• 13 Αυγούστου, 2013

Στη Μνήμη των 35 Αλμυριωτών που εκτελέστηκαν τον Αύγουστο του 1943 από τα στρατεύματα Κατοχής

Στη Μνήμη των 35 Αλμυριωτών που εκτελέστηκαν τον Αύγουστο του 1943 από τα στρατεύματα Κατοχής

του Αθανασίου Αθαν. Σαρρή,

Γεωπόνου – Αντιδημάρχου Αλμυρού

 Μέρες σαν και τούτες είναι αδύνατον η ιστορική μνήμη σαν φτάσει στον Αλμυρό να μην σκοτεινιάσει το πρόσωπό της . Έχουν περάσει 70 ολόκληρα χρόνια από τότε. Ήταν και πάλι Αύγουστος και ήταν 1943κι η μνήμη και ο καιρός και οι ζεστές ημέρες μας γυρίζουν πίσω σε παρόμοιες συνθήκες. Να εκεί στο δρόμο προς το Βόλο, στο δρόμο προς το νεκροταφείο του Αλμυρού 35 αθώοι συμπατριώτες μας οδηγήθηκαν στην εκτέλεση.

Ήταν 15 Αυγούστου του 1943, ημέρα Κυριακή, η μεγάλη γιορτή της Παναγίας. Ο Αλμυρός εκείνη την περίοδο ζούσε τη συνηθισμένη ζωή της κατοχής. Σε λίγο όμως θα θρηνούσε το χαμό 35 ανδρών. Η πόλη θα μεταβάλλονταν σε ερείπια, μανάδες θα έμεναν χωρίς γιους, γυναίκες χωρίς άνδρες και παιδιά χωρίς πατεράδες. Μαύρο πέπλο απελπισίας, φτώχεια και ορφάνια θα κάλυπτε την πόλη μας.

Η όλη επιχείρηση της μεγάλης τραγωδίας προετοιμάσθηκε στις 13 Αυγούστου 1943 ημέρα Παρασκευή. Ο κόσμος καθαρά αγροτικός κουρασμένος από την πολύωρη καθημερινή εργασία αποσύρθηκε νωρίς. Έξω στην πιάτσα της πόλης ελάχιστοι.

Το βράδυ ακούστηκαν οι πρώτοι πυροβολισμοί. Στην αρχή νόμισαν πως κάποια περίπολος των κατοχικών δυνάμεων έριξε, όπως συνήθως, προς εκφοβισμό. Ο κόσμος ξαφνιάστηκε, όταν τα πυρά δυνάμωναν, η αγωνία άρχισε να αυξάνει κάτω από τη θανατερή βοή των πυροβόλων, ενώ οι όλμοι άρχισαν να πέφτουν βροχή.

Μετά το ξημέρωμα τα πυρά αραίωσαν, ενώ η σκόνη διαλυόταν. Οι Ιταλοί στρατιώτες πήραν τους δρόμους κατακόκκινοι και μανιασμένοι από θυμό και μίσος. ότι δεν μπόρεσαν τη νύχτα θα το έκαμαν την ημέρα, ενώ ο κόσμος της πόλης σαστισμένος και πανικόβλητος δεν γνώριζε για την νυκτερινή μάχη. Αμέσως άρχισαν οι εκτελέσεις αθώων ανθρώπων. Τα γειτονικά με τα φρούρια σπίτια δοκίμασαν πρώτα την εκδίκηση του εχθρού. Άλλους εκτέλεσαν στο κρεβάτι, ακόμη και γέροντες και ασθενείς, άλλους καθώς τους υποδεχόταν στην αυλή του σπιτιού τους, πολλούς έσυραν στα οχυρά τους και βασάνισαν, ενώ το κυνηγητό άρχισε με την υποστήριξη στρατού που κατέφθασε από τη Λάρισα με κανόνια και όλμους.

Χρειάσθηκε λιγότερο από μία ώρα να συγκεντρώσουν την πλειοψηφία των κατοίκων, οι οποίοι δεν είχαν αντιληφθεί τι είχε γίνει και γι’ αυτό δεν έφυγαν και βρίσκονταν στα σπίτια τους.

Ο επικεφαλής των Ιταλών είπε στους συγκεντρωμένους ότι θα πρέπει να πληρώσουν με αίμα διότι το προηγούμενο βράδυ είχαν απώλειες. Αγωνιώδεις κραυγές βγαίνουν από τα στόματα όλων, μητέρες αδελφές, παιδιά, γέροντες, σχημάτισαν τείχος μένοντας ακίνητοι γύρω από τους άνδρες.

Τελικά πείσθηκαν ότι θα πρέπει να αποχωρήσουν. Η εξέταση των ανδρών κράτησε από τις δέκα το πρωί ως τις εννιά το βράδυ. Τελικά κρατήθηκαν 88 οι

οποίοι κρίθηκαν ένοχοι από τους Ιταλούς καραμπινιέρους, βοηθούμενοι στο εγκληματικό έργο τους από τους ντόπιους λεγεωνάριους δοσίλογους.

Το πρωινό της άλλης μέρας ξύπνησαν με καμπάνες. Ο Ιταλός στρατηγός έλεγε να συγκεντρωθεί ο κόσμος στην πλατεία, διότι θα μιλούσε για το καλό της πόλης. Ο κόσμος πίστεψε ότι το δράμα είχε πάρει τέλος, τα 25 θύματα της μάχης και οι 88 κρατούμενοι κρίθηκαν αρκετοί στον εξιλασμό. Ο συνταγματάρχης γεμάτος μίσος έβγαλε την απόφαση: όλοι θα πεθάνουν. Ο στρατηγός και ο καραμπινιέρος έλεγαν να εκτελεσθούν, όσοι ήταν ένοχοι. Κόσμος αθώος, μικρά παιδιά, γυναίκες, γέροντες, στα πρόσωπα όλων ζωγραφισμένη η αγωνία περίμεναν την απόφαση. Τελικά οι καραμπινιέροι, βοηθούμενοι από τους δοσίλογους λεγεωνάριους χώρισαν τους κρατούμενους σε τέσσερις κατηγορίες. Έφτασε αυτό να καταλάβουν ότι πλησίαζε η ώρα να πεθάνουν.

Φίλοι, γνωστοί, συγγενείς αποχαιρετιούνταν, μανάδες, γυναίκες, αδελφές, γέροντες έκλαιγαν ασταμάτητα. Μικρά παιδιά έτρεχαν ανάμεσα στο πλήθος, παρατημένα από τους γονείς, ενώ οι φασίστες κατακτητές γελώντας σαρδόνια έπαιζαν με τους μελλοθάνατους.

Στη δύση του ήλιου ο στρατηγός έκανε νεύμα οι μελλοθάνατοι να φορτωθούν στα αυτοκίνητα. Οι μελλοθάνατοι άρχισαν να ελπίζουν, διότι το να ανέβουν στα αυτοκίνητα κάτι έλεγε γι’ αυτούς. Έτσι 250 όμηροι περίπου βρέθηκαν φορτωμένοι. Την ίδια ώρα από τη δυτική όχθη της πλατείας ξεκινούσε η κουστωδία των μελλοθάνατων. Είναι οι 35, οι οποίοι για αντίποινα θα τουφεκισθούν, ενώ θα καούν σπίτια και κτίρια. Οι μελλοθάνατοι κίνησαν σιωπηλοί, ότι έβλεπαν ήταν τελευταία φορά.

Την ώρα εκείνη έσβηναν 35 κόσμοι, 35 ισάριθμες αγνές ψυχές των οποίων το μόνο έγκλημα ήταν πως δώσανε πίστη στα λεγόμενα του φασίστα Ιταλού κατακτητή…Οικογενειάρχες οι περισσότεροι, άνθρωποι της δουλειάς και της επιστήμης βάδιζαν το μεγάλο δρόμο της αιωνιότητας, άφθαρτοι από τον εξαγνισμό της ζωής.

Ενώ βάδιζαν οι 35 προς ρο Νεκροταφείο, οι καραμπινιέροι προσπαθούσαν να αποσπάσουν μαρτυρίες σχετικά με τα πρόσωπα που έλαβαν μέρος στην επιχείρηση της Παρασκευής, υποσχόμενοι να τους χαρίσουν τη ζωή βάζοντας στη θέση του αυτόν που θα υποδείκνυαν. Δυστυχώς για τους φασίστες κανείς από τους 35 δεν ενέδωσε και προτίμησαν τον θάνατο παρά να γίνουν προδότες της πατρίδας. Λόχοι από στρατιώτες Ιταλούς στο πλάι των 35, οι εκλεκτοί της τύχης προχωρούσαν μέσα σε πανδαιμόνιο από φωνές. Ήταν οδυνηρό το θέαμα να σέρνονται « ως πρόβατα επί σφαγή» στον τόπο της εκτέλεσης από τους δήμιους και πίσω τους να ακολουθούν απελπισμένοι με θρήνους και οδυρμούς οι δικοί τους άνθρωποι, οι γυναίκες τους, οι αδερφάδες τους, τα παιδιά τους, οι συγγενείς τους, οι φίλοι και ήταν σπαρακτικό το θέαμα να θρηνούν ακόμα ζωντανούς τους δικούς τους ανθρώπους συνοδεύοντάς τους στο Γολγοθά και γύρω τους οι απάνθρωποι φρουροί να σπρώχνουν, να φωνάζουν, να βρίζουν αδιάφοροι για τα κλάματα των μανάδων, των γυναικών, των παιδιών που βάδιζαν πίσω τους.

Καθώς πλησιάζουν στο νεκροταφείο η αδελφή ενός εκ των 35 όρμησε πάνω στους Ιταλούς σχίζοντας τη γραμμή τους και φωνάζοντας που μας αφήνεις. Η φωνή της δεν έχει τίποτε το ανθρώπινο και το πρόσωπό της αυλακώνεται φρικιαστικά από τον πόνο, ο ζωντανός νεκρός γέρνει δακρύζοντας στα μαλλιά της. Τότε ένας Ιταλός την σπρώχνει βίαια και τα μαλλιά της πιάνονται στο δένδρο. Έπειτα σαν τρελή σπρώχνει και ορμά ενώ δυο τρεις προσπαθούν να την εμποδίσουν. Αυτή όμως δεν κάνει πίσω, σχίζει, δαγκώνει και φωνάζει. Στο τέλος κατορθώνουν να την πιάσουν. Αναίσθητη πέφτει στο έδαφος και βγάζει αφρούς. Η απόφαση του φασίστα κατακτητή ήταν να δούνε την εκτέλεση και οι φορτωμένοι στα αυτοκίνητα όμηροι, το στάθμισμα των αυτοκινήτων έφερε στους σκλάβους το ρίγος του θανάτου, πίστεψαν με μιας ότι ο θάνατος είχε φτάσει και όχι λίγοι άρχισαν να σταυροκοπιούνται και να ζητούν μεταξύ τους συγχώρεση… Και ενώ ετοιμάζονταν να κατέβουν από τα αυτοκίνητα, η κουστωδία των 35 περνούσε την κεντρική πόρτα του νεκροταφείου ανάμεσα από μαρμάρινα μνημεία, κυπαρίσσια και ξερά χόρτα. Οι έντεκα πρώτοι παρατάσσονται αφ’ ενός ζυγού και καρφώνουν τα βλέμματά τους στους εκτελεστές θέλοντας να ρωτήσουν ΓΙΑΤΙ!!!!!!. Έπειτα τα χλωμά τους πρόσωπα στρέφονται κατά την ανατολή και τον κόσμο, ο οποίος άφωνος και σκαρφαλωμένος στα τείχη παρακολουθεί τη μακάβρια τελετή με δάκρυα, μη πιστεύοντας ότι ήταν τα τελευταία δευτερόλεπτα που έβλεπαν ζωντανούς τους δικούς τους ανθρώπους. Ξαφνικά ακούγεται το κροτάλισμα και μια γλυκιά πνοή τα σβήνει όλα. Οι έντεκα σαν στάχυα θερισμένα κυλούν στη γη, ενώ οι σπαρακτικές φωνές των ζωντανών άρχισαν ωα σχίζουν τον αγέρα. Τα πρώτα αυτοκίνητα των ομήρων φεύγουν και στη θέση τους έρχονται νέα. Πλάι στους σκοτωμένους άλλοι τόσοι παίρνουν θέση. Το σύνθημα ξαναδίνεται και τα κορμιά πέφτουν. Οι θεατές ξεμαλλιάζονται, σχίζουν τα ρούχα τους, δαγκώνουν τα χέρια τους, σφίγγουν τα στήθη τους, θέλοντας με αυτό τον τρόπο να κρατήσουν εκείνο που πετά. Ο Ιταλός αξιωματικός δίνει για δεύτερη φορά τη χαριστική βολή.

Σχεδόν αμέσως η ίδια σκηνή επαναλαμβάνεται. Να τώρα και η τελευταία σκηνή, οι εναπομείναντες εννιά παρατάχθηκαν στη σειρά, ανάμεσα στα πτώματα των άλλων, χλωμοί και πράσινοι βλέπουν προς την ανατολή. Ξαφνικά ακούγεται η φωνή των όπλων και η σκέψη πετά με την ψυχή. Ο αξιωματικός προχωρεί προς τα πτώματα και παραπατά. Άλλοι τον κοιτούν με μάτια ανοιχτά. Άλλοι σαν για να του μιλήσουν και άλλοι νομίζεις ότι θέλουν να τον πνίξουν. Και ήταν σπαρακτικό το θέαμα. Οι ζωντανοί ορμούν στους πεθαμένους.

Χήρες, ορφανά, αδέλφια ψάχνουν ανάμεσα στους σκοτωμένους να βρουν τον πατέρα τους, τον αδερφό τους, τον δικό τους άνθρωπο, πατέρες αγκαλιάζουν τα παιδιά τους και με το ένα χέρι σκάβουν το μνήμα. Γυναίκες σηκώνουν στα χέρια τους άντρες και θρηνούν μπρος στο βωμό της θυσίας, γριές μητέρες αναμαλλιασμένες φέρνουν κουβέρτες, σεντόνια για να βάλουν το δικό τους άνθρωπο. Όλοι ίδιοι. Διάκριση δεν υπάρχει. Το κλάμα βγαίνει βαθιά από τη ψυχή τους, ενώ ο ήχος του θρήνου σκεπάζει ανατριχιαστικά την ομορφιά της φύσης. Ξαφνικά κάποιος από τους εκτελεσμένους σηκώνεται και το βάζει στα πόδια. Οι Ιταλοί σκοποί τον βλέπουν ακίνητοι. Τρέχει, τρέχει, πηδά τον τοίχο και χάνεται στα χωράφια σαν λαγός που τον κυνηγούν. Δεν βλέπει παρά οπτασίες απαίσιες, οράματα τρομακτικά.

Η εκτέλεση των 35 δεν ικανοποίησε το μίσος και την απανθρωπιά του κατακτητή, θέλησε να εκδικηθεί και αυτούς που έμειναν πίσω. Επειδή δεν μπορούσαν να εκτελέσουν χήρες, ορφανά και ανήμπορους ανθρώπους, προσπάθησαν να τους εξοντώσουν, καίγοντας τα φτωχικά τους σπίτια. Όλα γύρω μυρίζουν θάνατο. Από το Σάββατο αλλά και την Κυριακή ιδιαίτερα, η λεηλασία αποκορυφώθηκε. Οι Ιταλοί από τη Λάρισα, σε συνεργασία με τους ντόπιους προδότες, ξεγύμνωσαν τα σπίτια, αρπάζοντας ό,τι ήταν δυνατό να αρπάξουν.

Το πρωινό της Δευτέρας όλα ήταν ναυάγιο, έμψυχα και άψυχα, ζωή και θάνατος βάδιζαν συντροφιασμένα.

Για να λυγίσει η αντίσταση του Αλμυριώτικου λαού, για να πειθαρχήσουν στις επιταγές του εχθρού, για να πεθάνει μέσα τους η πίστη σε μια λευτεριά που θα ερχόταν οπωσδήποτε, έπρεπε να απλωθεί η τρομοκρατία, να κυριαρχήσει ο φόβος, έπρεπε να καταπλακώνει τις ψυχές η απελπισία, έπρεπε κάποιοι να πληρώσουν με τη ζωή τους.

Οι 35 νεκροί του Αυγούστου 1943 ήταν θύματα που πλήρωσαν για όλους τους Αλμυριώτες. Δεν ανήκαν σε κόμματα ή παρατάξεις, ανήκαν σε όλους μας, μόνο η πατρίδα μπορεί και δικαιούται να καμαρώνει γι’ αυτούς και ιδιαίτερα ο Αλμυρός. Δεν μπορεί να καπηλεύεται κανείς την μνήμη τους, είναι ασέβεια να τους διεκδικούν κάποιοι.

Τα θύματα των οποίων σήμερα τιμούμε τη μνήμη τους δεν ήταν αναγνωρισμένοι επικεφαλείς της έμπρακτα εκδηλωμένης αντίστασης του λαού μας. Εξέφραζαν με την όλη τους στάση, μέσα στην πολύπαθη πόλη μας και κάτω από τις σκληρές συνθήκες της καθημερινής βιοπάλης, την πίστη τους στη νίκη των ιδανικών και της ελευθερίας του έθνους μας, έδειχναν με τη στάση τους την πεποίθησή τους στην τελική επικράτηση του δικαίου. Ζούσαν καρτερικά προσμένοντας την ανάσταση.

Χρέος όλων μας εάν θέλουμε να είμαστε σωστοί και υπεύθυνοι πολίτες είναι για να τιμούμε τους προγόνους μας όλους όσους αγωνίσθηκαν και έδωσαν τη ζωή τους για την πατρίδα.

Ιδιαίτερη τιμή πρέπει να αποδίδεται και σε εκείνους τους νεκρούς που δεν προέρχονται από τα πεδία των μαχών, αλλά έπεσαν θύματα της εκδικητικής μανίας του εχθρού, ενός εχθρού που ανίκανος να δώσει τον αγώνα στο πεδίο της μάχης, εκδικείται άνανδρα τον άμαχο πληθυσμό.

Οι 35 νεκροί της 15ης Αυγούστου 1943 είναι θύματα που επιλέχθηκαν μέσα από εκατοντάδες άλλα άτομα του Αλμυρού και δυστυχώς σε αυτό βοήθησαν και οι ντόπιοι δοσίλογοι λεγεωνάριοι. Είναι θύματα της εκδίκησης του φασίστα κατακτητή, ενός δειλού και πανικόβλητου κατακτητή. Οι 35 δεν σκοτώθηκαν ξαφνικά και απότομα στον ενθουσιασμό της μάχης, έζησαν επί ώρες τον θάνατο, βίωσαν την πορεία προς αυτόν, τον ένιωσαν να τους περιτριγυρίζει.

Σήμερα 70 χρόνια από την ημέρα της εκτέλεσης των 35 έρχονται στη μνήμη μας και πάλι όλα εκείνα τα γεγονότα που μας στέρησαν τους δικούς μας ανθρώπους και γέμισαν τη ζωή μας επί πολλά χρόνια με στερήσεις και ταλαιπωρίες. Την θλίψη εκείνων των γεγονότων διαδέχεται το αίσθημα της περηφάνιας, διότι διδάξατε σε εμάς που αφήσατε πίσω ότι προτιμότερος είναι ο θάνατος παρά η συνεργασία με δειλούς δολοφόνους κατακτητές.

 

Οι 35 εκτελεσθέντες πατριώτες ήταν:

Βαλουξής Γ. 28 ετών, Βαλσάμης Μ. ετών 31, Βασιλάκος Π. ετών 28, Βλάχος Ν. ετών 33, Βούλγαρης Ι. ετών 37, Γκρούγιας Θ. ετών 29, Δημητρέλος Π. ετών 49, Δάρας Ε. ετών 30, Ευθυμίου Ν. ετών 22, Ευσταθιάδης Χ. ετών 56, Ζιώγας Χ. ετών 40, Καπής Στ. ετών 38, Κοσμάς Ι. ετών 34, Καρατσιώκης Γ. ετών 31, Κουτρούμπας Γ. ετών 59, Κολοβός Κ. ετών 35, Κολοβός Χ. ετών 37, Κούργιας Δ. ετών 35, Κρικέλας Π. ετών 43, Κοντομάνος Κ. ετών 48, Κανελλόπουλος Ε. ετών 45, Κυπαρίσης Γ. ετών 28, Λαλόπουλος Δ. ετών 26, Μαντουδιώτης Κ. ετών 45, Μαραγκός Σπ. Ετών 47, Μπαγλατζής Μ. ετών 30, Παπαδόπουλος Ε. ετών 40, Παπάς Σπ. Ετών 51, Σπανός Ι. ετών 43, Σιδέρης Ε. ετών 52, Σιδέρης Χρ. Ετών 55, Σαρρής Αθαν. Ετών 41, Τσικρικάς Απ. Ετών 27, Φράγκος Γ. ετών 47, Φώτης Αθαν. Ετών 50.


Σχετικά Άρθρα

“Άνοιξαν” σπίτια στον Αλμυρό κατά την περίοδο του παζαριού

“Άνοιξαν” σπίτια στον Αλμυρό κατά την περίοδο του παζαριού

Δεν έλειψαν και φέτος οι παραβιάσεις σε σπίτια στον Αλμυρό τις ημέρες του παζαριού. Σε μία…
32 φιάλες συγκεντρώθηκαν στην αιμοδοσία της Σούρπης!

32 φιάλες συγκεντρώθηκαν στην αιμοδοσία της Σούρπης!

Ολοκληρώθηκε με απόλυτη επιτυχία η 4 εθελοντική αιμοδοσία που πραγματοποιήθηκε το απόγευμα της Πέμπτης 5 Σεπτεμβρίου…
Οι ημερομηνίες των αγωνιστικών στα πρωταθλήματα της ΕΠΣΘ

Οι ημερομηνίες των αγωνιστικών στα πρωταθλήματα της ΕΠΣΘ

Η Α’ Τοπική αρχίζει στις 21-22 Σεπτεμβρίου, η Β’ στις 28-29 Σεπτεμβρίου και η Γ’ στις…