προς την Προεδρική Φρουρά να αποχωρήσουν όλοι οι Έλληνες αξιωματικοί από την Κυπριακή Επικράτεια.
Το κυπριακό Ναυτικό και ο αρχηγός του, Αντιπλοίαρχος Παπαγιάννης, έπαιξαν σημαντικότατο ρόλο στην κατάληψη της εξουσίας, κατά του Προέδρου Μακαρίου, καθώς και όλοι οι αξιωματικοί – απεσταλμένοι της ελληνικής χούντας.
Το πρωί της 15ης Ιουλίου ο Διοικητής του Ναυτικού Σταθμού που υπηρετούσα μας ανήγγειλε ότι ο Στρατός ανέλαβε τη διακυβέρνηση του νησιού. Από κει και πέρα άρχισαν να εκδηλώνονται μίση και πάθη που δεν μπορεί να συλλάβει ο ανθρώπινος νους, όπως εκείνα που διαδραματίστηκαν στον ελληνικό εμφύλιο.
Στο Ναυτικό Σταθμό Πάφου υπηρετούσαμε 25 στρατεύσιμοι ναύτες. Στις δύο το μεσημέρι πήραμε εντολή να εγκαταλείψουμε το Σταθμό διά θαλάσσης, γιατί οπλισμένοι πολίτες – υποστηρικτές της Κυβέρνησης κινούνταν εναντίον μας. Το Κυπριακό Ναυτικό είχε καταλάβει το Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας και το Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου. Ο ραδιοφωνικός σταθμός Πάφου μετέδιδε ότι το τελευταίο προπύργιο της χούντας ακόμα δεν έχει καταληφθεί, κι αυτό ήταν αρκετό για να προκαλέσει το μένος των πολιτών εναντίον μας.
Εμείς δεν υποστηρίζαμε το σύστημα, ήμασταν όμως υποχρεωμένοι να υπακούμε διαταγές. Μπήκαμε με τη βία και οπλισμένοι σε τέσσερις βάρκες. Πριν προλάβουμε να ανοιχτούμε από το λιμάνι μας έφτασαν και μας σημάδευαν με τα καλάσνικοφ, ευτυχώς όμως, παρόλο που κι εμείς ήμασταν πανικόβλητοι, δεν έγινε ανταλλαγή πυροβολισμών, γιατί δεν είχαμε μαζί μας αξιωματικούς, οι οποίοι την είχαν κοπανήσει πρώτοι. Ο Θεός μας φύλαξε εκείνες τις στιγμές!
Στα τρία ναυτικά μίλια μας περιμάζεψε το παράκτιο περιπολικό «Λεβέντης», το μοναδικό σκάφος που διέθετε τότε η Κυπριακή Δημοκρατία, το οποίο περιπολούσε τις ακτές από την Πάφο μέχρι τη Λεμεσό. Ήταν αγκυροβολημένο και χτυπούσε με βαριά πυροβόλα όπλα την πόλη της Πάφου. Κατά τη διάρκεια της περιπολίας δύο συνάδελφοι αποφάσισαν να το σκάσουν βουτώντας στη θάλασσα. Η ζωή τους κινδύνεψε άμεσα από τη δίνη του σκάφους, ενώ τελικά τους περισυνέλεξαν οι Άγγλοι, ανοιχτά των αγγλικών βάσεων της Λεμεσού.
Επιστρέψαμε στο Ναυτικό Σταθμό, που τον βρήκαμε λεηλατημένο. Η εκδικητικότητα των πολιτών ξέσπασε ακόμα και στα αυτοκίνητα των αξιωματικών που τα είχαν γαζώσει με σφαίρες.
Μετά από πέντε ημέρες, στην πρωινή αναφορά της 20ής Ιουλίου, ακούσαμε από τα ραδιόφωνα εμβατήρια, ενώ ένας αλαζόνας και υπερόπτης Διοικητής μας ανακοίνωνε: «Κύριοι, βρισκόμαστε σε πόλεμο με την Τουρκία». Είχε γίνει η εισβολή στην Κυρήνεια.
Επανδρώσαμε τα λίγα πολυβολεία που είχαμε, ενώ λάβαμε μήνυμα από το Γενικό Επιτελείο ότι θα περάσει η Ελληνική Αεροπορία και να μην τη χτυπήσουμε. Στις δύο το μεσημέρι ένα σμήνος τουρκικών αεροσκαφών F 104 βρισκόταν πάνω από το Ναυτικό Σταθμό. Ήμουν με άλλους δύο ναύτες σε ένα πολυβολείο ανατολικά του Σταθμού, και μέτρησα τουλάχιστον 14 αεροσκάφη. Πριν κάνω δεύτερη σκέψη άρχισαν να μας βομβαρδίζουν ανηλεώς. Με τα παμπάλαια πολυβόλα που διαθέταμε δεν προλάβαμε να ρίξουμε ούτε σφαίρα. Έφτανε και μόνο το σφύριγμα που έκαναν για να πιστέψουμε ότι είμαστε ξεγραμμένοι. Εκτός από τα αεροπλάνα είχαμε και το φόβο να μην εκραγεί η αποθήκη καυσίμων, κηροζίνης και τορπιλών. Γύρω μας ήταν η κόλαση. Δεν έμεινε τίποτα όρθιο. Αεροπλάνα, βόμβες, ρουκέτες, χιλιάδες σφαίρες, κι εμείς καθηλωμένοι στο πολυβολείο μέχρι τις πέντε το απόγευμα, όπου τα αεροσκάφη αποχώρησαν γι’ ανεφοδιασμό στην Τουρκία, κι έτσι βρήκαμε την ευκαιρία να καταφύγουμε σε ένα μεσαιωνικό κάστρο. Σε δέκα λεπτά, σχεδόν, ξαναγύρισαν και τότε άρχισαν να βομβαρδίζουν λυσσαλέα το κάστρο, μέχρι τις εννέα το βράδυ, όπου, ευτυχώς, συνήθιζαν να σταματούν τις επιχειρήσεις. Τότε εμείς, ταλαιπωρημένοι, φοβισμένοι και ασύντακτοι, επιχειρήσαμε να εγκαταλείψουμε το κάστρο μέσα στο σκοτάδι. Όταν φτάσαμε στον κεντρικό δρόμο ήταν σαν να πατούσαμε πάνω σε οργωμένο χωράφι από τις τόσες σφαίρες που είχαν ρίξει. Καταλήξαμε ταλαίπωροι στα χωράφια, στις ερημιές και κοιμηθήκαμε ψόφιοι από την κούραση. Δεν νιώθαμε στρατιώτες αλλά κατατρεγμένοι.
Πριν από την αεροπορική επιδρομή προηγήθηκε η επιστροφή από τη Ρόδο του Αρματαγωγού «ΛΕΣΒΟΣ», του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού, με 450 άντρες της ΕΛΔΥΚ για επαναπατρισμό. Τους αποβίβασε στην Πάφο άοπλους και φανατισμένους και προωθήθηκαν προς τη γραμμή σύγκρουσης. Τότε είχα ρωτήσει κάποιον: «Πού πάτε, βρε παιδιά, άοπλοι;» «Θα σκοτώσουμε Τούρκους και θα πάρουμε όπλα», μου απάντησαν. Οι περισσότεροι σκοτώθηκαν και για τους άλλους κανείς δεν έμαθε τι απέγιναν. Ήταν όλοι νέα παιδιά. Το σκάφος βομβάρδισε με τα πυροβόλα του τον τουρκικό θύλακα της Πάφου και έδωσε το στόχο για την αεροπορική επιδρομή.
Πέντε μέρες αφότου επιστρέψαμε στο Ναυτικό Σταθμό, διαλυμένοι, άοπλοι, πεινασμένοι και διψασμένοι, ο στρατιωτικός πρώην Πρόεδρος Δημοκρατίας της Ελλάδας, Φαίδων Γκιζίκης, σαν να μην έφτανε η πρόκληση της τουρκικής οργής, είχε το θράσος να έρθει να μας επιθεωρήσει. «Η μητέρα πατρίδα στέκεται πλάι σας», μας είπε επί λέξει.
Από κει και πέρα άρχισαν επιφυλακές, και το μίσος στράφηκε προς τους Τούρκους, μόνο που δυστυχώς ποτέ δεν έπαψε να υποβόσκει. Στο πραξικόπημα σκοτώθηκαν περισσότεροι άνθρωποι απ’ όσους στην τουρκική εισβολή.»