- 3 Ιουνίου, 2013
Μιχάλης Μπατσκίνης: Μια ραψωδία προσφυγιάς και σκληρής βιοπάλης (φωτο – βίντεο)
Δέσποινα Κοτζιαπαναγιώτου
Όταν ακούς ανθρώπους σαν τον κ. Μιχάλη Μπατσκίνη να διηγούνται ιστορίες, ο χρόνος είναι σαν να μην υπάρχει. Ένας άνθρωπος έξυπνος, ευχάριστος, ακούραστος, με αξιοθαύμαστη ζωντάνια και αξιοζήλευτη διαύγεια πνεύματος, που τον βοηθά να πηγαινοέρχεται από το παρελθόν στο παρόν με απίστευτη ευκολία, με σεβασμό στις αναμνήσεις του, μα και χωρίς να γίνεται δέσμιος αυτών, μας ταξίδεψε με τις διηγήσεις του και κράτησε αμείωτο το ενδιαφέρον μας, καθ’ όλη τη διάρκεια της συνάντησής μας, περιγράφοντας ένα κομμάτι μιας αναμφίβολα γεμάτης ζωής.
«Γεννήθηκα στις 4 Ιουνίου του 1921 στην Ευξεινούπολη. Οι γονείς μου ήταν φτωχοί, πρόσφυγες από την Ανατολική Ρωμυλία. Ο πατέρας μου αγροτοεργάτης και η μητέρα μου πολύ καλή μοδίστρα, με σταθερή πελατεία. Οι γυναίκες τότε δεν ήξεραν από υφάσματα, κι εκείνη πήγαινε στα εμπορικά μαγαζιά του Αλμυρού και ψώνιζε τα απαραίτητα. Έραβε για όλη την οικογένεια και οι περισσότεροι πελάτες της ήταν από τα «Πέτρινα» στην Ευξεινούπολη και από τα «Κουλουριώτικα» στον Αλμυρό. Ο γεωργικός κόσμος δεν πληρωνόταν κάθε μέρα. Όταν γίνονταν τ’ αλώνια και υπήρχαν χρήματα έκαναν τις απαραίτητες προμήθειες και φρόντιζαν να ράψουν κάποια ρούχα. Η μητέρα μου ήταν οδηγός. Έλεγε στις γυναίκες τί να πάρουν για το κάθε παιδί, για τους άντρες τους, για τις ίδιες, έραβε ποδιές, φούστες, φουστάνια, παντελόνια. Εμένα πολλές φορές μου έδινε ένα σημείωμα και μ’ έστελνε στο εμπορικό του Παπακωνσταντίνου. Εκείνος μόλις μ’ έβλεπε μου έλεγε: «Εσύ είσαι της Ελένης». Την ήξεραν όλοι γιατί τους έφερνε δουλειά. Οι περισσότερες γυναίκες δούλευαν έξω στα χωράφια, δεν ήταν εύκολο να πιάσουν την κλωστή και το βελόνι, δεν ήταν μαθημένες. Έραβε όλη νύχτα για να προλάβει να τελειώσει τις παραγγελίες, να βοηθήσει οικονομικά την οικογένεια, καθώς ο πατέρας μου συχνά ήταν χωρίς δουλειά.
Τελείωσα το Δημοτικό με άριστα, αλλά δεν υπήρχαν χρήματα για να πάω στο Γυμνάσιο. Ο δάσκαλος με κράτησε ακόμα μια χρονιά στην τελευταία τάξη, μήπως αλλάξουν τα πράγματα, όμως τα οικονομικά μας δεν βελτιώθηκαν. Ο πατέρας μου είπε: «Δεν θα πας στο σχολείο, κοίταξε για δουλειά, γιατί δεν έχουμε να φάμε».
Πήρα τότε σβάρνα τα μαγαζιά του Αλμυρού και ρωτούσα τους ιδιοκτήτες μήπως χρειάζονταν κανέναν υπάλληλο, χωρίς μισθό, μόνο για ένα πιάτο φαΐ, αλλά κανένας δεν ήθελε. Τελικά βρέθηκε ένας μανάβης που με πήρε στην αποθήκη του μαγαζιού, μου έδωσε ένα σκαμνί και μια πατσαβούρα και μ’ έβαλε να ξεσκονίζω τα μήλα και να τα βάζω στο καζάνι. Ύστερα δούλευα στο μανάβικο και πήγαινα τις παραγγελίες στα σπίτια των πελατών. Αυτό κράτησε ένα εξάμηνο περίπου. Έπρεπε να μάθω κάποια δουλειά, να μπω σ’ ένα επάγγελμα.
Ο αδερφός της μητέρας μου, Χαρίλαος Ζιγρόπουλος, είχε φούρνο, εκεί που σήμερα είναι η μάντρα με τα αυτοκίνητα στην οδό Βασιλέως Κωνσταντίνου, όπου κάποιος Χαρίσης είχε ένα μεγάλο οικόπεδο. Μέσα σ’ αυτό βρισκόταν το παντοπωλείο του Φάκα, στην εσωτερική πλευρά ήταν ο φούρνος, και από πάνω το σπίτι του καπνέμπορα Καλαντζόπουλου. Το 1933 πήγα στο φούρνο και μέχρι το 1936, που έγινε η κατοχύρωση του επαγγέλματος των αρτοποιών με το νόμο 405 και μπορέσαμε να πάρουμε την άδεια του Σωματείου, ήμουν ήδη τρία χρόνια υπάλληλος.
Ζυμώναμε με τα χέρια και τα βράδια κοιμόμουν στον πάγκο, ενώ δούλευα και τις Κυριακές που ψήναμε τα φαγητά, γιατί στα σπίτια δεν υπήρχαν φούρνοι. Καμιά φορά γίνονταν λάθος κι αντί να φάνε κάποιοι το κρέας τους με μανέστρα το έτρωγαν με ρύζι ή μπορεί να έπαιρναν άλλο φαγητό, γιατί ψήναμε μέχρι και 50 φαγητά κι αν ήταν λίγο κακογραμμένα δεν αργούσε να γίνει το λάθος. Αυτά ήταν τα τυχερά του επαγγέλματος.
Ο Ζιγρόπουλος εκείνη την εποχή είχε ένα δικαστήριο στο Βόλο για οικογενειακή του υπόθεση. Η συγκοινωνία γίνονταν με πενταθέσια αυτοκίνητα. Στο γυρισμό έγινε πλημμύρα και στο «Χολόρεμα» κατέβηκαν οι επιβάτες να βοηθήσουν. Εκείνος βράχηκε πολύ, έπαθε πνευμονία και μετά από λίγο καιρό πέθανε. Δεν υπήρχαν τότε πενικιλίνες και άλλα αντιβιοτικά, με πρακτικά γιατροσόφια προσπάθησαν να τον γιατρέψουν, για να φύγει το κρύωμα, αλλά δεν τα κατάφεραν.
Αναγκαστικά ανέλαβα εγώ το φούρνο μέχρι το 1940, που έγινε η αποσυμφόρηση του επαγγέλματος. Επέστρεφες την άδεια και αποζημιωνόσουν, ανάλογα με τη δουλειά του μαγαζιού. Εμάς μας έδιναν 40.000 δραχμές, ποσό που έφτανε για να προικίσει την ανύπαντρη αδερφή του συγχωρεμένου, κι έτσι δώσαμε το φούρνο και την παντρέψαμε.
Έμεινα χωρίς δουλειά κι ύστερα άρχισε ο πόλεμος. Ήμουν μικρός ακόμα για στρατιώτης και γι’ αυτό επωφελήθηκα από μια διακήρυξη του Υπουργείου Στρατιωτικών για τη δημιουργία σώματος εθελοντών αντιαλεξιπτωτιστών. Έτσι θα έκανα τη στρατιωτική μου θητεία και μετά θα είχα σειρά για να μπω στην Αστυνομία. Η εκπαίδευση γινόταν από αξιωματικούς στην Αθήνα, στο Πανελλήνιο Γυμναστήριο, αλλά κατά τη διάρκειά της είχαν αρχίσει να γίνονται επιδρομές και να σημαίνουν συχνά συναγερμοί, οπότε αναγκαζόμασταν να σταματήσουμε, παρόλο που η Αθήνα δεν βομβαρδιζόταν. Στις 6 Απριλίου του 1941 μας κήρυξαν τον πόλεμο οι Γερμανοί. Άρχισαν οι διαδόσεις για το τι θα γινόταν, κυριαρχούσε μια ηττοπάθεια, τα πράγματα χαλάρωσαν, τα προβλήματα στην τροφοδοσία έγιναν μεγαλύτερα, μας έλειπαν τα απαραίτητα, το σύστημα αποδιοργανώθηκε και τελικά διαλυθήκαμε.
Ξεκινήσαμε ποδαρόδρομο ο καθένας για τον τόπο καταγωγής του. Μαζί με κάποιους άλλους φτάσαμε στη Χαλκίδα, όπου βρήκαμε ένα καΐκι για το Βόλο που ήταν πλήρες και κάναμε φασαρία για να μπούμε μέσα. Στη διαδρομή κόντεψε να μπατάρει από την υπερφόρτωση και την τρικυμία. Τελικά μας έβγαλε στην Αγριά, απ’ όπου πήγα με τα πόδια στο Βόλο κι από κει με κάποιο μέσο έφτασα στον Αλμυρό.
Άρχισε τότε η κατακόρυφη αύξηση των τροφίμων, το χρήμα εξευτελίστηκε, κυκλοφόρησαν τα Ραλλικά χαρτονομίσματα των εκατομμυρίων και των δισεκατομμυρίων, που η ουσιαστική τους αξία ήταν σχεδόν μηδαμινή. Οι συναλλαγές γίνονταν είδος με είδος και σταθερό νόμισμα ήταν το στάρι. Οι ελαιοπαραγωγοί έδιναν 2,5 – 3 οκάδες λάδι για μια οκά στάρι, και διάφορα άλλα, ακόμα και έπιπλα αντάλλασσαν για το στάρι, γιατί το ψωμί ήταν απαραίτητο για να χορτάσει ο κόσμος. Τον Ιούνιο που ήταν ο θέρος πήγαινα και θέριζα στους τσιφλικάδες για μια οκά στάρι και το φαΐ της ημέρας. Το ψωμί που μας έδιναν είχε μέσα καλαμπόκι, βίκο και άλλα, και μύριζε άσχημα. Έψαχνα για άλλη δουλειά.
Τα αυτοκίνητα από βενζινοκίνητα είχαν γίνει γκαζοζέν, γιατί η βενζίνη είχε εξαφανιστεί και για να κινηθούν χρειάζονταν ξυλίτη, ένα είδος ξυλοκάρβουνου, το οποίο έβγαινε σε ένα ορυχείο που βρίσκονταν προς το «Γιτζέκι». Δούλεψα εκεί για λίγο καιρό, αλλά έφυγα γιατί πνιγόμουν από το νέφος και δεν μπορούσα ν’ αναπνεύσω. Πότε από ‘δώ και πότε από ‘κεί.
Κάπου ανάμεσα στα 1940-42, που είχα μείνει χωρίς δουλειά, μου ζήτησαν να δουλέψω στο φούρνο του Τέντα, που ήταν απέναντι από το μαγαζί του Μάλλιου με τα χρώματα, κάτω από τον Άγιο Δημήτριο, γιατί ο αρτοποιός, ο Τέντας, είχε αρρωστήσει και χρειαζόταν βοήθεια.
Η πείνα τότε θέριζε κόσμο και έξω από το φούρνο γινόταν διανομή τροφίμων. Μια μέρα είδα τρεις ανθρώπους με πολύ φουσκωμένες κοιλιές. Ρώτησα γιατί ήταν έτσι και κάποιοι μου απάντησαν ότι ήταν από αβιταμίνωση και ότι σύντομα θα πέθαιναν. Φάρμακα δεν υπήρχαν.
Απέναντι, από την άλλη πλευρά του δρόμου, ήταν ένα κτίριο του Συνεταιρισμού, που είχε γίνει ιταλικό φρουραρχείο και έμεναν Ιταλοί, οι λεγόμενοι «κοκορόφτεροι». Ο Ιταλός διοικητής έφερνε το αλεύρι και τα άλλα υλικά και καθόταν να με επιβλέπει μέχρι να πλάσω τα ψωμιά, για να μην κλέψω ζυμάρι. Δεν έφευγε ώσπου να τα ξεφουρνίσω. Μια μέρα, μεταξύ σοβαρού και αστείου, έπιασε το δεξί χέρι μου και μου έβαλε στην εσωτερική πλευρά του βραχίονα μια σφραγίδα με τα διακριτικά της ιταλικής φρουράς και το όνομά του, που ήταν κάπως έτσι: «ρέτζα Γκουάρντια ντι Φινάντζα, ιλ μπεργκεντέρε Ρόσι Βιτορίνο». Προσπάθησα αρκετές φορές να τη βγάλω αλλά δεν ήταν εύκολο, δεν είχαμε και σαπούνια τότε. Η σφραγίδα αυτή έμελε να γίνει η αιτία για να σωθώ, όταν μετά από λίγο καιρό με συνέλαβαν οι Ιταλοί σε ένα μπλόκο, μαζί με αρκετούς άλλους. Ο διερμηνέας διέκρινε τη σφραγίδα στο χέρι μου και με ρώτησε τι ήταν αυτό. Όταν του απάντησα μου είπε: «Αυτό ήταν, σώθηκες!» Έδειξε τη σφραγίδα στους Ιταλούς, τους εξήγησε αυτά που του είπα, έγινε εξακρίβωση στοιχείων και -ύστερα από τη σύμφωνη γνώμη του Ιταλού διοικητή- με άφησαν ελεύθερο, ενώ δεκατέσσερις από αυτούς που είχαν συλληφθεί εκείνη την ημέρα στο ίδιο μπλόκο εκτελέστηκαν. Η σφραγίδα έμεινε στο χέρι μου για περισσότερους από έξι μήνες, ώσπου σιγά – σιγά ξεθώριασε και έσβησε.
Η Αντίσταση με κέρδισε για τα καλά. Έγινα μέλος της ΕΠΟΝ, ασχολιόμουν συνεχώς με την Οργάνωση και δεν είχα μυαλό για δουλειά. Έμεινα άνεργος για αρκετό καιρό, ώσπου μ’ έπιασε ο πατέρας μου και μου είπε: «Άκου να δεις, δεν θα σε κάνω επαγγελματία επαναστάτη. Πήγαινε να βρεις δουλειά, να φας». Τότε του είπα κι εγώ: «Δώσε μου δύο δραχμές να πάω να κουρευτώ και να ξυριστώ». Και μου έδωσε.
«Ήρθες πάνω στην ώρα», είπε ο κουρέας μόλις με είδε. «Ο γαμπρός μου έχει έναν φούρνο και θέλει να τον δώσει γιατί θα φύγει για την Αθήνα». Πήγα και τον βρήκα. «Κυρ-Απόστολε, σε παρακαλώ δώσε μου το φούρνο με νοίκι να δουλέψω». «Έλα αύριο να τον πάρεις», μου είπε. Πήγα πάλι στον πατέρα μου: «Πατέρα δώσε μου 100 δραχμές δανεικές, αυτές θα σου τις επιστρέψω, να πάρω δυο φορτώματα ξύλα, ν’ ανοίξω το μαγαζί μου», κι εκείνος μου έδωσε τα χρήματα. Πήγα και τ’ αγόρασα, «φέρτα αύριο στο φούρνο εκεί». Έτσι άρχισε η δουλειά. Ήξερα να ψήνω, έλυσα το πρόβλημα της ανεργίας, έβγαζα 75 δραχμές μεροκάματο τότε. Ο φούρνος αυτός ήταν πιο χαμηλά στην οδό Αχιλλέως. Στη συνοικία αυτή τους είχα όλους πελάτες από παλιά. Μέχρι το 1947 δούλευα συνέχεια, μάλιστα πήρα βοηθό τον πατέρα μου και του έμαθα να ψήνει.
Στις 18 Ιανουαρίου ήρθαν και με συνέλαβαν. «Πάρε μια κουβέρτα κι έλα μαζί μας», μου είπαν. Μας πήγαν στο σχολείο κι από κει, μ’ ένα στρατιωτικό φορτηγό, μας μετέφεραν στην αποθήκη του Σαρακηνού στο Βόλο, όπου επικρατούσαν άθλιες συνθήκες, και μετά από μία εβδομάδα με αρματαγωγό στο νησί Τρίκερι, που ήταν τόπος εκτοπισμού. Από κει πέρασαν και πάρα πολλές γυναίκες κρατούμενες. Μετά από λίγο καιρό, χάρη σε κάποιες γνωριμίες που είχαν μεσολαβήσει για μένα, ήρθαν οι υπεύθυνοι του στρατοπέδου και με ρώτησαν αν ήθελα κάτι. Ζήτησα να πηγαίνω να ψέλνω στον Εσπερινό, γνωρίστηκα με τους παπάδες, κι έτσι είχα κάθε μέρα ένα δίωρο ελευθέρας. Έφυγα από το νησί μετά από τρία χρόνια, λόγω του αδερφού μου που ήταν στρατιώτης, χάρη σε μια διαταγή σύμφωνα με την οποία όποιος είχε αδέρφια στο στρατό μπορούσε ν’ αφεθεί ελεύθερος.
Ο πατέρας μου είχε κρατήσει το φούρνο κι έτσι είχα πάλι δουλειά. Μετά από λίγο καιρό γνώρισα με προξενιό και παντρεύτηκα την Βαρσάμω Μιχοπούλου του Γεωργίου.
Στο φούρνο ψήναμε μόνο τα ψωμιά και τα φαγητά των πελατών, δεν ήταν αρτοποιείο αλλά ψηστήριο. Εγώ ήθελα να γίνω αρτοποιός. Ένας συνάδελφος με πληροφόρησε ότι πουλιόταν μια άδεια: «Να την πάρεις και θ’ αλλάξεις και μαγαζί». Ήταν ένα πλινθόκτιστο κτίριο με ελληνικό φούρνο, που δούλευε με ξύλα. Η δουλειά στους φούρνους αυτούς ήταν εξαιρετικά δύσκολη, λόγω των μεγάλων θερμοκρασιών που αναπτύσσονταν, ενώ είχαν και μικρή απόδοση. Το 1950 πήρα την άδεια του αρτοποιού και ήρθα στο οίκημα αυτό, στα κτήματα του Καλφίγγου, που βρισκόταν επίσης στην οδό Αχιλλέως, αλλά λίγο πιο πάνω από τον Άγιο Δημήτριο. Δεν είχε καθόλου δουλειά. Για περισσότερα από οκτώ χρόνια δεν έβγαλα μεροκάματο. Όλο αυτό το διάστημα περνούσα πολύ δύσκολα, καθώς δεν είχα ούτε δύο δραχμές να πάω στο σπίτι.
Έπρεπε να γίνει καινούργιο μαγαζί, αλλά χρειαζόταν το οικόπεδο. Το 1953 άρχισε να φτιάχνεται το στρατιωτικό αεροδρόμιο. Μετά από μερικά χρόνια η γυναίκα μου πούλησε ένα κτήμα και πήραμε κάποια χρήματα, με τα οποία αγοράσαμε το οικόπεδο. Έχτισα καινούργιο κτίριο. Έψαξα τότε για γερμανικό φούρνο με πατώματα, που είναι εμμέσου θερμάνσεως και η φωτιά καίει εκτός θαλάμου. Κόστιζε πολλά λεφτά εκείνη την εποχή, αλλά έβαλα γραμμάτια και τον αγόρασα. Η αντίστροφη μέτρηση άρχισε αμέσως, δεν προλάβαινα να βγάλω τη δουλειά και αναγκάστηκα στο πρώτο κιόλας τρίμηνο να τον αντικαταστήσω με έναν μεγαλύτερο παραγωγής 5.000 κιλώντο 24ωρο. Τον αγόρασα από μια μεγάλη αποθήκη στον Άλιμο, ήταν μεταλλικής κατασκευής και λυνόταν για τις ανάγκες της μεταφοράς. Αυτός έβγαζε τη δουλειά. Ήταν τόσο σωστή αυτή η επιλογή, τον δούλεψα για πάρα πολλά χρόνια και άντεξε χωρίς επισκευή. Μόνο στο σεισμό του ’80 ράγισε το πυραγωγείο, και αναγκάστηκα να το επισκευάσω. Το κτίριο, ευτυχώς, δεν έπαθε ζημιά. Ήταν ο πρώτος γερμανικός φούρνος στον Αλμυρό και παρέμεινε για μια δεκαετία περίπου, ώσπου άρχισαν να φέρνουν τέτοιους και άλλοι συνάδελφοι.
Όλα πήγαν πολύ καλά. Το κτίριο βρισκόταν στον κεντρικό δρόμο της πόλης και είχε μεγάλη κίνηση. Σταματούσαν οι αγρότες με τα τρακτέρ που κατέβαιναν από τα χωριά κι έφερναν ολόκληρες πινακωτές με τα δικά τους ψωμιά, αλλά και των γειτόνων. Η γυναίκα μου στάθηκε δίπλα μου για πολλά χρόνια, ακούραστος βοηθός. Σύντομα ξεχρεώσαμε, χτίσαμε πάνω από το φούρνο το σπίτι μας και είχαμε μια σταθερή δουλειά, μέχρι το 1990 που νοικιάσαμε το φούρνο.
Ο γιος μου ήθελε να με διαδεχτεί στο επάγγελμα, να γίνει φούρναρης, αλλά δεν τον άφησα, γιατί ήταν πολύ καλός μαθητής και μπορούσε να σπουδάσει, όπως και έγινε, αλλά και γιατί έβλεπα ότι όσο περνούσαν τα χρόνια ο ανταγωνισμός θα μεγάλωνε, γεγονός στο οποίο δεν έπεσα έξω, αφού σήμερα το ψωμί πουλιέται ακόμα και στα σούπερ μάρκετ».
Ευχαριστούμε τον κ. Γιώργο Αλεξάνδρου για την ιδέα του αφιερώματος.