- 8 Ιουλίου, 2014
9 Ιουλίου 1980: Θύμησες από τον μεγάλο σεισμό στον Αλμυρό
Δέσποινα Κοτζιαπαναγιώτου
Μνήμες του …σωσμού
Εκείνο το βράδυ ήμουν ανήσυχη, ήθελα να κοιμηθώ με τα ρούχα. Η μητέρα μου δεν έφερε αντίρρηση. Φοβόμουν πολύ. Οι σεισμικές δονήσεις είχαν γίνει συχνό φαινόμενο, δεν έλεγαν να σταματήσουν.
Τα ξημερώματα ξύπνησα με την άσχημη διαπίστωση ότι ο φόβος μου είχε βγει αληθινός. Ήταν ο πρώτος, προειδοποιητικός σεισμός που με ξύπνησε. Έβαλα τις φωνές. Μετά από λίγο είδα τη μητέρα μου να έρχεται αναστατωμένη. Προσπάθησε να καθησυχάσει εμένα και την αδερφή μου που κοιμόταν στο διπλανό κρεβάτι. Είχε έρθει με άδεια.
Ώσπου να καταλάβουμε καλά – καλά τι συνέβαινε, άρχισε ο μεγάλος σεισμός. Η μητέρα μου έπεσε πάνω μου και με κάλυψε με το σώμα της, φωνάζοντας στην αδερφή μου να προστατευτεί όπως μπορούσε. «Παναγία μου βάλε το χέρι σου». Είναι εικόνες που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Ξημέρωνε 9 Ιουλίου του 1980…
Με αφορμή την επέτειο του μεγάλου σεισμού, που έπληξε τον Αλμυρό τις πρώτες πρωινές ώρες της 9ης Ιουλίου του 1980, κάτοικοι της γύρω περιοχής θυμούνται, και περιγράφουν πως έζησαν εκείνες τις τραγικές ώρες. Χαρακτηρίστηκε …σωσμός, αφού παρά την ισοπέδωση που υπέστη η πόλη δεν υπήρχε κανένα θύμα και στη συνέχεια «βοήθησε» στην ανέγερση νέων κτιρίων.
Δημήτρης Μπόσγας από τον Αλμυρό: «Ζούσα χρόνια στο εξωτερικό. Εκείνο το καλοκαίρι επέστρεψα στον Αλμυρό και ξεκίνησα να φτιάχνω το σπίτι, όμως δεν πρόλαβα.
Ήταν γύρω στις πέντε το πρωί όταν έγινε ο πρώτος σεισμός. Ξυπνήσαμε. Μετά από δύο-τρία λεπτά άρχισε ο δεύτερος, πολύ ισχυρός αυτή τη φορά. Ήμασταν στο παλιό σπίτι που ήταν πλίθινο. Έβλεπα τις γωνίες του σπιτιού ν’ ανοίγουν και όλος ο χώρος γέμισε σκόνη. Ένα κομμάτι λάσπης ξεκόλλησε. Πέφτοντας χτύπησε τη μικρή μου κόρη στο μέτωπο. Το παιδί γέμισε αίματα. Δεν μπορούσαμε να βγούμε έξω, γιατί οι πόρτες είχαν φρακάρει. Το σπίτι άνοιγε από παντού, αν ο σεισμός διαρκούσε λίγο ακόμη θα έπεφτε.
Όταν τα πράγματα ηρέμησαν καταφέραμε να βγούμε. Άκουσα τη γειτόνισσα απέναντι να φωνάζει: «τα παιδιά μου, τα παιδιά μου», γιατί είχε πέσει όλος ο τοίχος του σπιτιού της που ήταν πέτρινο. Ευτυχώς, έπεσε προς τα έξω και σώθηκαν. Το χτυποκάρδι στο κατακόρυφο, οι φωνές πολλές. Ο καθένας κοιτούσε πώς να σωθεί. Τουλάχιστον τρεις μέρες δεν μπήκαμε στα σπίτια, κουνούσε ασταμάτητα.
Η κόρη μου που ήταν τριών χρόνων τότε, έχασε τη φωνή της και μιλούσε ψιθυριστά. Και όταν επανήλθε, για πολύ καιρό, κάθε φορά που γινόταν σεισμός έχανε τη φωνή της.
Στην Καράγκιορη πολλά χωράφια γέμισαν νερά. Την πρώτη εβδομάδα πήγα να βάλω μπρος την πομόνα, αλλά ήταν γεμάτη θολό νερό. Μετά από 15 μέρες περίπου καθάρισε.
Ακούγαμε διάφορα σενάρια, ο καθένας έλεγε τα δικά του. Ότι ο Αλμυρός ήταν κούφιος, αγωνία, ότι θα γίνει μεγαλύτερος σεισμός. Όλοι με κακές και αρρωστημένες σκέψεις. Δεν θέλει πολύ ο άνθρωπος για να πανικοβληθεί.
Μάλωνε ο Θεός με το διάβολο και τα κατάφερε να κάνει εκείνη την ώρα το σεισμό. Αν ήταν Κυριακή πρωί τι θα γινόταν; Οι εκκλησίες έγιναν συντρίμμια. Στον Άγιο Δημήτριο έπεσε ο τρούλος, ο Άγιος Νικόλαος γκρεμίστηκε ολόκληρος. Ευτυχώς όμως δεν άνοιξε ρουθούνι. Είχαμε Άγιο.
Μείναμε έξω στην αυλή, στο πιο ακίνδυνο μέρος, μέσα σε σκηνή. Για μερικές μέρες μάς έδωσε το Κράτος τρόφιμα και ψωμί, που μας τα μοίραζαν στο τρίτο Δημοτικό. Η μικρή καταλάβαινε τα πάντα, έβαζε τις φωνές ακόμα και μέσα στη σκηνή, κάθε φορά που γινόταν σεισμός. Πολλές σκηνές πήγαν χαμένες, δόθηκαν πίσω σάπιες.
Το σπίτι κρίθηκε κατεδαφιστέο, μείναμε για καιρό στην αποθήκη, ώσπου να φτιαχτεί το καινούργιο. Όμως έκανε και ένα καλό ο σεισμός. Τα σπίτια που χτίστηκαν μετά έγιναν πιο γερά, πιο ανθεκτικά. Ας μην ξεχνάμε να λέμε και κανένα ευχαριστώ».
Αλεξάνδρα Παλιά, από τον Πλάτανο: «Μέναμε από τότε στον πρώτο όροφο, πάνω από το καφενείο. Είχα γεννήσει λίγες μέρες πριν. Ήμουν λεχώνα. Για καμιά δεκαριά μέρες γίνονταν συνέχεια μικροί σεισμοί. Η προηγούμενη του σεισμού όμως ήταν ήρεμη. Στις τέσσερις τα ξημερώματα ξύπνησα για να ταΐσω το μωρό. Το άλλαξα, το έβαλα στο καλαθάκι και πήγα να ξαπλώσω. Έκανα το σταυρό μου και λέω απόψε δεν κουνηθήκαμε.
Τότε έγινε ο πρώτος σεισμός. Το κούνημα ήταν τόσο δυνατό, που ο άντρας μου βρέθηκε ανάποδα στο κρεβάτι. Με το ένα χέρι κράτησα τον άντρα μου, του είπα μη φοβάσαι, με το άλλο το μωρό από το καλαθάκι για να μην πέσει.
Σε χρόνο μηδέν σηκωθήκαμε, πήρε ο άντρας μου το μωρό κι εγώ έτρεχα σαν τρελή ν’ ανοίξω τις πόρτες. Στο διάδρομο είχα τα εικονίσματα. Το καντηλάκι που ήταν αναμμένο και γεμάτο λάδι είχε πέσει. Γλίστρησα πάνω στα λάδια κι έπεσα. Κατάφερα να σηκωθώ και κατεβήκαμε τις σκάλες τρέχοντας. Η κεντρική είσοδος είχε φρακάρει από σοβατοπιά που είχαν ξεκολλήσει. Τα πέταξα όπως – όπως στην άκρη με τα χέρια μου κι άνοιξα την πόρτα. Δυό βήματα, αφότου βγήκαμε απ’ το κτίριο, άρχισε ο μεγάλος σεισμός.
Απ’ όλο το χωριό ακούγονταν φωνές και κλάματα. Μεγάλος ο πανικός, αλλά και ο πόνος, εκείνες τις ώρες. Ήμασταν με τα νυχτικά στους δρόμους. Μέσα σε 24 ώρες μας έδωσαν σκηνές. Τις στήσαμε πολλές οικογένειες μαζί, μέσα στο δασύλλιο των πεύκων. Εγώ κι άλλη μια γυναίκα ξεκινήσαμε από κει, μέσα από τα πεύκα, και πήγαμε στην εκκλησία να σαραντίσουμε τα παιδιά μας.
Περάσαμε εκεί τουλάχιστον ένα μήνα, ώσπου να επισκευάσουμε τις ζημιές του σπιτιού, που ευτυχώς ήταν μικρές. Ο φόβος μας όμως ήταν μεγάλος. Μια άλλη οικοδομή, που χτίζαμε δίπλα, γκρεμίστηκε. Μας έδωσαν δάνεια κι αρχίσαμε από την αρχή. Φτάσαμε εδώ που είμαστε σήμερα.»
Η κυρία Αλεξάνδρα ήταν πολύ συγκινημένη και ανατρίχιαζε συνεχώς, κατά τη διάρκεια της διήγησης.
«Έτσι τον έζησα εγώ το σεισμό στα 23 μου χρόνια και τον θυμάμαι και πονάω, και λέω να μην ξαναγίνει αυτό το κακό. Είναι μνήμες που δεν θα σβήσουν ποτέ. Όταν ακούω για σεισμό, τρέμω», μας είπε καθώς τα μάτια της βούρκωναν.
Σπύρος Γκρίνιας, από τη Σούρπη: «Στην αρχή ακούσαμε ένα μεγάλο βουητό, που μας ξύπνησε. Είπαμε σεισμός. Προσπαθούσαμε να φτάσουμε στην πόρτα και δεν μπορούσαμε από το κούνημα. Τελικά πεταχτήκαμε έξω. Πανικός. Γίνονταν συνέχεια σεισμοί, δεν τολμούσαμε να ξαναμπούμε μέσα. Ακούγαμε θόρυβο από τοίχους και λαμαρίνες που έπεφταν.
Η Σούρπη είχε πολλά παλιά σπίτια που έπαθαν ζημιές, γιατί ήταν χτισμένα πάνω στην πέτρα χωρίς θεμέλια, άλλα πέτρινα και άλλα πλίθινα από άχυρο και χώμα ή ασβεστόχτιστα, χωρίς τσιμέντο. Για σίδερα χρησιμοποιούσαν ξύλα κέδρους, που είναι ανθεκτικά και δεν παθαίνουν τίποτα, ειδικά όταν δεν βρέχονται.
Έγιναν ρωγμές, έπεσαν κάποιοι τοίχοι. Όμως δεν είχαμε τις ζημιές που έγιναν στον Αλμυρό, γιατί εδώ και στα γύρω χωριά το έδαφος είναι πετρώδες. Ο Αλμυρός έχει μαλακά χώματα. Ευτυχώς δεν θρηνήσαμε θύματα.»
Στάθης Δαηλιάνης, από τη Σούρπη: «Ήμασταν με τη σύζυγό μου στο χωράφι, στα καπνά. Ξαφνικά αρχίσαμε να πηγαίνουμε μπρος – πίσω. Το κούνημα δεν έλεγε να σταματήσει. Ακούγαμε τα σκυλιά που γαύγιζαν ασταμάτητα. Κόντευε να ξημερώσει.
Τρέξαμε στο σπίτι να βρούμε τα παιδιά. Ήταν μικρά και τα είχαμε αφήσει να κοιμούνται. Είχαν ξυπνήσει, αλλά δεν κατάλαβαν τι έγινε. Μας είπαν μόνο ότι κουνήθηκαν. Τα καθησυχάσαμε, τους είπαμε να μη φοβούνται.
Μια αποθήκη μας είχε «ανοίξει», αλλά το σπίτι ευτυχώς δεν έπαθε μεγάλες ζημιές. Κοιμόμασταν έξω στην αυλή για καμιά εβδομάδα περίπου. Μετά ξαναμπήκαμε μέσα. Κάποια σπίτια κατεδαφίστηκαν. Έδωσαν κι εδώ σκηνές, αλλά όχι πολλές. Ήμασταν τυχεροί. Όμως ο κόσμος φοβόταν για καιρό.»