- 1 Απριλίου, 2013
Γιώργου Τσιντσίνη: Η μάχη του ψυγείου
Εκείνο το Κυριακάτικο βράδυ, παραμονή του Ευαγγελισμού, το πέρασα μπροστά στην τηλεόραση και στο internet, παρακολουθώντας τις εξελίξεις από το άθλιο «παζάρι» των Βρυξελλών, με όσα απεργάζονταν οι μακελάρηδες του Βορρά, αλλά και οι σιωπηροί αμνοί του Νότου, σε βάρος της Κύπρου. Βαθιά μεσάνυχτα που πήγα στο κρεβάτι μου, μέσα τον ταραγμένο μου ύπνο, άκουσα ξαφνικά κάτι περίεργους θορύβους, που έρχονταν από την κουζίνα.
Τινάχτηκα πάνω αλαφιασμένος, νομίζοντας αρχικά ότι μπήκαν στο σπίτι διαρρήκτες, αλλά δεν άργησα να εντοπίσω ότι οι θόρυβοι ήταν από το …ψυγείο.
«Λες να χάλασε κι αυτό;», αναρωτήθηκα καταπτοημένος, αφού δεν είναι καιρός τώρα για βλάβες συσκευών και πρόσθετα έξοδα.
Άνοιξα δειλά την πόρτα απ’ το σαράβαλο και κοίταξα μέσα…
Και τότε -ω, τότε- βρέθηκα μπροστά σ’ ένα ασυνήθιστο θέαμα που, έτσι όπως ήμουν αγουροξυπνημένος, δεν ήξερα καν αν ήταν φαντασίωση ή πραγματικότητα.
Ούτε λίγο ούτε πολύ βρέθηκα μπροστά σε μια γενικευμένη σύρραξη, ανάμεσα σε Ελληνικά και ξένα προϊόντα, που -τις οίδε γιατί- βγήκαν για λίγο από την παγωμένη τους μακαριότητα και άρχισαν να επιτίθενται το ένα στο άλλο.
Χαλασμός Κυρίου, σας λέω… Να χάνει η μάνα το παιδί κι η φέτα τη μουστάρδα. Φαίνεται πως, όταν πριν είχα δυνατά την τηλεόραση, όλα τα τρόφιμα στο ψυγείο άκουγαν -θέλοντας και μη- τα καθέκαστα, επηρεάστηκαν και βγάλανε τα μαχαίρια.
Όλα ξεκίνησαν από μια Κυπριακή σεφταλιά κι ένα χαλούμι, που θύμωσαν από τα ειρωνικά γελάκια μιας ολλανδικής μαγιονέζας.
-Τι γελάς, μωρή χαμούρα; είπε η σεφταλιά και της έδωσε μια σπρωξιά, ρίχνοντάς την πάνω στο τυρί.
-Άσε κάτω την κοπέλα, ρε πεινάλα, είπε ένα αυστριακό σνακ και άρπαξε από τον γιακά τον Κύπριο.
Αυτό ήταν… Πανικός… Το μακελειό άρχισε να παίρνει φωτιά και τα εκατέρωθεν μπινελίκια διαδέχονταν το ένα το άλλο, ενώ άρχισαν να πέφτουν και οι πρώτες «ψιλές» και ουχί μόνον…
Τέρατα και σημεία… Για παράδειγμα, ένα παριζάκι της Θράκης είχε χωθεί ολόκληρο μέσα στο ντιρόλο κι από εκείνη τη γωνία ακουγόταν διαρκώς ηδονικά γρυλίσματα. Τώρα, είτε το σαλάμι μούγκριζε είτε το ντιρόλο, θα σας γελάσω, αλλά από δίπλα, το τάπερ με το χθεσινό παστίτσιο είχε τρελαθεί στο μπανιστήρι κι άρχισε να ζεσταίνεται.
Δεν ήθελε πολύ και η Ελληνική γαλοπούλα, άναψε και κόρωσε κι έπεσε με τις φέτες της σαν αράχνη πάνω σ’ ένα λαχανάκι Βρυξελλών, μαραίνοντάς το από ασφυξία. Κάπου εκεί κοντά, ο …Υφαντής άρπαξε ένα σαλάμι αέρος Κρήτης, το έκανε ρόπαλο και σφυροκοπούσε αλύπητα κάτι γερμανικά λουκάνικα.
Από το πάνω ράφι, κατέβηκε τάχα αδιάφορος ο μπαρμπα-Στάθης, σιγοψιθύριζε τριγύρω «ηρεμήστε, ρε παιδιά», αλλά ξαφνικά μπουμπούνισε μια σφαλιάρα στη Μικρή Ολλανδέζα, αφού της το φύλαγε από καιρό της πουτανίτσας, γιατί του έκλεινε διαρκώς πονηρά το μάτι, γέρο άνθρωπο.
Ένα παραδοσιακό γιαούρτι Παπαρρίζος, βλέποντας να πλησιάζουν απειλητικά τα αυστριακά σαλάμια, αναποδογύρισε σκόπιμα, χύθηκε παντού κι έκανε τους εχθρούς να γλιστράνε πάνω του σαν χεσμένοι.
Τρεις γερμανικές μπύρες κατάλαβαν ότι η νίκη γέρνει θριαμβικά προς την πλευρά των Ελλήνων, κι άρχισαν να αφρίζουν από το κακό τους, ενώ κάποιοι Ελληνικοί χυμοί έπεσαν με μανία πάνω τους και τις στρίμωξαν ασφυκτικά στη γωνία, βρίζοντάς τες με άπταιστα «γαλλικά».
Όταν, μετά από ώρα, οι ξένοι εχθροί παραδόθηκαν πια καταπτοημένοι, μια παγερή γαλήνη, μια νεκρική σιωπή απλώθηκε στο βομβαρδισμένο μου ψυγείο.
Ευχαριστημένος και περήφανος λοιπόν, έκλεισα αργά την πόρτα του κι έφυγα πάλι για το κρεβάτι μου.
Δεν άργησα να καταλάβω, ότι όλα αυτά τα «πολεμικά» που είδα λίγο πριν, δεν ήταν παρά ένα όνειρο, αφού -έτσι κι αλλιώς, εδώ και πολλά χρόνια- στο δικό μου ψυγείο μπαίνουν ΜΟΝΟ Ελληνικά προϊόντα.