- 19 Ιανουαρίου, 2013
Γιώργου Τσιντσίνη: Η τελευταία Αλκυονίδα
Η νύχτα είχε φύγει από ώρα, θαρρείς κυνηγημένη. Η αυγή νικούσε, αργά και σταθερά, τα χλωμά φώτα στο σαραβαλάκι του Πελοπίδα. Τα πρώτα, “οργισμένα” χιλιόμετρα χάραζαν κι άλλες ρυτίδες στις σκουριασμένες λαμαρίνες του. Σε μια στροφή του δρόμου, η τελευταία Αλκυονίδα του ‘κλεισε με αναίδεια το μάτι και χαμογέλασε μ’ ένα χαμόγελο γεμάτο σημασία.
Ο Πέλοπας γούρλωσε τα μάτια και ξεροκατάπιε. Το πόδι του πήγε ασυναίσθητα στο φρένο.
Την ίδια στιγμή, ο Ήλιος έδινε τα ρέστα του και τίναζε στον αέρα την μπάνγκα του μετεωρολογικού καζίνου. Μάζεψε φουριόζος τις μάρκες του, τις έριξε στην τσέπη και πετάχτηκε στο δρόμο, ακριβώς την ώρα που τα ημερολόγια είχαν προβλέψει την ανατολή του.
Αγέρωχη η τελευταία Αλκυονίδα λούστηκε μονομιάς στο άπλετο φως. Εκείνος σταμάτησε πάνω της κι έχωσε τα χίλια φωτεινά του δάχτυλα στα σγουρά της ολόξανθα μαλλιά.
Φαρμακωμένο από ζήλια το κατσαριδάκι έβαλε τα κουρασμένα του φρένα να στριγκλίζουν και βγήκε έξω από το δρόμο, αποτολμώντας τη μοιραία και άνιση σύγκρουση.
Στο διπλανό κάθισμα η συμβία, πίσω η πεθερά και τα παιδιά, σταυροκοπήθηκαν. Νόμισαν ότι ο φαμίλιας αιφνιδιάστηκε, τρόμαξε από την απότομη ανατολή του ήλιου.
Ο Πέλοπας πετάχτηκε έξω ζοχαδιασμένος κι έριξε μια θυμωμένη, ανόητη κλωτσιά στη μπροστινή, αριστερή ρόδα.
-Άσε κάτω, ρε πούστη, την κοπέλα, είπε στον Ήλιο γεμάτος φούρκα, βάζοντας το χέρι του μπροστά στα μάτια για την αντηλιά.
Όσο μπορούσε να τον δει κατάματα, του φάνηκε πως ο “αντίζηλος” αρκέστηκε στο να του χαμογελάει περιπαιχτικά.
-Άσε κάτω την κοπέλα, ΕΙΠΑ. Εγώ την είδα πρώτος, εγώ θα την πάρω στ’ αυτοκίνητο.
Η οργή του για τον “πειρατή” μπλέχτηκε με τον πόθο του για το γελαστό κορίτσι και του άναψε τα μάγουλα. Εκείνο, πάντοτε προκλητικό κι αγέρωχο, σήκωσε τσαχπίνικα το ένα του φρύδι κι ανέλαβε να ξεκαθαρίσει τα πράγματα:
-Με λένε Αλκυονίδα και πάντοτε μου αρέσει να παίζω με τον Ήλιο.
-Και ποιος είναι αυτός που θα σε πάρει από μένα, της αντιγύρισε απτόητο το “καμάκι”, πλησιάζοντας πολύ κοντά της για να μην ανθιστεί κάτι η ομήγυρη.
-Μα, ο Ήλιος…. ψιθύρισε απορημένο το κορίτσι.
-Ένας μέθυσος, ένας γυρολόγος του κερατά, ξέσπασε ο άλλος. Ένας γκαντέμης χαρτοπαίχτης, που τον ξετινάζουν ολόκληρο το χειμώνα, πότε οι βροχές και τα σύννεφα, πότε οι αγέρηδες και τα χιόνια.
Η Αλκυονίδα απόμεινε να κοιτάζει, παραξενεμένη και κολακευμένη από το ασυγκράτητο πάθος του Πέλοπα. Εν τω μεταξύ, παιδιά, γατιά και πεθερές, είχαν βγει απ’ το σαραβαλάκι και άπλωναν ολόγυρα τη φωνακλάδικη παρουσία τους, τα τάπερ με τα τηγανητά, τα μπουκάλια με τις μπύρες, τ’ αλουμινόχαρτα με τις πίτες και τα γλυκά.
-Δεν έχεις να πας πουθενά, επέμενε προστακτικός ο Πέλοψ. Θα μείνει μαζί μας. “Όμηρος σε πικ-νικ” που λένε, ρε παιδάκι μου… Κι άσ’ τον αυτόν από πάνω να χασκογελάει σαν μαλάκας. Μαζί θα ζήσουμε σήμερα, μαζί θα τσουλίσουμε λίγο πριν βραδιάσει, την ώρα που αυτός ο μυστήριος θα χώνεται πάλι στο καζίνο για μπαρμπούτι, να σπαταλήσει όσο μάζεψε χθες.
Έτσι κι έγινε… Το κορίτσι έμεινε μαζί τους όλη τη μέρα, τρώγοντας και κουτσοπίνοντας, παραδομένο στα μεθυστικά χάδια του Ήλιου και στα λαίμαργα, μισόκλειστα μάτια του Πέλοπα. Του Πέλοπα που τρυγούσε το ίνδαλμα του και με το μυαλό του της έκανε έρωτα χωρίς ανάσα, χίλιες φορές, τη μια καλύτερη από την άλλη. Κάπου – κάπου, πρόσεχε και γύρω του τους ανυποψίαστους κι ένα αδιόρατο χαμόγελο έσκαζε κάτω από το αραιωμένο του μουστάκι.
Πάντοτε συνήθιζε να λέει ότι “γελάει καλά, όποιος γελάει τελευταίος” και περίμενε.. Όσο η μέρα έτρεχε, τόσο προχωρούσαν όλα όπως τα είχε σχεδιάσει. Άφηνε τον “αντίζηλο” να σκαρώνει με την Αλκυονίδα τα δικά του προκαταρτικά ερωτικά παιχνίδια. Όλα αυτά μέχρι…
Μέχρι το σούρουπο εκείνο, το σούρουπο της καταστροφής.
Ο Ήλιος χάθηκε ξαφνικά, υπακούοντας στη φωνή του δικού του πάθους. Σχεδόν ταυτόχρονα, από την ίδια στροφή του δρόμου, ένας αλήτης Βοριάς είχε τις δικές του φούριες. Έπεσε πάνω τους με ανεξήγητη μάνητα.
Χαλασμός Κυρίου… Έτρεχε ο Πέλοπας να μαζεύει τάπερ και τραπεζομάντιλα, μπλουζάκια και ζακέτες. Όταν γύρισε, μετά από ώρα ξεθεωμένος στο σαραβαλάκι του, με τα όσα αντίκρισε ήταν σαν να έπινε το τελευταίο φαρμακερό ποτήρι.
Η φαμίλια στοιβαγμένη άρον – άρον μέσα στο σαράβαλο, τα μικρά να κλαίνε τρομοκρατημένα (το μικρότερο είχε μάλλον πυρετό), οι γυναίκες να τιτιβίζουν απτόητες και οι πρώτες χοντρές στάλες της βροχής να πέφτουν, με τρόπο που φάνταζε αστείος, πάνω στη μικρή του φαλάκρα.
Λίγο πιο πέρα, λυσσομανώντας ο Βοριάς του είχε ήδη φάει την γκόμενα. Την είχε ρίξει στο χορτάρι και η Αλκυονίδα, υπάκουη, παραδόθηκε στην ασυγκράτητη ορμή του.
Πριν πάρει το δρόμο της επιστροφής ο Πελοπίδας, έδωσε πάλι μια κλωτσιά στη μπροστινή ρόδα και βλαστήμησε άγρια για όσα ονειρεύτηκε και χάθηκαν εκείνη την ύπουλη μέρα.
Εκείνη την ύπουλη μέρα, που ο Ήλιος κι ο Βοριάς μοιράστηκαν -τόσο μπαμπέσικα- την τελευταία Αλκυονίδα.
(Αυτό το χρονογράφημα πρωτο-δημοσιεύτηκε το 1992 στο Βολιώτικο περιοδικό «Ώρες»).