- 24 Δεκεμβρίου, 2012
Μνήμες πολέμου – Το χριστουγεννιάτικο δώρο του Αζόρ
γράφει η Σουλτάνα Μαραβέγια
Ποτέ να μην πειράξεις τα ζώα τα καημένα…
Εκείνο το παγερό βράδυ του Δεκέμβρη μένει πίσω μας μια θύμηση με πικρή γεύση. Εκείνη η αγιαστική ατμόσφαιρα έχει για πάντα χαθεί.
Ψυχρά κυλούσε η ζωή, με την αγωνία του κινδύνου, την πείνα, με τη λαχτάρα για λίγο ψωμί. Η ζωή μας περιορισμένη, μέναμε μέσα στο κρύο τσιμεντένιο σπιτάκι. Απ’ έξω ερχόταν θόρυβος από κάποια βήματα πάνω στο παγωμένο χιόνι και ο ανατριχιαστικός ήχος από τις αλυσίδες των οχημάτων του εχθρού. Απ’ το θολό τζάμι περιμέναμε το τέλος μας.
Ο μπαμπάς, βυθισμένος στη σκέψη, παρακολουθούσε τον καπνό που ξεπηδούσε απ’ το τσιμπούκι του. Η ψυχή του κομματιασμένη, τα βήματά του παράξενα. Το λυχνάρι που φώτιζε τη ζωή έσβηνε, μαζί και η ελπίδα της.
Ο σκύλος μας, ο Αζόρ, πεινασμένος κι αυτός μαζί με μας. Πώς μπορώ να ξεχάσω αυτό το τόσο καλό σκυλάκι; Όσο ζω, δεν συνάντησα άνθρωπο με τα αισθήματα του Αζόρ.
Απέναντι από το σπίτι μας υπήρχε σταθμός Χωροφυλακής. Στο πίσω μέρος της αυλής είχαν μια αποθηκούλα που έβαζαν τα τρόφιμα.
Εμείς, εκείνη την ημέρα δεν είχαμε ψωμί, φάγαμε πλιγούρι από σταράκι, που το άλεσε η μαμά στο μύλο του καφέ, και πέσαμε νωρίς να κοιμηθούμε. Πριν μας πάρει ο ύπνος, αντί ν’ ακούσουμε την καμπάνα της εκκλησίας να χτυπήσει για τη χαρμόσυνη είδηση της γέννησης του Χριστού -προσεύχομαι συγκινημένη στη φωτεινή μορφή του- ακούσαμε το μάνταλο της πόρτας της κουζίνας να χτυπάει συνθηματικά, δύο φορές και να σταματάει.
Ποιος είναι; Απάντηση καμία. Τότε παίρνει η μαμά τη λάμπα στο χέρι και ο αδελφός μου την κουτάλα για να αμυνθεί. Άνοιξαν την πόρτα και τι να δουν; Τον Αζόρ να κρατάει στο στόμα μια διπλή πακεταρισμένη κουραμάνα! Την αφήνει στα πόδια της μαμάς, γλύφει το χέρι της και φεύγει. Αντί να κάτσει να τη φάει που ήταν νηστικό και αδύνατο, την έφερε σε μας!
Ο Αζόρ μπήκε στην αποθηκούλα, αφού βρήκε την πόρτα ανοιχτή, πήρε τη διπλή άσπρη κουραμάνα και έφυγε. Η Θεία Πρόνοια κι εδώ έκανε το θαύμα της.
Ο Αζόρ ήταν ένα πανέξυπνο κυνηγόσκυλο του μπαμπά, δεν άντεξε όμως άλλο την πείνα και πέθανε, θύμα πολέμου κι αυτό.
Η μαμά, ηρωίδα, πάλεψε, δεν λύγισε, στάθηκε βράχος στη δίνη του πολέμου, με τα οχτώ παιδιά της, δεν τα μοίρασε. Ναι, τα κατάφερε. Γενναία η μαμά μου, με την τρυφερή καρδιά. Είθε η ψυχή της να είναι αναπαυμένη. Αυτό της πρέπει.
Τώρα είναι όλα πια μια μνήμη μιας μακρινής ζωής που έσβησε.
Ο Χριστός, όμως, είναι κοντά μας, η σωτηρία μας, γι’ αυτό πρέπει όλοι να ζητούμε το έλεός του. Να κατασιγάσουν τα πάθη, και η ζωή να είναι ειρηνική. Τι πιο βαθύ να σκεφτώ; Όλα είναι τόσο γνωστά. Στην ατμόσφαιρα είναι διάχυτη η εθνική ανησυχία από την ομαδική μετανάστευση, και τη φτώχεια που ταλαιπωρεί και πάλι τον κόσμο.
Εύχομαι ο ερχομός του Χριστού να φέρει υγεία, αγάπη σε όλον τον κόσμο, και να φωτίσει αυτούς που κυβερνούν, γιατί δεν πάει άλλο.
Με σεβασμό βαθύ, το αφιερώνω στη μνήμη των γονιών μου.