- 29 Αυγούστου, 2013
Αναμνήσεις από παλιά παζάρια του Αλμυρού
Δέσποινα Κοτζιαπαναγιώτου
Παζάρι… μια έννοια που για όλους εμάς, τους κατοίκους της Επαρχίας Αλμυρού, έχει ιδιαίτερη σημασία.
Με πόση λαχτάρα και ανυπομονησία το περιμέναμε όταν ήμασταν παιδιά; Ήταν σαν να μπαίναμε ξαφνικά σ’ έναν κόσμο βγαλμένο από παραμύθια, κάτι σαν την Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων. Ένας κόσμος γεμάτος χρώματα, μυρωδιές, ήχους και παιχνίδια, κάποια από τα οποία σίγουρα προορίζονταν για μας (μερικές φορές με λίγο κλάμα παραπάνω).
Και κείνες οι ατέλειωτες βόλτες, με τις μαμάδες που ήθελαν να ψωνίσουν τα χειμωνιάτικα, σέρνοντάς μας, θέλοντας και μη από το χέρι. Φόρμες, κάλτσες, ζεστά ρούχα, καινούργια …προίκα για το σπίτι.
Και κείνες οι μυρωδιές από σουβλάκια και ζεστό, λαχταριστό χαλβά, γνώριμες μυρωδιές, που νιώθουμε ότι έχουν ποτίσει για πάντα το δέρμα και τα ρούχα μας (ίσως και λίγο τις καρδιές μας).
Και κείνη η πρώτη βροχή, που πάντα περίμενε τους δύσμοιρους παζαριώτες για να πέσει, να ανακατευτεί με τις άλλες μυρωδιές, και να δώσει μια πιο φθινοπωρινή νότα στο όλο σκηνικό.
Ναι, το παζάρι μύριζε πάντα και μυρίζει Φθινόπωρο! Τέλος Αυγούστου, τέλος του καλοκαιριού, τέλος του παιχνιδιού, της ξενοιασιάς και της μαγείας.
Τόπος συνάντησης για τους μεγάλους. Πόσους και πόσους δεν έχουμε ανταμώσει στο παζάρι; Τόπος νοσταλγίας για τους μεγαλύτερους. Πόσες αναμνήσεις, πόσα χρόνια, ολόκληρες ζωές! Εμείς, οι γονείς μας, οι παππούδες αλλά και οι προπαππούδες μας, όλοι περάσαμε από κει.
Κάθε χρόνο λοιπόν, το παζάρι ανοίγει τις πύλες του, και περιμένει τον καθέναν από μας, για να του προσφέρει ό,τι εκείνος επιθυμεί.
Ας δούμε όμως, πως ήταν αυτό το περίφημο παζάρι σε άλλα, περασμένα χρόνια, πόσο ίδιο ή πόσο αλλιώτικο από αυτό που γνωρίσαμε.
Άνθρωποι που το έζησαν, μας μιλούν και μας παρασέρνουν σ’ ένα ταξίδι γεμάτο αναμνήσεις.
Για να θυμηθούν οι πιο παλιοί και να γνωρίσουν οι νεότεροι…
Δημήτρης Πασχαλούδης, από την Ευξεινούπολη: «Το παζάρι υπήρχε και πριν από τον πόλεμο του ’40, μόνο που ήταν λίγο πιο πάνω από κει που γίνεται σήμερα, στα Πλατάνια. Τις δύο πρώτες μέρες γινόταν ζωοπανήγυρη. Έφερναν ζώα από διάφορα μέρη. Υπήρχαν οι λεγόμενοι «τσαμπάσηδες», μεταξύ των οποίων και αρκετοί Γύφτοι. Ήταν κάτι σαν μεσίτες, ήξεραν ποιος έχει καλά ζώα. Όποιος ήθελε να αγοράσει πήγαινε σ’ αυτούς κι εκείνοι μεσολαβούσαν για την αγορά. Το ’40 θυμάμαι ότι αγόρασε και ο πατέρας μου ένα άλογο.
Διαρκούσε όπως και σήμερα, οκτώ ημέρες. Μόνο που τότε υπήρχαν μικτές ορχήστρες, μπουζούκια και κλαρίνα, στις ψησταριές που έψηναν διάφορα κρέατα. Ο χαλβάς υπήρχε πάντα χώρια, στα χαλβατζίδικα. Αυτό μέχρι το 1940. Από τότε και μέχρι το 1948, λόγω του πολέμου, και του εμφυλίου αργότερα, είχε σταματήσει. Το ’48, το ’49 και το ’50 γινόταν μικρό παζάρι γύρω από την Πλατεία του Αλμυρού, και το ζωοπάζαρο τις δύο πρώτες μέρες στα Πλατάνια. Από το ’50 και μετά επανήλθε στην παλιά του θέση.
Υπήρχε μεγάλη συρροή κόσμου στο παζάρι, έρχονταν από όλη την Επαρχία Αλμυρού. Λόγω της Κατοχής και του πολέμου που είχαν προηγηθεί, ο κόσμος είχε μεγάλη διάθεση για γλέντι. Μετά το 1950 ήταν πολλές οι ορχήστρες, με αποτέλεσμα κάποιοι να φτιάχνουν και πίστες ρίχνοντας τσιμέντο, ενώ παλιά ήταν χώμα. Έπαιζαν όλα τα τραγούδια, ευρωπαϊκά, δημοτικά, λαϊκά, οι πίστες ήταν γεμάτες, τα ταγκό, οι «κομπαρσίτες», τα βαλς, τα φοξ αγκλαί, έδιναν κι έπαιρναν, γινόταν χαμός. Επιπλέον τότε υπήρχε και το νυφοδιάλεγμα. Αντάμωναν οι κοπέλες και οι νεαροί για να δουν ο ένας τον άλλο, πάντα σε απόσταση.
Τα παιχνίδια ήταν λίγα, τα αλογάκια υπήρχαν μόνο – και πριν τον πόλεμο. Δίπλα στο παζάρι (μετά το ’50), κάθε χρόνο ερχόταν ένας θίασος, συνήθως του Αντώνη Παπαδόπουλου, αλλά και ο Ζανίνο, και έπαιζαν θέατρο, τη «Γκόλφω» και άλλα έργα. Αυτό κράτησε από το ’50 μέχρι το ’60. Μετά σταμάτησε.
Υπήρχαν οι λοταρίες όπου έπαιζαν χρήματα. Όσοι ήταν μανιώδεις τζογαδόροι πήγαιναν και έπαιζαν στη ρουλέτα. Έβαζες μία μάρκα και κέρδιζες όσες μάρκες υπήρχαν επάνω, μετρούσε και η μάρκα που είχες βάλει. Μάλιστα πολλοί (από αυτούς που είχαν τις λοταρίες) έδιναν λεφτά σε αβανταδόρους για να κάνουν πως παίζουν και να γίνεται ντόρος, να φαίνεται κόσμος. Αυτοί δεν κέρδιζαν, αλλά πληρώνονταν για να παίζουν.
Το παζάρι τότε ήταν μικρό, περίπου εκατό παράγκες. Πηγαίναμε με τα κάρα ή με τα πόδια, και πάνω στα κάρα τραγουδούσαμε. Μετά το ζωοπάζαρο, ο χώρος αυτός άδειαζε και ξεζεύαμε εκεί. Αργότερα πηγαίναμε με τα τρακτέρ. Μια φορά στην Πλατεία (εκεί που είναι σήμερα ο ΟΤΕ), είχαν σκάψει μία γούρνα, έριξαν μέσα κάποιον που τον είχαν βάψει μαύρο, και τον παρουσίαζαν για άγριο. Για να τους πιστέψει ο κόσμος, έριξαν και μια γάτα μέσα και είπαν ότι τη γάτα την έφαγε. Αυτό κράτησε δύο – τρεις μέρες μόνο, μετά τους πήραν χαμπάρι και τους έδιωξαν. Ήταν και μια γυναίκα πολύ χοντρή, και μια άλλη που ήταν ανάπηρη, αλλά έπιανε το βελόνι και κεντούσε κι έραβε με τα πόδια. Κι εμείς πληρώναμε εισιτήριο για να δούμε. Με κάτι τέτοια μας ξεγελούσαν τότε…»
Σωτήρης Κοντοστάθης, από τον Αλμυρό: «Το παζάρι για μας ήταν η μεγαλύτερη χαρά. Το περιμέναμε από τη μέρα που έκλεινε, μέχρι τη μέρα που ξανάνοιγε, την επόμενη χρονιά. Όμως έπρεπε να έχουμε και οικονομίες. Μικρά παιδιά ήμασταν, τι να κάνουμε; Είχαμε λοιπόν έναν πήλινο κουμπαρά, όπου όλο το χρόνο ρίχναμε ό,τι μας έδινε ο παππούς και η γιαγιά, κι έτσι μαζεύαμε χαρτζιλίκι για να πάμε στο παζάρι, ν’ αγοράσουμε ένα κομμάτι χαλβά ή το μαλλί της γριάς!
Τα παιχνίδια ήταν πολύ απλά. Εγώ θυμάμαι κάτι κουδουνίστρες και κάτι φυσερά. Περιμέναμε να δούμε το αλογοπάζαρο που γινόταν στην αρχή του παζαριού και για τρεις μέρες, την παραμονή και άλλες δύο μετά. Έφερναν ζώα από όλη τη Θεσσαλία, άλογα, γαϊδούρια και μουλάρια και ήταν το μεγαλύτερο ζωοπάζαρο που γινόταν στη Μαγνησία.
Υπήρχαν και οι κούνιες. Ανεβαίναμε κι αρχίζαμε να τραβάμε τα σκοινιά και κάναμε αγώνες για το ποιος θα φτάσει πιο ψηλά και θα ακουμπήσει το ξύλο. Ήταν κι ένα περιβόητο κανόνι που χτυπούσαμε για να δοκιμάσουμε τη δύναμή μας. Κάτι έβαζαν μέσα σαν μπαρούτι, και όποιος κατάφερνε να το φτάσει μέχρι το τέλος, τότε έκανε το μπαμ. Αυτός ήταν ο πιο δυνατός.
Όλα αυτά γίνονταν στα Πλατάνια. Μαζευόμασταν αργότερα σαν νεολαία, για να δούμε τις κοπέλες, να βολτάρουμε πάνω – κάτω, να φάμε σκόνη με το τσουβάλι και μετά να πάμε να φάμε χαλβά.
Υπήρχαν μεγάλα μαγαζιά, με όργανα, με ορχήστρες. Εκεί βέβαια πήγαιναν όσοι είχαν λεφτά, ντόπιοι και ξένοι. Έρχονταν από τη Λάρισα, το Βελεστίνο, το Ριζόμυλο, από διάφορα μέρη. Τα μαγαζιά αυτά ήταν σαν ταβέρνες – ψησταριές, όχι όπως είναι σήμερα με τα σουβλάκια.
Το 1947, ’48 με τον εμφύλιο, το παζάρι από το φόβο των ανταρτών, έγινε στην Πλατεία, σ’ εκείνη την πλευρά που σήμερα είναι η Εθνική και η Εμπορική Τράπεζα.
Μια χρονιά θυμάμαι, πήρε μια μεγάλη βροχή, και παρέσυρε τα πάντα, εμπορεύματα, τραπέζια, καρέκλες. Στην Πλατεία λειτουργούσαν οι ταβέρνες που υπήρχαν μόνιμα εκεί. Ύστερα, το παζάρι ξαναγύρισε στα Πλατάνια. Λίγα χρόνια μετά άρχισε να γίνεται και έκθεση με γεωργικά μηχανήματα.
Θυμάμαι ότι υπήρχε και ο γύρος του θανάτου. Απ’ έξω είχε εξέδρες για όρθιους θεατές, και μέσα έμπαιναν δύο μοτοσικλετιστές που έκαναν διάφορα επικίνδυνα νούμερα. Από τη μια φοβόμασταν, αλλά από την άλλη θέλαμε να ξαναπάμε. Και τι άλλο μπορούσαμε να κάνουμε;
Για τη γιορτή της Παναγίας Ξενιάς, ξεκινούσαν άνθρωποι από διάφορα μέρη, μέχρι και δύο μέρες πριν για να μπορέσουν να φτάσουν με τα κάρα, κι ανέβαιναν πάνω στο Μοναστήρι. Στο γυρισμό σταματούσαν στο παζάρι, όπου έμεναν και μια μέρα για να ξεκουραστούν και για να χαζέψουν».
Ρούλα Κοτζιαπαναγιώτου, από την Ευξεινούπολη: «Όταν ήμασταν μικρά παιδιά, πηγαίναμε όλο το καλοκαίρι και αρμαθιάζαμε καπνά, και πληρωνόμασταν μία δεκάρα την αρμαθιά, για να μαζέψουμε κανά δυο δραχμές και να μπορέσουμε να αγοράσουμε κανένα παιχνίδι από το παζάρι. Και τι παιχνίδι δηλαδή, κάτι τόπια θυμάμαι από ύφασμα ή από μαλακό χαρτί, που είχαν μέσα πίτουρα ή ροκανίδια από ξύλο, κι ένα λάστιχο που το περνούσαμε στο δάχτυλό μας και τα παίζαμε πάνω κάτω, κάτι χάρτινα φυσερά, και για μας που ήμασταν κορίτσια και κανένα βραχιολάκι.
Στο παζάρι πηγαίναμε με τα πόδια και βουλιάζαμε μέσα στη σκόνη γιατί όλοι οι δρόμοι τότε ήταν χωματόδρομοι. Στο γυρισμό βγάζαμε τα παπούτσια και γυρίζαμε ξυπόλητα, γιατί από το πολύ περπάτημα και τις βόλτες στο παζάρι, μας χτυπούσαν και πονούσαν τα πόδια μας. Όσοι είχαν κάρα πήγαιναν μ’ αυτά. Εμείς δεν είχαμε.
Μια φορά που είχαμε πάει στο παζάρι με τους γονείς μας, εμείς τα τρία μικρότερα από τα οκτώ συνολικά παιδιά, πήγαμε να πάρουμε μαλλί της γριάς. Δεν απομακρυνθήκαμε πολύ, αλλά από τον κόσμο και τη φασαρία ζαλιστήκαμε, χαθήκαμε, δεν βρίσκαμε το τραπέζι που κάθονταν οι γονείς μας, και αρχίσαμε να κλαίμε. Τότε μας είδε ένας γείτονας ο Γιώργος Τζαφλέρης και μας είπε μην κλαίτε, να εκεί κάθονται οι δικοί σας. Ξεκινήσαμε με χαρά, αλλά και πάλι δεν τους βρίσκαμε και να απ’ την αρχή τα κλάματα. Τότε μας περιμάζεψε ένας χωροφύλακας που θέλησε να μας πάει στο σπίτι, αλλά εμείς επιμέναμε ότι οι γονείς μας ήταν εκεί, ώσπου έψαξε και τους βρήκε.
Από μεγαλύτερα παιχνίδια θυμάμαι μόνο τις κούνιες και τα αλογάκια, δεν υπήρχαν πολλά πράγματα. Εμάς η ψυχή μας ήταν να ανεβούμε στις κούνιες.
Φωτογραφίες δεν υπάρχουν πολλές από τα μικρά μας χρόνια στο παζάρι, γιατί τότε οι λιγοστοί φωτογράφοι που υπήρχαν, έπρεπε να κουβαλούν ολόκληρο συνεργείο μαζί τους και να στήνουν και να ξεστήνουν. Ήταν δύσκολο.
Θυμάμαι κι ένα ζευγάρι, τον Εβεντίκ (ή Μποτόση όπως ήταν πιο γνωστός), και τη γυναίκα του. Αυτοί ήταν πρόσφυγες αλλά μιλούσαν πιο πολύ τούρκικα και πολύ λίγα σπαστά ελληνικά. Ο Εβεντίκ είχε ένα κασελάκι και γυάλιζε παπούτσια. Μόλις άρχιζε λοιπόν το παζάρι, άντρας και γυναίκα έπαιρναν από μια κουβέρτα παραμάσχαλα, και κατέβαιναν. Την άραζαν κάτω από ένα δέντρο και κοιμόνταν και ξυπνούσαν εκεί, μαζί με τους άλλους παζαριώτες. Έτσι ευχαριστιόνταν για τα καλά το παζάρι, το χόρταιναν».
Χρήστος Γαρέφης, από τον Πλάτανο: «Την πρώτη μέρα που ξεκινούσε το παζάρι, έφερναν ζώα και τα πουλούσαν. Αν δεν τα πουλούσαν, κάθονταν και τη δεύτερη μέρα.
Τότε κάποιοι παζαριώτες που είχαν ψησταριές, έφερναν γραμμόφωνα κι εμείς διασκεδάζαμε μ’ αυτά και χορεύαμε μέχρι το πρωί. Κάποιοι απ’ αυτούς που είχαν τις παράγκες, έριχναν κάτι κοκοράκια μέσα στο νερό, μας έδιναν και κάτι κρικάκια για να τα ρίχνουμε κι άμα τα πετυχαίναμε στο λαιμό, τότε κερδίζαμε κάτι λουκούμια, κανένα μπουκάλι κρασί, τέτοια πράματα. Άλλοι είχαν κάτι όπλα. Έπαιρνες δέκα φούντες κι έριχνες, κι άμα πετύχαινες το στόχο κέρδιζες, πάλι λουκούμια.
Τότε λέγαμε πότε θα ρθει το παζάρι, να πάμε να πάρουμε ρούχα και παπούτσια, γιατί δεν είχαμε που αλλού να πάμε να ψωνίσουμε».
Κωνσταντίνος Παππαϊωάννου, από τον Πλάτανο: «Εμείς πηγαίναμε και ανοίγαμε μαγαζί στο παζάρι, ψησταριά. Φέρναμε όργανα και διασκέδαζε ο κόσμος, όσο που άντεχε ο καθένας. Οι ορχήστρες έρχονταν απ’ το Βόλο και τις κλείναμε για όλες τις μέρες που ήταν το παζάρι. Τότε τους πληρώναμε εμείς, όσα λεφτά είχαμε συμφωνήσει απ’ την αρχή, αλλά αυτοί είχαν και τα τυχερά τους απ’ τον κόσμο.
Όταν ήμασταν παιδιά, σκοτωνόμασταν να κατεβούμε απ’ τον παλιό τον Πλάτανο με τα πόδια (ο σημερινός Πλάτανος δεν υπήρχε τότε), για να πάμε στο παζάρι, να χαζέψουμε. Εκεί είχε το γύρο του θανάτου. Αυτό το θυμάμαι από μικρό παιδί. Άλλοι είχαν κάτι λοταρίες κι έπαιζαν λεφτά. Για παιχνίδια θυμάμαι ήταν κάτι λαϊνια που τα γεμίζαμε με νερό κι αυτά σφύριζαν. Υπήρχαν κι αυτοί που πουλούσαν λεμονάδες και πορτοκαλάδες. Τις είχαν μέσα σε κασάκια κι από πάνω έβαζαν πάγο για να είναι κρύες. Αυτές τις …πολυτέλειες είχαμε εμείς τότε!»
Σουλτάνα Μαραβέγια, από την Ευξεινούπολη: «Στο παζάρι πηγαίναμε κι ερχόμασταν με τα πόδια και το τραγούδι έδινε κι έπαιρνε. Ήταν και κάτι φεγγαρόλουστες βραδιές! Όλος ο κόσμος κατέβαινε με τα κάρα και με τα άλογα, απ’ όλα τα χωριά. Γέμιζαν τα Πλατάνια, κάρα κι άλογα παντού. Καμιά φορά προλαβαίναμε κι εμείς να σκαρφαλώσουμε σε κανένα απ’ αυτά, αλλιώς μας έτρωγε ο ποδαρόδρομος. Οι ηλικιωμένοι που κουράζονταν και δεν είχαν λεφτά να καθίσουν στα κέντρα, κάθονταν πάνω στα κάρα που ήταν στρωμένα με κουρελούδες και απολάμβαναν τη μουσική.
Εμείς ξεροσταλιάζαμε στις κούνιες με τις ώρες, αλλά δεν είχαμε λεφτά για ν’ ανεβούμε. Κι εκείνος ο χαλβάς που έψηναν στους νταβάδες πάνω σε πέτρινα στηρίγματα, είχε μια μοσχοβολιά! Συνήθως όμως δεν μας έφταναν για ν’ αγοράσουμε χαλβά, γι’ αυτό παίρναμε μαλλί της γριάς που ήταν πιο φτηνό.
Είχαν κι έναν παπαγάλο σ’ ένα κίτρινο κλουβί, που έλεγε την τύχη. Έδινες κάτι κι ο παπαγάλος έπαιρνε με το ράμφος του ένα χαρτάκι και διάβαζες την τύχη σου, αν θα παντρευτείς, πόσα παιδιά θα κάνεις, πόσα χρόνια θα ζήσεις και άλλα τέτοια για να διασκεδάζει ο κόσμος. Ήταν κι ένας παλιάτσος που έκανε το Σαρλώ κι ένας νέος άντρας που τύλιγε στο λαιμό του ένα ψεύτικο φίδι.
Φώτα δεν υπήρχαν. Μόνο οι ασετυλίνες που καμιά φορά έσβηναν κι αυτές και τα σπαρματσέτα. Και τα κέντρα ασετυλίνες είχαν. Ευτυχώς που στα παζάρια συνήθως είχε φεγγάρι.
Οι γυναίκες αγόραζαν πήλινα γιουβέτσια, κανάτια για να έχουν κρύο νερό στο χωράφι, μπρούτζινα ταψιά, μπακιρένια θυμιατήρια, ρούχα για το χειμώνα. Κι εμείς, κάτι ψεύτικα δαχτυλιδάκια, βραχιολάκια και ρολογάκια που δεν δούλευαν, μιας πεντάρας πράγματα».