- 16 Οκτωβρίου, 2013
Ιωάννης Παπαλεξανδρής: Με την κορνέτα και την μπάντα στις “πλατείες” του Αλμυρού (φωτο-βίντεο)
γράφει η Δέσποινα Κοτζιαπαναγιώτου
Ο Ιωάννης Παπαλεξανδρής γεννήθηκε στον Αλμυρό, τον τόπο καταγωγής της μητέρας του, όπου μεγάλωσε και ζει μέχρι σήμερα. Ο πατέρας του ήταν από τον Παλιό Πλάτανο, ένα μέρος το οποίο γνωρίζει καλά και μιλά με ιδιαίτερη συγκίνηση όταν αναφέρεται σ’ αυτό, αναπολώντας τα παιδικά του χρόνια, αλλά και με πικρία για την εγκατάλειψή του.
Γόνος μιας οικογένειας με τέσσερα παιδιά, εκ των οποίων ήταν το μεγαλύτερο, πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια, καθώς από την τρυφερή ηλικία των οκτώ, μόλις, ετών έπρεπε να μοιραστεί τα οικογενειακά βάρη, βοηθώντας τον πατέρα του, Χρήστο Παπαλεξανδρή, στο σιδηρουργείο που εκείνος διατηρούσε, το οποίο βρισκόταν επί της οδού Αχιλλέως, κοντά στη συμβολή με την οδό Βόλου, κάτω από το σημερινό φαρμακείο του Μιχαήλ Γκέτσου.
«Τότε δεν είχαμε διακοπές, παιχνίδι και ξεκούραση, τα καλοκαίρια και τις γιορτές. Τα περισσότερα παιδιά βοηθούσαν στις οικογενειακές επιχειρήσεις και στα χωράφια ή γενικότερα δούλευαν όπου έβρισκαν μεροκάματο. Άλλωστε δεν περίσσευαν και χρήματα για χαρτζιλίκι και διασκέδαση. Θυμάμαι μόνο που περιμέναμε με λαχτάρα να φτάσει η Κυριακή, γιατί μας έδιναν οι γονείς μας μία δραχμή, κι εμείς πηγαίναμε στο γαλακτοπωλείο του Μπαράτση, όπου ήταν και το στέκι της παρέας, για να φάμε λουκουμάδες ή γιαούρτι με μέλι.
Δίπλα στο μαγαζί του πατέρα μου βρισκόταν ένα κτίριο ιδιοκτησίας του γιατρού Μπαράτση, όπου στεγαζόταν η «Ένωση Φιλομούσων Αλμυρού», με Πρόεδρο τον Ιωάννη Τάσιο, η οποία δεν ανήκε στο Δήμο, αλλά τη συντηρούσαν όσοι συμμετείχαν σ’ αυτή, καθώς τότε δεν υπήρχε ακόμα η Φιλαρμονική ορχήστρα του Δήμου. Εκεί ήταν γραμμένος ο ξάδερφός μου, Ντίνος Παπαλεξανδρής, ο οποίος μάθαινε κλαρίνο και σαξόφωνο. Το 1954, όταν έγινα 12 ετών, γράφτηκα κι εγώ εκεί και άρχισα να μαθαίνω κορνέτα.
Στην οικογένειά μας δεν είχαμε ιδιαίτερη μουσική παράδοση ούτε προγόνους που να έπαιζαν κάποιο όργανο. Ο πατέρας μου όμως ήταν μερακλής και πολύ γλεντζές, όπως όλοι οι Πλατανιώτες. Αγαπούσε το τραγούδι και δεν έχανε ευκαιρία να τραγουδήσει στις παρέες και στα γλέντια χωρίς, βέβαια, τη συνοδεία μουσικής, αφού έτσι διασκέδαζαν οι περισσότεροι τότε.
Την Ένωση Φιλομούσων αποτελούσαν 80 μέλη, αριθμός ασύλληπτος για την εποχή εκείνη. Δυστυχώς, όμως, μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα ο αριθμός αυτός μειώθηκε κατά πολύ, έτσι που μέχρι το 1955 μείναμε λιγότεροι από 30, οι οποίοι ήμασταν οι εξής: Έκτωρ Έκτωρ και Εμμανουήλ, Ζωγράφος Χαράλαμπος, Καλομοίρης Σταύρος, Αντώνης και Ευάγγελος, Κατσαούνης Νικόλαος και Εμμανουήλ, Κολοβός Βασίλειος και Χρήστος, Καραψιάς Αθανάσιος, Λαμπροθανάσης Δημήτριος, Μόκας Κυριαζής και Ιωάννης, Μπαράτσης Σωτήριος, Παπαλεξανδρής Κωνσταντίνος, Χρήστος και Ιωάννης, Πέτρογλου Στέργιος, Παπάζογλου Δημήτριος, Σκαρλάτος Απόστολος, Τσαντιρίδης Νικόλαος, Τζιότζιος Δημήτριος, Χατζηκούκος Στέργιος και Άγγελος, Χατζόγλου Παναγιώτης.
Με το λιγοστό μας χαρτζιλίκι αγοράζαμε μπράσσο και κομμάτια από μάλλινο ύφασμα από τους ραφτάδες και γυαλίζαμε τα όργανα, τα οποία αστραφτοκοπούσαν, το ένα καλύτερο από το άλλο.
Στην ορχήστρα αυτή ευτύχησα να έχω δάσκαλο και μαέστρο τον αείμνηστο Σεραφείμ Παπαλάμπρου, έναν εξαίρετο άνθρωπο, με ιδιαίτερο πάθος και μεγάλη αγάπη για τη μουσική, για την οποία και ήταν γεννημένος. Αν υπήρχε τρόπος να έχει ένα κρεβάτι, να κοιμάται και να ξυπνάει μέσα στο κτίριο, όπου γίνονταν οι παραδόσεις των μαθημάτων και οι πρόβες της ορχήστρας, σίγουρα θα το έκανε. Είχε την ικανότητα να γράφει εξαιρετικά μουσικά κομμάτια, και ιδιαίτερα εμβατήρια, με μεγάλη ευχέρεια. Παρέδιδε μαθήματα και στο σπίτι του, όχι μόνο για πνευστά, αλλά και για άλλα μουσικά όργανα, όπως κιθάρα και ακορντεόν.
Τα λόγια είναι φτωχά για να μιλήσει κανείς για τον άνθρωπο αυτό. Διέθετε έναν σπάνιο χαρακτήρα, γεγονός που επιβεβαιώνεται από το ότι δεν παρεξηγήθηκε ποτέ με κανένα μέλος της Ένωσης Φιλομούσων, αλλά και αργότερα της Φιλαρμονικής του Δήμου Αλμυρού. Ανέλαβε τα καθήκοντά του στις αρχές της δεκαετίας του ’50 και παρέμεινε δάσκαλος και μαέστρος για 35 ολόκληρα χρόνια. Διέκοψε μόνο για ένα μικρό διάστημα ενός – δύο χρόνων, παρά τη θέλησή του, κατά το οποίο, μην μπορώντας κι εγώ να κάνω αλλιώς, ανέλαβα τα καθήκοντά του, έχοντας την αμέριστη βοήθεια και συμπαράστασή του, προκειμένου να ανταπεξέλθω στη δύσκολη αυτή αποστολή.
Η καταγωγή του ήταν από τα μέρη της Καρδίτσας. Ήρθε στην πόλη μας με τη σύζυγό του, μία επίσης εξαίρετη κυρία, και παρέμεινε μετά τη συνταξιοδότησή του, μέχρι το τέλος της ζωής του.
Μέσα σε λίγο καιρό αφότου πρωτογράφτηκα εγώ στην Ένωση, ο μαέστρος αυτός κατάφερε -με τα άτομα που είχαμε απομείνει- να φτιάξει μια μπάντα που τη ζήλευε ακόμα και κάποιος που δεν ήξερε από μουσική. Έγραφε συνεχώς, εμβατήρια, παραδοσιακά, χορευτικά κομμάτια και διάφορα άλλα είδη μουσικής.
Ανήμερα των Εθνικών Εορτών ξυπνούσαμε αξημέρωτα και βγαίναμε πρωί – πρωί με την μπάντα, για να γυρίσουμε στους δρόμους της πόλης, παίζοντας το «Εωθινόν». Περνούσαμε και από το σπίτι του Δημάρχου, για να τον ξυπνήσουμε, και στις 10 η ώρα ήμασταν στην πλατεία όπου γινόταν η έπαρση της ελληνικής σημαίας, παρουσία και τιμητικού αγήματος από την 111 Πτέρυγα Μάχης. Στη συνέχεια πηγαίναμε στο προαύλιο του Αγίου Δημητρίου, όπου παίζαμε το «Δημαρχιακό», περιμένοντας τους επισήμους να εισέλθουν στο ναό. Μετά τη Θεία Λειτουργία λαμβάναμε θέσεις κοντά στο Ηρώο για την κατάθεση των στεφάνων, παίζοντας την Προσευχή για τους πεσόντες, την οποία ακολουθούσε ενός λεπτού σιγή και η ανάκρουση του Εθνικού Ύμνου.
Μετά τη λήξη της τελετής, φεύγαμε και πηγαίναμε στην οδό Βασιλέως Κωνσταντίνου, όπου, κοντά στο ύψος της οδού Αθηνάς, περιμέναμε να συγκεντρωθούν όλα τα τμήματα που λάμβαναν μέρος στην παρέλαση, την οποία άνοιγε η Φιλαρμονική. Περνώντας μπροστά από τους επισήμους η μπάντα έπαιρνε θέση απέναντί τους και παιάνιζε καθ’ όλη τη διάρκεια της παρέλασης των Αναπήρων Πολέμου, των σχολικών τμημάτων και του στρατού.
Το απόγευμα δίναμε και πάλι το παρόν στην κεντρική πλατεία του Αλμυρού, όπου τα παιδιά του Γυμνασίου χόρευαν παραδοσιακούς χορούς, τα αγόρια ντυμένα τσολιάδες και τα κορίτσια με τις φορεσιές, πάντα υπό τους ήχους ζωντανής μουσικής, με χαρακτηριστικά κομμάτια όπως «ο χορός του Ζαλόγγου», «οι Ελληνοπούλες», «ο Κερκυραϊκός», «ο Καστοριανός» και άλλα πολλά.
Αφού τελείωνε η παρουσίαση των χορών και μόλις σουρούπωνε, κατά τις 7 το βράδυ, κάναμε τη «Λαμπαδηφορία», η οποία συγκέντρωνε απίστευτο κόσμο. Παίρναμε δυο – τρία τμήματα αγοριών του Γυμνασίου με κονταράκια και στουπάκια αναμμένα, ποτισμένα με πετρέλαιο, και γυρνούσαμε την πλατεία, όπου όλα τα φώτα ήταν σβηστά, παίζοντας την «Αποχώρηση», ένα φοβερό εμβατήριο. Έτσι τελείωναν οι εκδηλώσεις για τον εορτασμό της Εθνικής Επετείου.
Την περίοδο των Χριστουγέννων πηγαίναμε διάφορες ημέρες, όπως και την παραμονή της μεγάλης γιορτής, στην πλατεία, κάτω από το στολισμένο δέντρο και παίζαμε χριστουγεννιάτικα κομμάτια. Ωραία πράγματα. Ανήμερα την Πρωτοχρονιά, όπως και τα Χριστούγεννα, βγαίναμε στους δρόμους του Αλμυρού, παίζοντας εορταστικές μελωδίες, με πρώτη την «Αρχιμηνιά». Κατόπιν γυρίζαμε τα σπίτια της πόλης και λέγαμε τα Κάλαντα μέχρι τις 10 το πρωί, που έπρεπε να βρισκόμαστε στην εκκλησία για να υποδεχτούμε τους επισήμους με το «Δημαρχιακό», κι ύστερα να ξαναγυρίσουμε τα σπίτια για να συνεχίσουμε με τα Κάλαντα, μέχρι το βράδυ.
Στις γυμναστικές επιδείξεις του Γυμνασίου, καθώς και στα «Κρόκια», δίναμε πάντα το παρόν, παίζοντας καθ’ όλη τη διάρκεια τόσο των επιδείξεων όσο και των αγώνων.
Κάναμε και τις «πλατείες», όπως τις λέγαμε τότε. Βγαίναμε συχνά στην κεντρική πλατεία του Αλμυρού και παρουσιάζαμε μουσικά προγράμματα με διάφορα ακουστικά αλλά και χορευτικά κομμάτια, βαλς, συρτά, και άλλα, για να διασκεδάζει ο κόσμος.
Όταν έγινα 18 χρόνων κατατάχτηκα ως εθελοντής στην Αεροπορία για να υπηρετήσω τη στρατιωτική μου θητεία, με την ειδικότητα του μηχανικού αυτοκινήτων. Βρέθηκα στον Άραξο, όπου όταν έγινε γνωστό ότι είμαι μουσικός, μετά από κάποιες εξετάσεις που πέρασα με επιτυχία, με πρότειναν για τη Φιλαρμονική της ΑΣΔΕΝ (Ανώτατη Στρατιωτική Διοίκηση Εσωτερικού και Νήσων) στην Αθήνα, αλλά δεν θέλησα να πάω. Εκεί, στον Άραξο, υπήρχε κάποιος που είχε μια κορνέτα, αλλά επειδή ο ίδιος δεν ήξερε να παίζει, την έδωσε σε μένα κι εγώ έπαιζα μουσική για να διασκεδάζουν και να χορεύουν οι αξιωματικοί και οι σμηνίτες. Μόνο μια φορά έκανα αγγαρεία.
Ύστερα πήρα μετάθεση για το Τατόι, όπου, μετά την εκπαίδευση, έγινα για δύο μήνες σαλπιγκτής, θέση στην οποία θέλησαν να με κρατήσουν μέχρι το τέλος της θητείας μου, όμως και πάλι δεν δέχτηκα, και λίγο καιρό μετά μετατέθηκα στην 111 Πτέρυγα Μάχης, στη Νέα Αγχίαλο. Εκεί έμαθα πως υπήρχαν δύο άτομα, που ο ένας έπαιζε ακορντεόν και ο άλλος κιθάρα, και πήγα να τους γνωρίσω και να τους ακούσω. Με ρώτησαν αν ήξερα από μουσική, τους είπα ότι έπαιζα κορνέτα και φτιάξαμε ορχήστρα. Από κει και πέρα πήρα απόσπαση, με απαλλαγή από σκοπιές και αγγαρείες. Με τα άλλα μέλη της ορχήστρας κάναμε συχνά μαθήματα και πρόβες. Κάθε Παρασκευή παίζαμε στην αίθουσα της Λέσχης Αξιωματικών το χειμώνα, και το καλοκαίρι στο παραθαλάσσιο κέντρο «LIDO», όπου γίνονταν τα λεγόμενα «Μπίνγκο», χοροεσπερίδες ανοιχτές για όποιον επιθυμούσε. Τα υπηρεσιακά λεωφορεία έβγαιναν από την Πτέρυγα για να μεταφέρουν κόσμο από το Βόλο, τη Νέα Αγχίαλο, τον Αλμυρό και όλη τη γύρω περιοχή. Έμεινα εκεί ώσπου απολύθηκα. Πέρασα πολύ καλά, μέχρι που μου πρότειναν να μείνω ως μόνιμος, για να εκπαιδεύω μουσικούς. Καμιά φορά σκέφτομαι ότι έχασα αρκετές ευκαιρίες στη ζωή μου, όμως, ευτυχώς, τουλάχιστον δεν το μετάνιωσα.
Τον καιρό που υπηρετούσα στην 111 Π.Μ., συμμετείχα και σε μια άλλη ορχήστρα, μαζί με τους: Σεραφείμ Παπαλάμπρου, Γεώργιο Καράμπαμπα, Ιωάννη Μιχόπουλο, Απόστολο Σκαρλάτο και Δημήτριο Παπάζογλου, με την οποία παίζαμε σε μαγαζιά της Ευξεινούπολης, στον Πτελεό, στον κήπο του καφενείου του Παπανάτσιου, που βρισκόταν στην πλατεία του Αλμυρού, όπου τότε στεγαζόταν και το πρακτορείο των υπεραστικών λεωφορείων, καθώς και σε άλλα μέρη, συνήθως σε γιορτές και χοροεσπερίδες.
Παράλληλα είχα επιστρέψει και συμμετείχα πάλι στην μπάντα της πόλης, η οποία από τα τέλη της δεκαετίας του ’50 είχε μετατραπεί πλέον σε Φιλαρμονική του Δήμου Αλμυρού.
Μέλος αυτής της ορχήστρας παρέμεινα μέχρι τα 25 μου χρόνια. Ύστερα σταμάτησα γιατί είχα πια μεγαλώσει, και η σκυτάλη είχε περάσει στα χέρια των νεότερων παιδιών.
Έπειτα από δέκα ολόκληρα χρόνια, ένα τυχαίο περιστατικό έγινε η αιτία να παίξω και πάλι με τη Φιλαρμονική του Δήμου. Ήρθε ο παλιός μου δάσκαλος, ο Σεραφείμ Παπαλάμπρου, και μου είπε ότι δεν μπορούσε να βγει η μπάντα τη Μεγάλη Παρασκευή στην περιφορά των επιταφίων, γιατί δεν υπήρχε κάποιος να παίξει κορνέτα. Στην αρχή ντράπηκα, καθώς ήμουν ήδη 35 ετών και θεωρούσα τον εαυτό μου αρκετά μεγάλο πια, για να παίξω δίπλα στα παιδιά. Τον είδα όμως πολύ στενοχωρημένο και δεν μπόρεσα να του χαλάσω το χατίρι. Θα έρθω, του είπα τελικά. Χάρηκε πάρα πολύ και ακολουθήσαμε μαζί την περιφορά.
Από το 1971 που παντρεύτηκα μέχρι το 1984 δεν ασχολήθηκα ξανά με τη μουσική. Με απορρόφησαν ο καθημερινός αγώνας για την επιβίωση, η φροντίδα της οικογένειας και η δουλειά, καθώς είχα ακολουθήσει την τέχνη του πατέρα μου. Άλλωστε δεν υπήρχε και όργανο. Πού να βρεθούν χρήματα τότε για ν’ αγοράσεις ένα πνευστό;
Το χειμώνα του 1983 μου έγινε πρόταση να αναλάβω καθήκοντα διδασκαλίας στη Φιλαρμονική του Δήμου. Παρουσιάστηκα στο Δήμαρχο και είπα ότι δεν μπορούσα να το κάνω. Μια μέρα όμως, λίγο καιρό μετά, με βρήκε ο παλιός μου δάσκαλος, ο οποίος είχε πλέον συνταξιοδοτηθεί και με προέτρεψε να δεχτώ την πρόταση, με την υπόσχεση ότι εκείνος θα στεκόταν στο πλευρό μου και θα με βοηθούσε όσο χρειαζόταν. Έτσι κι έγινε. Μου έδωσε πολλά κομμάτια και κάναμε μαθήματα, για να θυμηθώ όσα είχα ξεχάσει όλα αυτά τα χρόνια.
Ανέλαβα καθήκοντα επίσημα στις αρχές του 1984, σε μια δύσκολη χρονικά συγκυρία, που απείλησε προσωρινά το μέλλον της Φιλαρμονικής, αλλά ευτυχώς με την παρουσία των παιδιών που πλαισίωσαν και πάλι την ορχήστρα κατάφερα να συνεχίσω. Αρχίσαμε τις πρόβες στην αρχή της χρονιάς και την 25η Μαρτίου μπορέσαμε να βγούμε στην παρέλαση παίζοντας ένα κομμάτι που λεγόταν «Ελλάδα». Είχα μαθητές περίπου 18 παιδιά τα οποία δεν είχαν μουσικές γνώσεις αρχικά, όμως τα καταφέραμε. Μετά την παρέλαση, ήρθε πάλι και με βρήκε ο παλιός μου δάσκαλος για να μου πει ότι τα πήγαμε πολύ καλά, τόσο που απόρησε κι ο ίδιος με το αποτέλεσμα. Κάναμε όμως πολύ εντατικά μαθήματα, έτσι ώστε την 28η Οκτωβρίου να καλύψουμε την παρέλαση από την αρχή μέχρι το τέλος, με πολλά μουσικά κομμάτια.
Από το 1984 η Φιλαρμονική ορχήστρα του Δήμου έγινε μικτή και συμμετείχαν σ’ αυτή για πρώτη φορά και κορίτσια. Πέρασαν πολλά παιδιά από τα χέρια μου, τρεις διαφορετικές φουρνιές μουσικών. Παρέμεινα στη θέση αυτή για δέκα περίπου χρόνια.
Κάναμε πάλι τις «πλατείες» με πιο πλούσιο ρεπερτόριο, εμπλουτισμένο και με δημιουργίες μεγάλων Ελλήνων συνθετών, όπως ο Θεοδωράκης, ο Χατζιδάκις, ο Ξαρχάκος, και άλλοι. Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 η ορχήστρα αυτή έδωσε το παρόν και πάλι στα «Κρόκια», τα οποία σταμάτησαν λίγο καιρό μετά.
Συμμετείχαμε σε όλες τις εκδηλώσεις, στις γιορτές, στις εθνικές επετείους, καθώς και σε εκδηλώσεις που πραγματοποιούνταν σε διάφορα ιδρύματα, εντός αλλά και εκτός της ευρύτερης περιοχής του Αλμυρού.
Την εποχή εκείνη, με την πολύτιμη βοήθεια του αξέχαστου καθηγητή Γιώργου Κεχαγιά, επαναλήφθηκε και η «Λαμπαδηφορία», στην οποία συμμετείχε και ο ίδιος παλαιότερα, ως μαθητής του Γυμνασίου.
Θα ήθελα να πω ένα μεγάλο ευχαριστώ μέσα από την καρδιά μου σε όλα τα παιδιά που ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμά μου για να μάθουν μουσική, κατά τα χρόνια της διδασκαλίας μου στη Φιλαρμονική του Δήμου, ιδιαίτερα σ’ εκείνα που έγιναν οι πρώτοι μαθητές μου, και εξαιρετικά στον Δημήτριο Παπά, που ήταν ο μοναδικός μου μαθητής για ένα μικρό διάστημα.
Ευχαριστώ επίσης τον Αρχιμουσικό Σταύρο Καλομοίρη για τα ωραία κομμάτια που μου παραχώρησε».
Ο Ιωάννης Παπαλεξανδρής για πολλά χρόνια συμμετείχε παράλληλα και στην Τετράφωνη Μικτή Χορωδία του Δήμου Αλμυρού.
Στη δεκαετία του ’90 ανέλαβε για δύο χρόνια τη Φιλαρμονική ορχήστρα της Νέας Αγχιάλου, και μέχρι σήμερα είναι μέλος της Μικτής Χορωδίας της πόλης.
Το μεγάλο του παράπονο εδώ και αρκετά χρόνια είναι η αρνητική στάση και η αδιαφορία των Δημοτικών Αρχών του τόπου μας στις προτάσεις του να προσφέρει το σπάνιο και δυσεύρετο αρχειακό υλικό που διαθέτει, προκειμένου να συντηρηθεί και να διασωθεί, μαζί με τις υπηρεσίες του, την αγάπη και το μεράκι του για τη μουσική, και την πολύχρονη διδακτική του πείρα, αφιλοκερδώς, στη Φιλαρμονική του Δήμου, συντηρώντας τα όργανα, κάνοντας μαθήματα στα παιδιά, και βοηθώντας στις ανάγκες της ορχήστρας γενικότερα.
«Να ξαναβγεί προς τα έξω η Φιλαρμονική, που είναι καθηλωμένη σχεδόν τα τελευταία χρόνια και συμμετέχει σε λιγοστές και καθιερωμένες εκδηλώσεις. Να παρουσιάζονται οι χοροί στις εθνικές επετείους με ζωντανή μουσική, να ξαναγίνουν οι «πλατείες», να μαθαίνουν τα παιδιά και να απασχολούνται δημιουργικά».
Από τα δύο του παιδιά κανένα δεν κληρονόμησε την αγάπη και το μεράκι του για τη μουσική. Ο μικρός όμως εγγονός του ήδη από πολύ νωρίς έχει εκδηλώσει την περιέργεια και το ενδιαφέρον του για την κορνέτα. Έτσι, όταν γίνει 12 ετών -ηλικία πριν από την οποία δεν επιτρέπεται στα παιδιά να ασχοληθούν με τα πνευστά, λόγω της ασφαλούς διάπλασης των πνευμόνων- θα έχει την ευκαιρία να δοκιμάσει την τύχη του στο όργανο το οποίο κατέχει ξεχωριστή θέση στο σπίτι και στην καρδιά του παππού του.