- 26 Μαρτίου, 2013
ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ του στρατηγού ΓΙΑΝΝΗ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ
Ένα είδος ιστορίας είναι και τα απομνημονεύματα. Γραμμένα από στρατιωτικούς ή πολιτικούς, που πήραν μέρος στα γεγονότα, δίνουν μια αφήγηση από την πιο κοντινή σκοπιά. Μέσα από τα ίδια τα γεγονότα γεννιέται η ιστορία, που οι δημιουργοί της την έζησαν.
Απομνημονεύματα για την επανάσταση του 1821 έγραψε ο Γιάννης Μακρυγιάννης, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, γραμμένα από τον Γεώργιο Τερτσέτη, ο Νικόλαος Κασομούλης και άλλοι.
Η προσωπική όμως αφήγηση πολλές φορές αποσκοπεί στη μεγαλοποίηση ή ωραιοποίηση της προσωπικής συμβολής και αλλοιώνει έτσι την αλήθεια. Άλλοτε πάλι ο συγγραφέας αποκρύπτει γεγονότα που τα θεωρεί μειωτικά. Μ’ αυτές τις επιφυλάξεις ξεκινάμε να γνωρίσουμε το στρατηγό Γιάννη Μακρυγιάννη και τα απομνημονεύματά του.
Ο Γιάννης Μακρυγιάννης, γεννήθηκε στο χωριό Αβορίτη, κοντά στο Λιδορίκι της Ρούμελης από πατέρα αρματολό το 1797. Αφηγείται ένα περιστατικό της εφηβικής του ηλικίας.
«Έγινα ως δεκατεσσάρων χρονών και πήγα εις ένα πατριώτη μου εις Ντεσφίνα (Δεσφίνα Φωκίδας). Ήταν γιορτή και παγγύρι τ΄ Αγιαννιού. Πήγαμεν εις το παγγύρι. Μόδωσε ένας ζαπίτης το ντουφέκι του να το βαστώ. Εγώ θέλησα να το ρίξω, ετζακίστη. Τότε μ’ έπιασε σε όλον τον κόσμον ομπρός και με πέθανε εις το ξύλο. Δεν με έβλαβε το ξύλο τόσο, περισσότερο η ντροπή του κόσμου… Αυτό το παράπονον δεν ηύρα άλλον κριτή να το ειπώ να με δικιώσει, έκρινα εύλογον να προστρέξω εις τον Άι Γιάννη… Μπαίνω τη νύχτα μέσα εις την εκκλησιά του και κλειώ την πόρτα και αρχινώ τα κλάματα με μεγάλες φωνές και μετάνοιες. Τι είναι αυτό οπούγινε σ΄εμέναν, γομάριν είμαι να με δέρνουν; Και τον περικαλώ να μου δώσει άρματα καλά και ασημένια και δέκα πέντε πουγγιά χρήματα και εγώ θα του φκιάσω ένα μεγάλο καντήλι ασημένιον. Με τις πολλές φωνές κάμαμεν τις συμφωνίες με τον άγιον». Ήθελε να τον κάνει καπετάνιο. Και έγινε καπετάνιος.
Και παρακολουθούμε τη ζωή του. Γυρίζει όλη την Ελλάδα, συνωμοτεί, κρύβει όπλα, καταδιώκεται. Υποστηρίζει την αρετή, τη θρησκεία, το δίκαιο, το ήθος. Είναι παρορμητικός, πικραμένος, συχνά αντιφατικός και αγανακτισμένος. Ένας γνήσιος Έλληνας. Στόχος του πάντα η ελευθερία της πατρίδας.
Και 25 χρονών γίνεται αρχηγός. Στην Ήπειρο, τραυματίζεται στη μάχη του Πέτα, στη Ρούμελη με τον Νικηταρά νικούν στη μάχη της Βελίτσας, στο Μοριά ενάντια στον Ιμπραήμ στους Μύλους του Ναυπλίου, στην πολιορκία της Ακρόπολης ενάντια στον Κιουταχή.
Ήρθε η απελευθέρωση με τον Καποδίστρια κυβερνήτη του Ελληνικού κράτους. Θα σπεύσει στο πλευρό του Κυβερνήτη, διορίζεται Γενικός Αρχηγός της Εκτελεστικής Δυνάμεως της Πελοποννήσου και μετά θα διαφωνήσει μαζί του έντονα. Θα υποδεχτεί με ενθουσιασμό τον Όθωνα και στη συνέχεια θα στραφεί εναντίον του . Οργανώνει κίνημα εναντίον του Όθωνα για την ψήφιση Συντάγματος και πρωτοστατεί στην επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου. Τελικά ψηφίστηκε το Σύνταγμα το 1844.
Τα αξιώματα όμως δεν φαίνεται να τον απασχολούν πολύ. Από το 1829 που βρίσκεται στο Άργος συλλαμβάνει την ιδέα της συγγραφής των Απομνημονευμάτων, τα οποία θα ολοκληρώσει το 1850. «Για να μην τρέχω στους καφενέδες, για να μην κάθομαι άνεργος» γράφει ο ίδιος. Μερικοί φίλοι του έμαθαν γράμματα. Τόσα μόνο για να πει αλήθειες, που δεν μπορούσε να τα κρατήσει μέσα του.
Με γλώσσα αληθινή αφηγείται. Η αφήγησή του έχει το νεύρο της ζωντανής ιστορίας. Να ένα περιστατικό που συνέβη πριν από τη μάχη με τον Ιμπραήμ στους Μύλους. «Εκεί οπού έφκιανα τις θέσεις εις τους Μύλους ήρθε ο Ντερνύς (πρόκειται για τον Φιλέλληνα Γάλλο ναύαρχο Δεριγνύ) να με ιδεί. Μου λέγει: «τι κάνεις αυτού; Αυτές οι θέσεις είναι αδύνατες, τι πόλεμο θα κάμετε με τον Μπραϊμη αυτού»; Του λέγω: «είναι αδύνατες οι θέσεις και εμείς. Όμως είναι δυνατός ο Θεός, οπού μας προστατεύει….. κι αν είμαστε ολίγοι εις το πλήθος του Μπραϊμη, παρηγοριόμαστε μ’ έναν τρόπο, ότι η τύχη μας έχει τους Έλληνες πάντοτε ολίγους,… Όλα τα θερία πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε, τρώνε από μας και μένει και μαγιά…». « Τρε μπιεν» , λέγει κι αναχώρησε ο ναύαρχος».
Η αγάπη για την πατρίδα δεν εκδηλώνεται μόνο στις μάχες , αλλά και στην καθημερινή ζωή. «Είχαν (δυο στρατιώτες) δυο αγάλματα περίφημα, μια γυναίκα κι ένα βασιλόπουλο, ίδια, φαίνονταν οι φλέβες, τόσην εντέλειαν είχαν. Όταν χάλασαν τον Πόρο, ’τάχαν πάρει κάτι στρατιώτες, και στ’ Άργος θα τα πουλούσαν των Ευρωπαίων. Χίλια τάλαρα γύρευαν… Πήρα τους στρατιώτες, τους μίλησα: «Αυτά, και δέκα χιλιάδες τάλαρα να σας δώσουνε να μην το καταδεχτείτε να βγουν από την πατρίδα μας. Γι’ αυτά πολεμήσαμε».
Ο στρατηγός Γιάννης Μακρυγιάννης με το σώμα του γεμάτο από τα τραύματα του πολέμου θα μπορούσε να αναπαυθεί στα αξιώματα, αλλά έμαθε γράμματα σε ηλικία 33 ετών, γιατί θεωρεί πολύ σημαντικό να καταγράψει τις μνήμες του, επειδή θεωρούσε την ιστορία χρέος για μελλούμενες γενιές «για να μην πέφτουν σε λάθη». Τα γεγονότα τον δικαίωσαν.
Και η δικαίωση ήρθε μετά από πολλά χρόνια, όταν ο λογοτέχνης Γιάννης Βλαχογιάννης ανακάλυψε αυτό το θησαυρό. Τα χειρόγραφά του τα αποκατέστησε με πολύ κόπο, τα σχολίασε και τα εξέδωσε το 1907. Αργότερα αυτό το έργο τράβηξε την προσοχή των πνευματικών ανθρώπων του τόπου μας όχι μόνο για τις ιστορικές πληροφορίες που περιέχει και για τον αγνό πατριωτισμό που το διαπνέει, αλλά γιατί φανερώνει ένα δυνατό πεζογραφικό ταλέντο με πολλές αρετές. Ο ίδιος όμως χαρακτηρίζει το έργο του «γράψιμο απελέκητο». Ακόμη θα πρέπει να γίνει αναφορά και στο άλλο έργο του «Οράματα και Θάματα», γιατί ήταν βαθιά θρησκευόμενος.
Μα θα ήταν παράλειψη στη μνήμη του στρατηγού, να μην αναφερθώ και στις καλλιτεχνικές του παρορμήσεις.
Κάλεσε τον Παναγιώτη Ζωγράφο και τα παιδιά του και κάτω από την προσωπική του αφήγηση, υπόδειξη, ίσως και ιχνογραφική καθοδήγηση ζωγράφισε τις μάχες της Ελληνικής επανάστασης. Και με μια μοναδικότητα ξεχωρίζει τα στρατεύματα, τα πρόσωπα, τονίζει τα χρώματα των Τούρκων και την άσπρη φουστανέλα των Ελλήνων.
Ας αφήσουμε τον ίδιο να μας μιλήσει: «έρχοντας εδώ στην Αθήνα πήρα ένα ζωγράφο Φράγκο και τον είχα να μου φκιάση σε εικονογραφίες αυτούς τους πολέμους». Δεν έμεινε ικανοποιημένος και τον έδιωξε. «Αφού έδιωξα αυτόν τον ζωγράφο, έστειλα κι έφεραν από τη Σπάρτη έναν αγωνιστή, Παναγιώτη Ζωγράφον τον έλεγαν, έφερα αυτόν και μιλήσαμεν και συνφωνήσαμεν το κάθε κάδρο την τιμήν του κι έστειλε κι ήφερε και δυο του παιδιά και τους είχα εις το σπίτι μου όταν εργάζονταν». Έγιναν έτσι 25 «εικονογραφίες» από το 1836 ως το 1839.
Τα έργα φέρουν την υπογραφή: Ζωγράφος – Μακρυγιάννης. Σε άλλους πίνακες υπάρχει η υπογραφή: Σκέψις Μακρυγιάννη – Χειρ Ζωγράφου. Κάποια έργα φιλοξενούνται στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, άλλα στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη. Ένας πίνακας με τον τίτλο «Η Δικαία απόφασις του Θεού δια την απελευθέρωσιν της Ελλάδος» κατά «σκέψιν Μακρυγιάννη» προσφέρθηκε από το Μακρυγιάννη στη Βασίλισσα Βικτωρία διά μέσου του τότε πρεσβευτή στην Ελλάδα Έντμοντ Λάιονς και φυλάσσεται στον Πύργο του Ουίνδσορ. Όταν τελείωσαν οι εικονογραφίες, όπως τις ονομάζει ο ίδιος, «έστειλα είκοσι πέντε του Βασιλέως και άλλες τόσες του Άγγλου πρέσβη, του Γάλλου και του Ρούσου».
Ο στρατηγός Γιάννης Μακρυγιάννης παντρεύτηκε την Αικατερίνη Σκουζέ και απέκτησε δέκα αγόρια και δυο κορίτσια. Ο γιος του Κίτσος Μακρυγιάννης δώρισε πολύτιμα προσωπικά αντικείμενα του στρατηγού καθώς και πίνακες στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, γιατί ανήκουν εις το έθνος τα κειμήλια αυτά και όχι εις την οικογένεια, κατά δήλωσίν του.
Μετά από αυτή τη σύντομη παρουσίαση μπορούμε να σκύψουμε στα απομνημονεύματά του για να γνωρίσουμε τους αγώνες ενός λαού που αγωνιζόταν για την Εθνική του Ανεξαρτησία.
Γεωργία Κρητικού – Κωσταγιάννη