- 17 Απριλίου, 2013
2ο Βραβείο κοινωνικού διηγήματος για τον Αλμυριώτη μαθητή Μακεδόνα Αλέξανδρο
Αποκλειστικά στο «Λαό» το διήγημα που του χάρισε τον τίτλο
Ο μαθητής της β΄ τάξης του Γενικού Λυκείου Αλμυρού Μακεδόνας Αλέξανδρος, συμμετείχε στον 5ο μαθητικό διαγωνισμό Λογοτεχνικού Διηγήματος του Μορφωτικού Ομίλου Πετρούπολης και επάξια κατέκτησε την 2η θέση στην κατηγορία του κοινωνικού διηγήματος, ανάμεσα σε 600 συνολικά συμμετοχές.
Από τις ειδήσεις που ευχαρίστως φιλοξενούμε, αλλά και από τα κείμενα που ζηλέψαμε όσοι γράφουμε, είναι αυτό του Αλέξανδρου, που το δημοσιεύουμε προς τέρψιν των συμπολιτών του, αλλά και ικανοποίηση των καθηγητών του και βεβαίως των γονιών του:
«Τίποτα από εσένα»
ΣΤΟ ΣΤΡΟΓΓΥΛΟ, ΣΤΡΩΜΕΝΟ ΜΕ ΠΡΑΣΙΝΗ ΤΣΟΧΑ ΤΡΑΠΕΖΙ, ΓΕΜΑΤΟ ΤΑΣΑΚΙΑ ΜΕ ΑΠΟΤΣΙΓΑΡΑ, ΚΑΙ ΧΡΩΜΑΤΙΣΤΑ ΣΗΜΑΔΕΜΕΝΑ ΤΡΑΠΟΥΛΟΧΑΡΤΑ, ΕΠΕΦΤΕ ΔΥΝΑΤΑ ΤΟ ΦΩΣ ΕΝΟΣ ΜΕΓΑΛΟΥ ΠΡΟΒΟΛΕΑ. Ο ΚΑΠΝΟΣ ΤΩΝ ΤΣΙΓΑΡΩΝ ΗΤΑΝ ΔΙΑΧΥΤΟΣ ΣΕ ΟΛΟ ΤΟΝ ΧΩΡΟ, ΔΗΜΙΟΥΡΓΩΝΤΑΣ ΜΙΑ ΑΝΤΑΡΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΠΕΤΡΕΠΕ ΝΑ ΒΛΕΠΕΙΣ ΜΕ ΕΥΚΟΛΙΑ. ΌΤΑΝ ΕΠΕΦΤΕ ΚΑΠΟΙΟ ΚΟΡΟΙΔΟ ΝΑ… ΤΑ ΑΚΟΥΜΠΗΣΕΙ ΤΟΥ ΕΚΑΝΑΝ ΘΕΣΗ…. «ΚΑΛΩΣ ΤΟΝ ΓΙΑΤΡΟ», «ΠΕΡΑΣΤΕ ΚΕ ΔΙΚΗΓΟΡΕ», ΚΑΛΟΔΕΧΟΝΤΑΝ ΜΕ ΕΥΓΕΝΕΙΑ Ο ΛΕΣΧΙΑΡΧΗΣ Ο NΩΝΤΑΣ.
-Ένα ουίσκι από το καθαρό, Στράτο.
Ρωτούσε τώρα ο Στράτος το κορόιδο.
-Πώς το πίνετε;
-Δεν ξέρεις, ξυπνοπούλι, πώς πίνει ο γιατρός το ουίσκι του; Απολύεσαι…
Τρίχες, δεν απολυόταν, τζόγος να γίνεται…
Ο Λουκάς ο Σιάντης, ήταν του μαγαζιού, καθόταν στη γωνιά μαζί με 4-5 άλλους, τα παλληκαράκια του καταστήματος, που έπιαναν δουλειά όταν γίνονταν κάποια παρεξήγηση ή σε στημένα παιχνίδια.. Και ήταν… να τον κλαις, σαν… ακτινογραφία, να τον βλέπεις και να φωνάζεις τον σκύλο σου.
Εκεί στο στρόγγυλο τραπέζι με την πράσινη τσόχα, αποδέσμευε την καλά κρυμμένη ανησυχία της ψυχής του. Χρόνια τώρα, σε λάθος μέρος, με λάθος τρόπο.
Ο ερχομός του στη ζωή συνέπεσε με την αρρώστια της μητέρας του. 4 μήνες μετά από έναν δύσκολο τοκετό την έκλεισαν σε ένα νοσοκομείο. Κλονισμός της ψυχικής υγείας είπαν. 8 χρόνια έμεινε μακριά από το παιδί της. Ο Λουκάς δεν της το συχώρεσε ποτέ, δεν ένοιωσε τη ζεστασιά που νοιώθουν άλλα παιδιά από τις μητέρες τους. Στο δέρμα του ένοιωθε, την αντανάκλαση του πάγου, χειμώνα –καλοκαίρι.
Γύρισε κάποτε η μητέρα του στο σπίτι. Μετά από κάποια χρόνια γνώρισε τον Αριστοτέλη, έναν καπνέμπορα από την Ξάνθη.
Θεό τον έκανε να φύγουν, να ζήσουν όλοι μαζί . Θα τελείωνε το σχολείο που είχε αφήσει στη μέση, είχε την ευκαιρία να χτίσει από την αρχή το μέλλον του.
Ο Λουκάς έβγαζε όλη την οργή που μάζευε από μικρός. Εύκολα οι συντοπίτες χρέωσαν και στον ίδιο την αρρώστια της μητέρας του. Τα παιδιά τον αποστρέφονταν.
-Δεν θέλω τίποτα από εσένα, κατανοητό;
-Λουκά μου, παρακαλούσα να μας συμβεί κάτι καλό. Γιατί είσαι απρόθυμος, άκαμπτος; Άθελά σου πιστεύω, δυσκολεύεσαι να νοιώσεις την χαρά. Σε όλους νομίζεις χαμογελάει η ζωή;
-Εδώ είναι οι φίλοι μου, εδώ είναι η ζωή μου…
-Φίλους λες αυτούς που χαράκωσαν την ομορφιά της νεότητάς σου; Νόμιζες ότι διαρκεί πολύ; Έτσι ονειρεύτηκες το μέλλον σου;
-Για εμένα αυτοί είναι οι φίλοι μου, μου είπαν μια καλή κουβέντα όταν ήμουν μόνος, με πήραν κοντά τους, αυτούς νοιώθω φίλους.
-Όταν το μετανιώσεις θα είναι αργά…. Δεν ξέρω αν θα μπορώ τότε να σε βοηθήσω… Εσύ μητέρα θα έλθεις μαζί μας; Ίσως αν μείνει μόνος του ζοριστεί και….
-Κάνε μου τη χάρη, δεν θα βάλω γραμμάτια ανεξόφλητα τώρα στα γεράματα…. τι ψυχή θα παραδώσω;
-Συμφωνώ με τη γιαγιά… έχεις τις ευχές μου μητέρα, καλούς απογόνους…….
Άκρη δεν έβγαλε μαζί του. Η ειρωνεία του, σε κάθε λέξη της ήταν φανερή. Μάζεψε τα πράγματά της και έφυγε ένα κυριακάτικο απόγευμα.. Τον αποχαιρέτησε με κλάματα, τον έσφιγγε δυνατά… ο Λουκάς έμεινε ασυγκίνητος, ψύχραιμος, κυνικός..
-Με άφησες μια φορά, τώρα με αφήνεις δεύτερη, ξέρεις τι λένε για την τρίτη φορά.
-Ήμουν άρρωστη, δεν το επέλεξα …
-Τώρα όμως το επιλέγεις!
-Τώρα που γιατρεύτηκα έχω δικαίωμα στη ζωή;
-Τώρα που γιατρεύτηκες έχεις υποχρεώσεις;
-Σε όλη μου τη ζωή είναι η προτεραιότητά μου. Το μόνο που ζητώ είναι να είσαι δίπλα μου.
-Άσε, δεν θέλω τίποτα από εσένα.
Ήταν σαν πληγωμένο θηρίο. Τις Κυριακές αλήτευε ασύστολα, ζητούσε να εξιλεωθεί. Δεν απάντησε ποτέ στα τηλεφωνήματά της. Τις φορές που ήρθε να τον δει εξαφανίστηκε πολλές ημέρες από το σπίτι. 4 χρόνια αργότερα η γιαγιά έφυγε. Λίγους μήνες πριν του είχε αναφέρει ότι η μητέρα του με τον σύζυγό της είχαν φύγει από την Ξάνθη. Σημασία δεν έδωσε.
Ο Νώντας μετέφερε την επιχείρηση και το προσωπικό, (για εμπορικούς λόγους) στη Θεσσαλονίκη.
Ξημέρωμα Κυριακής. Ο ήλιος έριχνε κρυφά δέσμες ασημένιου φωτός. Ανάμεσά τους ξεδιπλώνονταν ασύμμετρα μπαμπακένια σύννεφα. Η πάχνη πυκνή κάθισε στα τζάμια των παραθύρων σαν παχύ στρώμα χιονιού. Στα πεζοδρόμια και στους δρόμους κόλλησε σαν λέπι μια λερωμένη γυαλάδα. Ο Λουκάς σηκώθηκε και σπρώχνοντας βίαια το κάθισμα πίσω του, έτρεξε προς το παράθυρο. Τέντωσε το κορμί και τα χέρια του όσο ψηλότερα μπορούσε, δραπετεύοντας έτσι από την ένταση της περασμένης νύχτας. Πίνοντας ένα ποτήρι νερό, ρούφηξε όλη αυτή την ηρεμία, που είδε να επικρατεί έξω. Τα μάτια του κόκκινα σαν πυρωμένα κάρβουνα έκαιγαν . Το στόμα του ήταν στεγνό από τα τσιγάρα, με άσχημη μυρωδιά. Η αναπνοή του όλο το βράδυ είχε δυσκολία. Όλη τη νύχτα έβλεπε να τον κοιτάζουν οι ρηγάδες και οι ντάμες, και να του βγάζουν κοροϊδευτικά τη γλώσσα.
Ανέβηκε δυο-δυο τα σκαλοπάτια, αφήνοντας πίσω του το υγρό δωμάτιο. Κατευθύνθηκε στο διπλανό περίπτερο του Θωμά. Ο Θωμάς (σαν φιγούρα βγαλμένη από φιλμ νουάρ) φορούσε μαύρο παλτό, μαύρο καβουράκι, και ασπρόμαυρο κασκόλ διπλοπερασμένο στον λαιμό του. Ήταν σκυμμένος στον μικρό του πάγκο. Με κόκκινο στυλό, και ένα μικρό ξεθωριασμένο χάρακα, χώριζε σε μικρά τετράγωνα ένα κομμάτι χαρτόνι. Σε κάθε ένα σημείωνε σύμβολα, σύμφωνα με τη θέση του φεγγαριού, και ποιος ξέρει τι άλλο παρατηρούσε με ένα μικρό τηλεσκόπιο. Ο μικρός αυτός <σοφός> ζούσε για να παρατηρεί τα ουράνια φαινόμενα. Πετούσε στους κυανούς δρόμους του ουράνιου θόλου, έτρεχε από τη γη στη σελήνη . Όμως σήμερα ο ουρανός του κλείστηκε, οι αστερισμοί κρύφτηκαν, ένα αδιαπέραστο ομιχλώδη πέπλο απλώθηκε….
Ο Λουκάς χτύπησε το μικρό τζάμι. Ο Θωμάς ανοίγοντας του χαμογέλασε, άπλωσε δεξιά στο ψηλότερο ράφι το χέρι του, πήρε δύο πακέτα άσσο και του τα έδωσε…
-Καλημέρα Λουκά, ίσως δεν έχεις τα κέφια σου… ο Σιντ περιμένει να του τηλεφωνήσεις.
-Θα του τηλεφωνήσω. Αν τον δεις πες του να μη με ζορίζει. Δεν θέλω πολλά-πολλά. Εσύ πως πας Θωμά ; Συμπλήρωσες τον πίνακά σου;
-Πως πάω ; Σαν τον κάβουρα. Με παιδεύει πολύ.
-Δεν σε φοβάμαι εσένα… θα τον συμπληρώσεις πιο σύντομα από ότι υπολογίζεις.
-Είσαι φίλος, ρε Λουκά! Παρά το ξενύχτι πάντα με τον καλό σου λόγο.
-Και τι έχω κερδίσει μέχρι τώρα ρε Θωμά; όταν μάθεις να μου σφυρίξεις….
-Άσε τα σφυρίγματα Λουκά. Φταις! Με το θάρρος της φιλίας μας βέβαια, θα σου το πω άλλη μια φορά. Προκάλεσες την τύχη σου, παίζεις με τη φωτιά.. Βρόντηξέ τα όλα, άλλαξε πορεία, πριν να είναι αργά. Θα καείς σαν ξερόκλαδο. Αυτό θέλεις;
-Αν είναι να καώ, αδερφέ, ας καώ. Και η χασούρα μέρος της ζωής μου είναι. Συνήθεια είναι όλα..
-Μόνο που εσύ είσαι ο χαμένος Λουκά. Ένα κλικ είναι να δεχτείς την πραγματικότητα, αρκεί να κάνεις στην άκρη τον εγωισμό σου.
-Τι θα μου απομείνει; Μην το ψάχνεις… Η καλή ημέρα από το πρωί φαίνεται …. Περιμένω… μήπως ξημερώσει. Άντε γεια, μιλάμε…..
Άρχισε να βαδίζει γρήγορα. Πήρε βαθιές ανάσες νοιώθοντας μέσα του δροσιά και ευχαρίστηση. Έσφιξε με δύναμη τον μάλλινο γιακά του παλτού του στον λαιμό του. Έβαλε δυνατά στο κινητό το Ηeartbreaker των Led Zeppelin και ένοιωσε να του μεταδίδουν την ενέργειά τους. Περπάτησε για ώρα σιγανοσφυρίζοντας. Ελάχιστες ψιλές βροχοψιχάλες, λυτρωτικά δρόσισαν το ζεστό πρόσωπό του. Από τον πρώτο κουλουρτζή που είδε μπροστά του αγόρασε δύο αχνιστά, ξεροψημένα, με μπόλικο σουσάμι κουλούρια. Κάθισε στο ίδιο-γνωστό παγκάκι. Δίπλα σε λίγο κάθισε και ο Μπντουλκαρίμ, ο μικρός πακιστανός.
-Τέλει χαρτιμαντήλια;
-Εσύ θέλεις κουλούρι;
Μίλησαν…. αφού του πήρε άλλα δυό κουλούρια, (πείνα που είχε ο μικρός!)…. Για τσιλιαδόρο τον ήθελε… του έδωσε γερό φιλοδώρημα…. και μια σφυρίχτρα…. Έτσι για ώρα ανάγκης.
Στις 6 το απόγευμα, στην οδό Πανόρμου 17, μια καλοφτειαγμένη γαλανομάτα, γκριζομάλλα κυρία κάθεται στο μπαλκόνι της. Το βλέμμα της είναι θολό ασαφές. Το όμορφο πρόσωπό της εκπέμπει μια έντονη γοητεία ανάμεικτη με θλίψη.
Ο Λουκάς, χαϊδεύει το μπουκάλι με το αναισθητικό στην τσέπη του. Νοιώθει δυνατός, ισιώνει την πλάτη του, σφίγγει τα χείλη του, τις γροθιές του. Αποφασισμένος ανοίγει την μεγάλη σιδερένια πόρτα…..
-Γεια σας!
-Χαίρεται … ποιός είστε;
Η καρδιά του χτυπάει δυνατά, τα πόδια του τρέμουν..
-θαύμασα τον κήπο σας … Λουκά με λένε… Είμαι κηπουρός…. Μήπως χρειάζεστε…;
Η αναπνοή του σταματά, σωριάστηκε στο χώμα.
Η Κυρία τον κοιτάζει εμβρόντητη, καλεί τις Α΄ βοήθειες…. Τα μάτια της κόλλησαν στο σημάδι στο πόδι του, καθώς άτσαλα μαζεύτηκε το παντελόνι…
Ιούνιος 1986. O μικρός Λουκάς ανεβασμένος σε μια μηλιά ανυποψίαστος, κοιτάζει στο υπόγειο του γερμανού Χέρμαν Ρόυς. Άνθρωποι μπαινοβγαίνουν μεταφέροντας μικρά τσουβάλια. Ο γερμανός με το σπινθηροβόλο βλέμμα, παρατηρεί την κάθε τους κίνηση, εμφανώς στρεσαρισμένος. Από ότι είναι φανερό, η όρεξή του δεν έχει χαλάσει διότι καταβροχθίζει με λαιμαργία μεγάλες μπουκιές με ξεροψημένα λουκάνικα, κάνοντας να υποφέρουν τα ρουθούνια των άλλων.
-Achten sie bitte, ich will keine brechnung (προσοχή παρακαλώ, δεν θέλω να σπάσει τίποτα) ακούγεται εκκωφαντικά η αγριεμένη του φωνή. Ένα μεγάλο φίδι τυλίγεται στο δεξί πόδι του Λουκά. Ο μικρός ουρλιάζει από τον πόνο και ο ψαρογιάννης που τον ακούει τρέχει να τον βοηθήσει. Με τον κοφτερό σουγιά του χαράζει Χ στην πληγή, ρουφάει το δηλητήριο και το φτύνει. Μετά δένει σφιχτά με παλιόπανα το τραυματισμένο πόδι. Από τότε χαμηλά στο πίσω μέρος του ποδιού είναι το σημάδι Χ.
Ο γιατρός άφησε σιγά, το χέρι του Λουκά.
-Λυπάμαι πολύ κυρία…. Κρίμα στο παιδί .
Η «κυρία» έμεινε ανέκφραστη, κέρινη… το μόνο που βλέπει είναι ένα μεγάλο, ένα τεράστιο Χ. Ο Λουκάς για πρώτη φορά την κοιτάζει με μισόκλειστα μάτια ήρεμος, γαλήνιος, χωρίς να της πει «δεν θέλω τίποτα από εσένα».
Σύμπτωση; Είναι Κυριακή.
ΤΕΛΟΣ*
*Αφιερώνω το βραβείο μου στη Μνήμη του Παππού μου Τσαγκάρη Δημητρίου.