- 16 Μαρτίου, 2013
Το «Άναμμα της Φωτιάς» στον Πλάτανο και άλλες αποκριάτικες ιστορίες
Δέσποινα Κοτζιαπαναγιώτου
«Από τότε που γεννηθήκαμε μέχρι το 1960 περίπου, που φύγαμε από τον παλιό Πλάτανο, με το που άνοιγε το Τριώδιο και για όλο το μήνα της Αποκριάς, οι φωτιές άναβαν κάθε βράδυ σε όλες τις γειτονιές του χωριού, τους μαχαλάδες όπως τους λέγαμε, τουλάχιστον όσο υπήρχαν πουρνάρια. Μερικοί από τους μαχαλάδες αυτούς ήταν τα «Βαλκάνια», τα «Μπαϊμπέικα», τα «Καραγιαννέικα» και ο μαχαλάς του Άη-Γιάννη κοντά στην εκκλησία.
Γύρω από αυτές τις φωτιές μαζεύονταν ο κόσμος και ο καθένας έφερνε ότι είχε. Άλλος λίγο κρασί, άλλος λίγο τσίπουρο και οι γυναίκες τις ωραιότατες πίτες τους κάθε λογής, που όταν τις έψηναν μοσχοβολούσαν όλα τα σοκάκια. Τι κι αν δεν υπήρχαν ραδιόφωνα; Άρχιζαν τα αποκριάτικα τραγούδια, έστηναν το χορό, και το γλέντι δεν αργούσε ν’ ανάψει και να φουντώσει, μια που αυτά ήταν τα μοναδικά γλέντια τότε.
Το άναμμα της φωτιάς γινόταν αποκλειστικά με πουρνάρια, που τα κουβαλούσαμε από το βουνό ή τα κλέβαμε καμιά φορά από τις αυλές των άλλων χωριανών, όταν δεν είχαμε φροντίσει εγκαίρως να τα προμηθευτούμε. Το κλέψιμο αυτό ήταν μέσα στο κόλπο και έτσι δεν υπήρχε θέμα παρεξήγησης.
Ένα βράδυ, στο μαχαλά «Βαλκάνια», έκλεψαν τα πουρνάρια από το σπίτι του Μήτσου του Μπάϊμπα, που το παρατσούκλι του ήταν «Τσακαλός». Αυτός είχε μια μεγάλη στοίβα στην αυλή του. Οι πέντε κόρες του κι ο γιος του διασκέδαζαν από νωρίς στο άναμμα της φωτιάς. Όταν τελείωσε το γλέντι, γύρισαν στο σπίτι και είπαν ευχαριστημένοι: «Απόψε είχαμε μια μεγάλη φωτιά με ωραία ξερά πουρνάρια». Όταν τα ξημερώματα εκείνος σηκώθηκε και βγήκε στην αυλή, όπως συνήθιζε, παρατήρησε ότι έβλεπε τα φώτα στον Αλμυρό, μια που έλειπαν τα πουρνάρια που τις άλλες βραδιές εμπόδιζαν τη …θέα. «Μπα, τι φώτα είν’ αυτά;» Και τότε κατάλαβε τι είχε συμβεί. «Αμ γι’ αυτό είχαν καλή φωτιά και χόρευαν μέχρι το πρωί τα παιδιά κι όλος ο μαχαλάς!»
Αρκετοί ήταν αυτοί που μασκαρεύονταν όσο διαρκούσαν οι Αποκριές και γύριζαν τα σπίτια του χωριού ή συμμετείχαν στα γλέντια γύρω από τη φωτιά. Μάλιστα, υπάρχει μια εκδοχή κατά την οποία το άναμμα της φωτιάς επί τουρκοκρατίας ήταν μια πολύ καλή ευκαιρία για να σμίγουν οι χωριανοί και να οργανώνουν τις μυστικές κινήσεις τους κρυφά από τους Τούρκους, μασκαρεμένοι και φορώντας προσωπίδες για να μην αναγνωρίζονται.
Την Καθαρά Δευτέρα ο Θανασός ο Λαγός ή «Φουντάνος» -όλοι είχαν παρατσούκλια τότε- πήγαινε στη δουλειά του περνώντας επίτηδες από την πλατεία του χωριού με το άλογό του, ενώ δεν είχε λόγο να περάσει από κει, για να τον σταματήσει κάποιος, να τον φωνάξει να πιούν κανένα ούζο κι έτσι να έχει δικαιολογία για να μην πάει στη δουλειά.
Αυτός ήταν πολύ καλαμπουρτζής. Κάθε τέτοια μέρα συνήθιζε να παίρνει ένα νεαρό, τον Γιώργο Μπάϊμπα ή «Καλαμόσο», και, με τη θέλησή του βέβαια, να τον κάνει αρκούδα. Του έβαζε λοιπόν ένα αρκουδοτόμαρο για να μοιάζει με αρκούδα και τον έδενε μ’ ένα σκοινί από το λαιμό. Ο ίδιος γινόταν αρκουδιάρης, έπαιρνε ένα κόσκινο αντί για ταμπούρλο και τον γύριζε σ’ όλο το χωριό, όπου μαζεύονταν όλοι οι πιτσιρικάδες για να χαζέψουν την αρκούδα που χόρευε στους ρυθμούς του κόσκινου.
Κάποτε έδεσε την …αρκούδα σ’ ένα θάμνο, μια καναπίτσα. Ο ήλιος όμως εκείνη την ημέρα ήταν δυνατός, το αρκουδοτόμαρο άναψε, και η αρκούδα που κόντεψε να σκάσει από τη ζέστη άρχισε να βογκάει σαν να ήταν αληθινή. Εκεί κοντά ήταν ένα πηγάδι όπου λίγη ώρα μετά πήγε η μάνα της ψευτοαρκούδας για να πάρει νερό. Όταν άκουσε το παιδί της να βογκάει δεν άντεξε. Άρπαξε ένα ξύλο κι έτρεξε να κυνηγήσει τον αρκουδιάρη φωνάζοντας: «Βρε κερατά.. θα το σκάσεις το παιδί!»
Κάπως έτσι διασκεδάζαμε τότε με αυτοσχέδια γλέντια και καλαμπούρια, που όλα γίνονταν χωρίς έξοδα, γιατί υπήρχε όρεξη να τα δούμε και να τα κάνουμε. Σήμερα όλα γίνονται με πληρωμή, τίποτα δεν γίνεται χωρίς λεφτά.
Όταν ήρθαμε στο νέο Πλάτανο το «Άναμμα της φωτιάς» συνεχίστηκε, όχι όμως πια κάθε βράδυ, και σιγά – σιγά καθιερώθηκε να γίνεται το Σάββατο πριν από την Κυριακή της Αποκριάς. Τα πρώτα χρόνια γινόταν και ο «Βλάχικος γάμος» με ζωντανή μουσική, νταούλια και κλαρίνα, νύφη, γαμπρό και κουβάλημα των προικιών, που αργότερα σταμάτησε, μάλλον γιατί δεν υπήρχε μεγάλη συμμετοχή.
Το «Άναμμα της φωτιάς», όμως, παρέμεινε όλα αυτά τα χρόνια και συνεχίζεται μέχρι σήμερα, με την πρωτοβουλία των τοπικών Συλλόγων, με κρέατα, πίτες, κρασιά και, βέβαια, πουρνάρια, όπως το βρήκαμε από τους πατεράδες και τους παππούδες μας».
Οι ιστορίες αυτές προέκυψαν μετά από μια επίσκεψή μας σε ένα από τα καφενεία του χωριού, όπου συναντήσαμε μια παρέα αντρών που, με μεγάλη χαρά και προθυμία, μοιράστηκαν μαζί μας προσωπικές μνήμες, αλλά και ακούσματα των παιδικών τους χρόνων, για να μας βοηθήσουν να ταξιδέψουμε στο παρελθόν και να μάθουμε περισσότερα για το ιδιαίτερο αυτό αποκριάτικο έθιμο και την προέλευσή του.
Την παρέα αυτή αποτελούσαν ο Ηλίας Αγελάρης, ο Αποστόλης Νταουτζιάς, ο Βασίλης Δεσποτόπουλος, ο Δημήτρης Κατσούλης και ο γαμπρός του …«Φουντάνου», Δημήτρης Καρναβάς.
Τους ευχαριστούμε!