- 30 Ιανουαρίου, 2013
Ο πολυπράγμων και πολυταξιδεμένος Ευξεινουπολίτης Μίμης Καραγιάννης
Δέσποινα Κοτζιαπαναγιώτου
Όταν πρόκειται να μιλήσεις για ανθρώπους με πληθωρική προσωπικότητα και ιδιαίτερα έντονη κοινωνική παρουσία, όπως εκείνοι που αναφέρονται στη συνέχεια, τότε οι πρόλογοι είναι μάλλον περιττοί.
Ο Δημήτριος (Μίμης) Καραγιάννης γεννήθηκε το 1921 στην Ευξεινούπολη, και ήταν το μεγαλύτερο από τα πέντε παιδιά της οικογένειάς του, τρία αγόρια και δύο κορίτσια, ενώ οι γονείς του είχαν έρθει πρόσφυγες από τη Στενήμαχο της Ανατολικής Ρωμυλίας, σε νεαρή ηλικία.
Νεαρός και ο ίδιος έφυγε από το χωριό και πήγε στην Αθήνα, όπου δούλεψε για μερικά χρόνια σαν «μπακαλόγατος» σε ένα από τα χαρακτηριστικά μαγαζιά της εποχής, στο Κολωνάκι. Το 1953 επέστρεψε στην Ευξεινούπολη και τον επόμενο χρόνο, μετά από προξενιό, παντρεύτηκε την Βασιλική (Κούλα) Πασχάλη, οι γονείς της οποίας ήταν επίσης πρόσφυγες – από τη Στενήμαχο η μητέρα της και από το Αϊβαλί της Μικράς Ασίας ο πατέρας της Νίκος Πασχάλης, που όμως στο χωριό έμεινε γνωστός με το παρατσούκλι «Σμυρναίος».
Το 1955 ήρθε στον κόσμο το πρώτο του παιδί, ο Κώστας Καραγιάννης, που, όπως και ο πατέρας του, έμελλε να αποτελέσει για πολλά χρόνια μία από τις πλέον χαρακτηριστικές φιγούρες στην ιστορία του χωριού.
Το Πορτραίτο του Μίμη Καραγιάννη προσπαθήσαμε να αναπαραστήσουμε με την πολύτιμη βοήθεια της κόρης του, Μαρίας Καραγιάννη:
«Το πρώτο μαγαζί που άνοιξε ο πατέρας μου ήταν μπακάλικο – ταβέρνα, κάτι που συνηθιζόταν εκείνη την εποχή. Έψηνε και μαγείρευε ο ίδιος, γιατί ήταν πολύ καλός μάγειρας. Έφτιαχνε και παγωτό κρέμα σε χειροκίνητη μηχανή, το οποίο γινόταν ανάρπαστο, τη συνταγή όμως, που την είχε μάθει από τη μητέρα του, δεν την αποκάλυψε ποτέ. Θυμάμαι το χαρακτηριστικό χρώμα που έδιναν στο παγωτό αυτό, τα πολλά φρέσκα αυγά που έβαζε. Κάθε πρωί αγόραζε από τον παγοπώλη πολλές κολώνες πάγου για να διατηρήσει το παγωτό, που ως το βράδυ είχε καταναλωθεί, και τα άλλα πράγματα που χρειάζονταν συντήρηση, ώσπου αγοράσαμε τα ηλεκτρικά ψυγεία.
Εκείνη την εποχή το μπακάλικο ήταν το μοναδικό σε ολόκληρη την επαρχία που πουλούσε «χαρτί υγείας», μια που ο πατέρας μου είχε γνωριμίες στην Αθήνα και προμηθευόταν. Απ’ αυτό αγόραζαν τότε οι αξιωματικοί της Αστυνομίας, κάποιοι δικαστικοί κι ο δάσκαλος ο Σταμίδης.
Το μαγαζί δεν έκλεινε σχεδόν καθόλου και τα τραπεζάκια του γέμιζαν καθημερινά. Το μεσημέρι σέρβιρε τσίπουρο με μεζέ και άλλα μαγειρευτά φαγητά, το βράδυ το περίφημο ψητό του, και τις πρωινές ώρες φρέσκο πατσά. Κάθε πρωί, μεταξύ πολλών άλλων, περνούσε ο δάσκαλος ο Βαλουξής κι έπαιρνε μια μερίδα πατσά, πριν πάει στη δουλειά του, κι όταν ο πατέρας μου δεν είχε προλάβει να τον ετοιμάσει, του πήγαινα εγώ τη μερίδα του στο σχολείο, μέσα σ’ ένα μικρό τσίγκινο κατσαρολάκι.
Στο χωριό υπήρχε τότε Αστυνομικό Τμήμα -κάτω από το καφενείο του Τσέκα- και οι χωροφύλακες ήταν καθημερινοί πελάτες, μετά τη λήξη της βάρδιας τους, ενώ έρχονταν και αρκετοί από το Βόλο. Οι ντόπιοι ήταν μόνιμοι κάθε βράδυ για κρασί και ψητό και δεν αργούσαν ν’ αρχίσουν οι πολιτικές συζητήσεις και ν’ ανάψουν οι «καυγάδες», πάντα για τους ίδιους λόγους.
Μερικοί από τους μόνιμους πελάτες ήταν ο μαστρο-Κώστας ο Φωτιάδης, μαζί με το Χρήστο Μάγγα, οικοδόμοι, που εκείνη την εποχή έχτιζαν το σπίτι μας, ο Χρήστος Μπελεγρίνης και ο Μήτσος ο Κυρίτσης, από τον Αλμυρό, ο οποίος είχε φορτηγό και προμήθευε με εμπορεύματα τους μαγαζάτορες. Τον πατέρα μου τον άφηνε τελευταίο, κι ύστερα καθόταν για κρασί και ψητό. Αυτός ήταν πολύ χοντρός και είχε τόσο μεγάλα πόδια που δεν έβρισκε παπούτσια να φορέσει, γι’ αυτό κυκλοφορούσε με κάτι τεράστια πέδιλα που τους έκοβε τα λουριά στη μια άκρη και τα έδενε με σύρμα. Ήταν κι ένας που κάπνιζε πέντε ολόκληρα πακέτα, και δεν προλαβαίναμε να μαζεύουμε τις στάχτες και τ’ αποτσίγαρα, γνωστός με το παρατσούκλι «Παπαστράτος», λόγω της μάρκας και της ποσότητας των τσιγάρων που κατανάλωνε.
Ο πατέρας μου δεν κάπνισε ποτέ, και ο καπνός τον ενοχλούσε αφάνταστα, όμως πάντα είχε στην τσέπη του ένα πακέτο τσιγάρα για να προσφέρει στους πελάτες.
Ένας άλλος τακτικός θαμώνας ήταν κάποιος Μπακόλας, άνθρωπος μεγάλης ηλικίας, που ερχόταν μόνο τις πρωινές ώρες στην ταβέρνα. Δεν καθόταν πολύ, αλλά είχε τη συνήθεια να απαγγέλει ποιήματα που τα έφτιαχνε ο ίδιος, και του είχαν κολλήσει το παρατσούκλι «Θεός».
Ο Ευξεινουπολίτης Στέργιος Ζγουλέτας ερχόταν κάθε βράδυ στο μαγαζί. Αυτός είχε φορτηγό και μετέφερε συνήθως ξυλεία, αλλά και μια άσπρη Μερσεντές, αυτοκίνητο πολυτελείας τότε. Ήταν γλεντζές και σύχναζε στα μπουζούκια, αρκετές φορές παρέα με τον πατέρα μου. Εκείνη την εποχή γυριζόταν η ταινία «Η δασκάλα με τα χρυσά μαλλιά», στη Μακρινίτσα, και ο Ζγουλέτας μαζί με κάποιον συγχωριανό πήγαν να δουν από κοντά τη Βουγιουκλάκη και τους άλλους πρωταγωνιστές. Εκεί τους μάζεψαν για κομπάρσους, κι έτσι κάθε φορά που βλέπω την ταινία τον αναγνωρίζω ανάμεσα στους στρατιώτες που χαιρετούν από το τρένο, στη σκηνή της αναχώρησης για το Μέτωπο.
Αργότερα ο πατέρας μου επέκτεινε το μαγαζί, μεταφέροντας μπροστά την ταβέρνα και αφήνοντας στο πίσω μέρος το μπακάλικο. Πολύτιμος βοηθός του όλα αυτά τα χρόνια στην κουζίνα ήταν η μητέρα μου, ενώ είχε πλέον μεγαλώσει και ο αδερφός μου ο Κώστας που τον βοηθούσε σε όλες τις δουλειές. Μαζί διδάχτηκαν οι δυο τους την τέχνη του χαλβά, γύρω στα 1965, από γνωστό μάστορα της εποχής».
Όπως μας είπαν κάποιοι από εκείνους που θυμούνται αυτόν τον χαλβά, δεν έχουν ξαναδοκιμάσει πιο νόστιμο από τότε, ενώ αξέχαστα έχουν μείνει επίσης κάποια πράγματα που διέθετε το μπακάλικο, όπως το νοστιμότατο κασέρι και το φρέσκο βούτυρο.
«Το κατάστημα διέθετε και τηλέφωνο, και ο πατέρας μου έτρεχε με το ποδήλατο να ειδοποιήσει τους χωριανούς για να επικοινωνήσουν με τους συγγενείς και τους φίλους που τους καλούσαν από την Ελλάδα, αλλά και από το εξωτερικό, ενώ συχνά ανακοίνωνε και τα «συχαρίκια» από το νοσοκομείο ή τις κλινικές του Βόλου, όταν ερχόταν στον κόσμο κάποιο μωρό. Με το ποδήλατο μετέφερε στα σπίτια και τις φιάλες υγραερίου, μια δουλειά που αργότερα την έκανε ο Κώστας με το μηχανάκι.
Το 1967 αποκτήσαμε τηλεόραση και κάθε απόγευμα μαζεύονταν οι χωριανοί για να παρακολουθήσουν τις πασίγνωστες τηλεοπτικές σειρές της εποχής, που ήταν «Ο άγνωστος πόλεμος», «Ο παράξενος ταξιδιώτης» κι άλλη μία που δεν θυμάμαι τον τίτλο της, οι οποίες προβάλλονταν δύο φορές την εβδομάδα η κάθε μία, από Δευτέρα μέχρι Σάββατο. Κάθε απόγευμα ο δρόμος έξω από την πλευρά του μαγαζιού που είχε τη μεγάλη τζαμαρία γέμιζε με κόσμο, μέχρι απέναντι στου Λασκαρίδη. Άντρες, γυναίκες και παιδιά, άλλοι όρθιοι κι άλλοι με τελάρα και καρέκλες, έκλειναν το δρόμο για να δουν το έργο, και μόλις τελείωνε έφευγαν για να ξαναμαζευτούν το επόμενο απόγευμα. Μερικοί, που ήξεραν γράμματα και μπορούσαν να διαβάσουν τους υπότιτλους, παρακολουθούσαν και το αμερικάνικο σήριαλ «Peyton Place».
Τις Κυριακές γινόταν στο χωριό «η βόλτα», που άρχιζε από την ταβέρνα του πατέρα μου κι έφτανε ως του Καραμανιόλα. Εκείνη την εποχή λειτουργούσαν επίσης οι ταβέρνες του Τάκη Μπέη, απέναντι από μας, και του Πασχάλη Λαγγούρα, λίγο παρακάτω. Το μαγαζί γέμιζε με κόσμο και οι πελάτες από το Βόλο έπαιρναν τηλέφωνο από νωρίς για να παραγγείλουν ψητό. Ο Μπέης έφερνε και όργανα, συνήθως στις γιορτές και στα πανηγύρια, κάτι που ο πατέρας μου δεν το συνήθιζε, γιατί ο χώρος ήταν μικρός. Μια φορά μόνο είχε φέρει ορχήστρα, στο πανηγύρι του χωριού. Συχνά, όμως, γίνονταν γλέντια, καθώς το κρασί έρρεε άφθονο και οι μόνιμοι θαμώνες έπιαναν το τραγούδι, συνεχίζοντας μέχρι το ξημέρωμα. Υπήρχε και τζουκ μποξ, που κάποτε λειτουργούσε με πενήντα λεπτά, αλλά σιγά – σιγά αυξήθηκε κι αυτό, ώσπου έφτασε τις 20 δραχμές. Τα δισκάκια τα τοποθετούσε η εταιρεία από την οποία νοικιάζαμε το μηχάνημα. Μεγάλα σουξέ της εποχής ήταν «Η μουρμούρα», «Το πετραδάκι» και άλλα γνωστά τραγούδια, ενώ ο Θεοδωράκης ήταν τότε απαγορευμένος, όπως και ο Μπιθικώτσης, γιατί είχε ερμηνεύσει το «Άξιον Εστί». Όταν προβάλλονταν στην τηλεόραση ταινίες με το Νίκο Ξανθόπουλο μαζεύονταν όλοι οι πρόσφυγες για να τις δουν, κι ας τις είχαν δει στο σινεμά οι περισσότεροι απ’ αυτούς.
Στην ταβέρνα γίνονταν και αρκετά προξενιά, και οι ενδιαφερόμενες πλευρές έρχονταν την Κυριακή σε ξεχωριστές παρέες, προκειμένου να ιδωθούν οι υποψήφιοι.
Όταν ήμουν μικρή, περνούσε μια φορά το μήνα ένας «αρκουδιάρης» κι έδινε παράσταση έξω από το μαγαζί. Ύστερα έδενε την αρκούδα σ’ ένα από τα μεγάλα δέντρα και καθόταν να φάει και να πιει. Εμείς τα παιδιά φοβόμασταν πολύ την αρκούδα.
Βοηθούσα κι εγώ στην κουζίνα της ταβέρνας αλλά και στο μπακάλικο. Ανέβαινα στο πατάρι, γέμιζα ένα μεγάλο καλάθι που είχαμε δέσει με σκοινί, κι ύστερα το κατεβάζαμε σιγά – σιγά γεμάτο με εμπορεύματα που ο πατέρας μου τακτοποιούσε στα ράφια. Ήταν πολύ διασκεδαστική δουλειά, και συχνά φώναζα τις φίλες μου να με βοηθήσουν.
Η εταιρεία «Παπαδόπουλος» μας είχε φέρει κάτι τετράγωνα ράφια, στα οποία τοποθετούσαμε τα μπισκότα που τότε τα πουλούσαμε χύμα. Ο πατέρας μου κάθε φορά που περνούσε από το σημείο αυτό έπαιρνε ένα – δυο μπισκότα, έδινε και σε μένα, κι έτσι οι δυο μας τρώγαμε τα περισσότερα. Μου έδινε και παγωτό κάθε φορά που ζητούσα, κρυφά από τη μητέρα μου που φώναζε να μην τρώω πολλά γιατί ήμουν φιλάσθενη.
Η μεγάλη αγάπη του πατέρα μου ήταν το ποδόσφαιρο και ιδιαίτερα η ομάδα του Ολυμπιακού, την οποία υποστήριζε με πάθος και την ακολούθησε σε πολλά παιχνίδια, τόσο στην Ελλάδα όσο και σε αρκετές χώρες του εξωτερικού, φτάνοντας μέχρι τη Μόσχα, και μάλιστα στα χρόνια της Δικτατορίας. Γη και ουρανό κίνησε τότε για να τα καταφέρει. Πήγε στον Πειραιά, πλήρωσε για να γραφτεί στη Λέσχη των φιλάθλων της ομάδας, χρησιμοποίησε όλες τις γνωριμίες του, και κατόρθωσε να είναι ένας από τους λιγοστούς οπαδούς από όλη την Ελλάδα, οι οποίοι -μετά από ειδική άδεια που έδωσε η κυβέρνηση της Χούντας, λόγω καλής πορείας της ομάδας- συνόδεψαν τον Ολυμπιακό σ’ εκείνη την αποστολή. Υπήρχε κι άλλος λόγος όμως που ο πατέρας μου επέμενε να πάει στη Ρωσία. Έτσι, μετά την πραγματοποίηση του αγώνα, άφησε την αποστολή και πήγε στην Τασκένδη για να δει την αδερφή και τους συγγενείς της μητέρας μου, αλλά και άλλους συγχωριανούς του, που είχαν βρεθεί εκεί μετά τον Εμφύλιο. Ταξίδεψε όμως και σε πολλές άλλες χώρες του κόσμου, στην Αμερική, στον Καναδά, επισκέφτηκε τα μέρη των προγόνων του στη Βουλγαρία, παρακολούθησε ταυρομαχίες στην Ισπανία, ενώ συμμετείχε και σε στις εκδρομές που πρόσφεραν στους επαγγελματίες του είδους οι μεγάλες εταιρείες, όπως η μπίρα «Άλφα», παρέα με άλλους συναδέλφους.
Παρά τη μεγάλη αγάπη του πατέρα μου για τον Ολυμπιακό, ο αδερφός μου υποστήριζε με το ίδιο πάθος την ομάδα του Παναθηναϊκού, γεγονός που κάποτε έγινε αιτία να διαφωνήσουν έντονα. Μια Κυριακή που οι δύο ομάδες ήταν αντίπαλες, κέρδισε το παιχνίδι ο Ολυμπιακός. Ο πατέρας μου τότε πείραξε τον αδερφό μου, εκείνος παρεξηγήθηκε και ανέβηκε στην ταράτσα του μαγαζιού, απειλώντας ν’ αυτοκτονήσει. Μόνο μετά από αρκετές ώρες κατάφεραν οι θαμώνες, οι συγγενείς και οι φίλοι που μαζεύτηκαν να τον μεταπείσουν, ενώ ο πατέρας μου του ζήτησε συγνώμη. Ο καυγάς αυτός επηρέασε βαθιά και τους δύο. Ο πατέρας μου έπαψε να ασχολείται συστηματικά με το ποδόσφαιρο, και παρακολουθούσε τους αγώνες μόνο από την τηλεόραση, και ο αδερφός μου άλλαξε ομάδα, υποστηρίζοντας από κει και στο εξής τον Πανιώνιο.
Λίγα χρόνια πριν συνταξιοδοτηθεί ο πατέρας μου είχε κουραστεί αρκετά από την ασταμάτητη δουλειά, γι’ αυτό τις Κυριακές έκλεινε το μαγαζί. Μας έπαιρνε τότε όλη την οικογένεια και πηγαίναμε βόλτες, τόσο το χειμώνα όσο και το καλοκαίρι για μπάνιο σε διάφορες παραλίες, με το ταξί του Νίκου Χειμάρα, αφού ο ίδιος δεν οδηγούσε. Το 1986 βγήκε στη σύνταξη. Τη δουλειά ανέλαβε ο αδερφός μου, ο οποίος λίγα χρόνια μετά έκλεισε το μπακάλικο και για ένα διάστημα κράτησε την ταβέρνα, με σουβλάκια, φαγητά της ώρας και ψητό κατόπιν παραγγελιών. Αργότερα ασχολήθηκε μόνο με τα σουβλάκια και το χαλβά, που τα πουλούσε στα διάφορα πανηγύρια και στο παζάρι.
Τον ίδιο χρόνο που ο πατέρας μου συνταξιοδοτήθηκε, η μητέρα μου αρρώστησε και έφυγε για τον Καναδά, όπου είχε συγγενείς, για ένα μεγάλο διάστημα. Στο αεροδρόμιο στην Αθήνα τη συνόδεψε ο ίδιος, και όταν γύρισε στο χωριό έπαθε το πρώτο εγκεφαλικό επεισόδιο, το οποίο μετά από λίγο καιρό κατάφερε να ξεπεράσει, για να ακολουθήσουν, δυστυχώς, και άλλα τα επόμενα χρόνια. Το 1995 η μητέρα μου «έφυγε» από τη ζωή, και δύο χρόνια αργότερα, τον Ιούλιο του 1997, την ακολούθησε και ο πατέρας μου».
Τον Αύγουστο του 2010 ο Κώστας Καραγιάννης νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο του Βόλου, με άμεση ανάγκη για μεταγγίσεις αίματος. Είχε φτάσει όμως ο καιρός για το παζάρι του Αλμυρού κι εκείνος είχε ήδη προμηθευτεί όλα τα υλικά για τον περίφημο χαλβά του. Αγαπούσε τη δουλειά του και ανυπομονούσε να επιστρέψει σ’ αυτή. Υπέγραψε και πήρε εξιτήριο, παρά τη σοβαρότητα της κατάστασής του. Η απόφασή του αυτή στάθηκε μοιραία, αφού έγινε αιτία να «φύγει» από τη ζωή στις 24 Αυγούστου, την ημέρα των γενεθλίων της αδερφής του. Η χαρακτηριστική του φιγούρα με το μηχανάκι θα μείνει για πολλά χρόνια χαραγμένη στη μνήμη όλων εκείνων που τον γνώριζαν.