- 13 Μαρτίου, 2013
Καρναβάλια άλλων εποχών στην Ευξεινούπολη
Δέσποινα Κοτζιαπαναγιώτου
Ήταν άλλες εποχές. Όχι πολύ μακρινές κι όμως τόσο αλλιώτικες.
Τότε που όλα έμοιαζαν να έχουν ένα διαφορετικό νόημα και ο κόσμος περίμενε αφορμές όπως το Καρναβάλι, για να διασκεδάσει και να ευχαριστηθεί με την ψυχή του.
Τότε που την «Τσικνοπέμπτη», και ο πιο φτωχός, έπρεπε να «τσικνώσει τη γωνιά του». Κάτι θα έβρισκε να ψήσει στη φωτιά, για να μοσκοβολήσει η τσίκνα το σπίτι και τη γειτονιά.
Τότε που η φαντασία μεγάλων και μικρών κάλπαζε ελεύθερα και δεν ήταν αποτέλεσμα των διαφημίσεων κάποιων μεγάλων πολυκαταστημάτων.
Τότε που οι μεταμφιέσεις ήταν αυτοσχέδιες, εμπνευσμένες συνήθως από το ότι διέθετε η ντουλάπα του καθενός ή -σε πολλές περιπτώσεις- η ντουλάπα του παππού και της γιαγιάς του.
Τότε που οι άνθρωποι άνοιγαν χωρίς φόβο τις πόρτες τους τα βράδια, για να υποδεχτούν μασκαράδες, να τους αναγνωρίσουν, να τους φιλέψουν και να καλαμπουρίσουν όλοι με σκαρφίσματα της τελευταίας στιγμής.
Ο κ. Νίκος Τσολάκογλου από την Ευξεινούπολη και η σύζυγός του κ. Αγγελική, ξετίλυξαν ένα κουβάρι με αναμνήσεις από αλλοτινά καρναβάλια, για να τις μοιραστούν μαζί μας.
Νίκος Τσολάκογλου: «Την εβδομάδα της Τυρινής οι γυναίκες έφτιαχναν πίτες. Τις παίρναμε λοιπόν, μαζί με ότι άλλο είχε ο καθένας, μαζευόμασταν σε συγγενικά ή φιλικά σπίτια, τρώγαμε, πίναμε και διασκεδάζαμε όλοι μαζί. Οι περισσότεροι στο χωριό, είχαμε δικά μας κρασιά.
Όλη την Αποκριά γύριζαν στο χωριό μασκαράδες. Τότε οι πιο πολλοί ντύνονταν. Έβαζαν το παντελόνι, το σακάκι, το καπέλο τους ανάποδα, πρόχειρα πράματα, ότι μπορούσαν. Έρχονταν και Αλμυριώτες, αλλά οι Ευξεινουπολίτες δεν τους ήθελαν γιατί μοστράριζαν για γαμπροί και φοβόνταν να μην τους πάρουν τις γυναίκες.
Την καθαρά Δευτέρα μαζεύονταν κόσμος από όλα τα γύρω μέρη και γίνονταν πανηγύρι από νωρίς στην πλατεία. Άλλοι ήταν ντυμένοι μασκαράδες, άλλοι έκαναν βόλτες πέρα δώθε, άλλοι χόρευαν και τραγουδούσαν. Την προηγούμενη μέρα, την Κυριακή, γίνονταν μεγάλο πανηγύρι στο Κρόκιο.
Θυμάμαι έναν παππού τον Σωτήρη Βελιάδη. Αυτός έπαιρνε ένα αλέτρι, έβαζε μια ρόδα στη βάση για να τσουλάει, να μην καρφώνεται το υνί στο δρόμο, κι «έφτιαχνε χωράφι». Είχε και μια κρατσούνα (νεροκολοκύθα), κομμένη από πάνω. Αυτή τη γέμιζε στάχτη, τη φύσαγε και ντουμάνιαζε τον κόσμο.
Ο Αποστόλης ο Στεφανής ντύνονταν φουστανελάς. Γύριζε στην πλατεία, χόρευε και καμάρωνε κι εμείς που ήμαστε μικρά παιδιά τρέχαμε να τον δούμε.
Άλλοι μασκαράδες έπαιρναν τα μεγάλα κουδούνια που έβαζαν στα γκισέμια (τ’ αρσενικά ζώα), τα έδεναν στη μέση τους και κουνιόνταν και χόρευαν, κάνοντας μεγάλη φασαρία.
Το βράδυ της Καθαράς Δευτέρας, τα καφενεία κι οι ταβέρνες της Ευξεινούπολης γέμιζαν. Το γλέντι συνεχίζονταν, και δεν αργούσαν να ανάψουν οι καυγάδες ανάμεσα στις παρέες, για το ποιοι θα χορέψουν πρώτοι.
Στο μαγαζί του Πασχάλη του Λαγγούρα, θυμάμαι είχαν γίνει πολλά προξενιά. Κοντά στο γλέντι, γίνονταν και το νυφοδιάλεγμα.
Πίσω από το καφενείο του Πιπέρκα, υπήρχε ένα καταφύγιο που είχε ξεχαστεί ανοιχτό απ’ τον πόλεμο. Μετά τη διασκέδαση όλοι έφευγαν για τα σπίτια τους μεθυσμένοι. Κι όπως ήταν θεοσκότεινα, μια που φώτα δεν υπήρχαν, οι περισσότεροι έπεφταν μέσα στο καταφύγιο».
Αγγελική Τσολάκογλου: «Θυμάμαι τις γυναίκες που είχαν έρθει από την Καππαδοκία. Αυτές έδεναν τις ποδιές τους πολύ ψηλά, κάτω από το στήθος και τα τσεμπέρια τους πάνω από το κεφάλι. Την Καθαρά Δευτέρα έβγαιναν στην πλατεία και χόρευαν πιασμένες σταυρωτά, τραγουδώντας. Ακόμα δεν υπήρχαν τα γραμμόφωνα.
Όταν ήμουν μικρή, μ’ έντυσαν μια φορά νύφη. Όλοι άρχισαν να με πειράζουν και να μου λεν που είναι ο γαμπρός; Εγώ απ’ τη ντροπή μου έβαλα τα κλάματα. Γύρισα στο σπίτι, έβγαλα τα ρούχα και δεν τα ξαναφόρεσα.
Ο πατέρας μου ο Ανδρέας Βεδούρας, ήταν πολύ χωρατατζής και ντύνονταν κάθε χρόνο. Μια φορά ντύθηκε γυναίκα, πήρε ένα ψεύτικο μωρό, το έβαλε σε μια κούνια και γύριζε στα σπίτια με την παρέα του, κάνοντας πως το ταΐζει.
Από τα πολλά κεράσματα, δεν άργησαν να γίνουν στουπί στο μεθύσι. Ήρθαν στο κέφι, έβαλαν μια χοντρή να σύρει το χορό κι άρχισαν το τραγούδι:
«Ποιος τραβάει το χορό;
Το γομάρι το χοντρό»
Ο φίλος του ο Σταύρος Καπκίδης παραπατούσε μπρος πίσω απ’ τα γέλια. Στο τέλος έπεσε πάνω στο γραμμόφωνο και το έσπασε.
Μια χρονιά, μαζί με μας τα μεγαλύτερα παιδιά, ήθελε να μασκαρευτεί και η μικρή μου αδερφή, η Βασιλική, κι έκλαιγε. Της φόρεσε λοιπόν η μάνα μου ότι βρήκε, και το καπέλο του πατέρα μου που ήταν μεγαλύτερο απ’ αυτή. Σ’ ένα από τα σπίτια είχαν αργαλειό, απ’ αυτούς που ήταν μέσα στο χώμα. Από κάτω είχε μια γούρνα για να μπαίνουν τα πόδια.
Γυρίσαμε στο σπίτι χωρίς το καπέλο. «Τι το κάνατε βρε το καπέλο; Πως θα πάω στο καφενείο τώρα;», μας πείραζε ο πατέρας μου. «Φέρτε μου τουλάχιστον μια κατσαρόλα να βάλω στο κεφάλι». Όταν ήρθε ο καιρός να πάει η γυναίκα να υφάνει, βρήκε το καπέλο που είχε πέσει μέσα στη γούρνα.
Μια άλλη φορά, ο Παναγιώτης ο Τοσούδης είχε ντυθεί δεσποινίς και βολτάριζε και γύρευε τσιγάρο από τους περαστικούς. Ο γιος μου ο Πασχάλης ακόμα το θυμάται κι όποτε τον βλέπει τον πειράζει: «δώστε στη δεσποινίδα ένα τσιγάρο».
Οι κοπέλες, έπαιρναν τα καλύμματα από τους καναπέδες που είχαν σούρες, τα έκαναν φουστάνια και ντύνονταν τσιγγάνες.
Θυμάμαι τη Θοδώρα του Πασχαλούδη να χορεύει και να λέει τη μοίρα και τη Σοφίκα της Αμανάτενας που ήταν ψωμομένη κι έμοιαζε για τσιγγάνα, να κάνει χίλια δυο κόλπα κρατώντας κι έναν ταμπουρά.
Οι μεγάλες γυναίκες, έβαζαν το καλό τους τσεμπέρι, το τραβούσαν στο πλάι και στερέωναν μια καρφίτσα, για να πάνε περιποιημένες στον Καρνάβαλο. Έτσι διασκέδαζε ο κόσμος, με απλά πράγματα…»