• 20 Δεκεμβρίου, 2012

Πώς γιορτάζαμε τα Χριστούγεννα κάποτε…

Πώς γιορτάζαμε τα Χριστούγεννα κάποτε…

Δέσποινα Κοτζιαπαναγιώτου

Και να που γι’ άλλη μια χρονιά φτάσαμε στο κατώφλι των γιορτινών ημερών, που, όσο δύσκολες εποχές κι αν περνάμε, υπόσχονται να φέρουν λίγη ζεστασιά στην καρδιά μας, συναντήσεις με αγαπημένα πρόσωπα και ελπίδα για αλλαγές με τον ερχομό του νέου έτους. Τις ημέρες αυτές στο μυαλό όλων μας έρχονται αναμνήσεις από τα παιδικά μας χρόνια, τότε που περιμέναμε τις γιορτές με λαχτάρα και ανυπομονησία, έστω κι αν δεν αντιπροσώπευαν πάντα την ευτυχία που θα επιθυμούσαμε…

Γυναίκες με διαφορετικές ρίζες και καταγωγή, μας διηγήθηκαν τις αναμνήσεις από τις γιορτές των παιδικών τους χρόνων, που, σε πείσμα του καιρού, κράτησαν καλά φυλαγμένες στα συρτάρια του νου και της καρδιάς τους, για να τις συντροφεύουν σε όλη τους τη ζωή.

Αγγελική Βιδούρα – Τσολάκογλου: Ο πατέρας μου ήταν από την Εύβοια. Η μητέρα μου ήρθε σε μικρή ηλικία, πρόσφυγας από την Ανατολική Ρωμυλία, στην Ευξεινούπολη, όπου γεννήθηκα και ζω μέχρι σήμερα. Όπως όλος ο κόσμος τότε, περάσαμε κι εμείς δύσκολα χρόνια, γνωρίσαμε καλά τη φτώχια και τις σκληρές δουλειές, που γίνονταν όλες με τα χέρια.

Τη νηστεία πριν από τις γιορτές την κρατούσαμε στο σπίτι μας. Τότε έλεγαν πως όποιος ήταν καλά στην υγεία του έπρεπε να νηστέψει. Η γιαγιά μου η Βασιλική ήταν πολύ θρήσκα και μας έκανε κουμάντο σ’ αυτά τα θέματα. Όταν καθόμασταν στο τραπέζι, δεν ξεκινούσαμε να φάμε, αν δεν λέγαμε πρώτα την προσευχή.

Τις παραμονές των γιορτών, και όσο μπορούσαμε πιο μπροστά, φτιάχναμε τα γλυκά, μελομακάρονα και κουραμπιέδες, για να μην έχουμε πολλές δουλειές μαζεμένες τις τελευταίες μέρες. Όταν όλα ήταν έτοιμα, ξεκουραζόμασταν και λογαριάζαμε ποιός θα γιόρταζε για να πάμε, γιατί τότε οι ονομαστικές εορτές ήταν ευκαιρία για να ανταμωθούμε, να κάνουμε παρέα, να χορέψουμε και να γλεντήσουμε. Κι όποιος έβλεπε φως σε κάποιο σπίτι και άκουγε φασαρία είχε το ελεύθερο να μπει και να διασκεδάσει, ακόμα κι αν δεν ήταν συγγενής ή προσκεκλημένος.

Το απόγευμα της παραμονής των Χριστουγέννων -όπως και της Πρωτοχρονιάς- τα νεαρά αγόρια γύριζαν τα σπίτια του χωριού κι έλεγαν τα κάλαντα.

Το βράδυ οι νοικοκυρές έβραζαν στάρι για να κάνουν «κολυβόζουμο», μέσα στο οποίο έριχναν και σταφίδες, γιατί ήταν ακόμα νηστεία. Τρώγαμε κι εμείς τα παιδιά, εκτός από τα πολύ μικρά που έπρεπε να πιούν γάλα. Αυτό ήταν το φαί της παραμονής, μια συνήθεια που, απ’ ό,τι θυμάμαι, έφεραν οι πρόσφυγες από τη Ρωμυλία.

Το πρωί των Χριστουγέννων ο πατέρας μου μας ξυπνούσε αξημέρωτα. «Σηκωθείτε, παιδιά, να πάτε στην εκκλησία», μας έλεγε, «και μη ρωτάτε γιατί δεν πάω εγώ. Δεν έχω γραβάτα και ρεπούμπλικα. Εγώ μεγάλωσα ορφανός και δεν μπορούσα να έχω σειρά».

Ήταν πολύ αυστηρός σ’ αυτό το θέμα και δεν σήκωνε κουβέντα. Κι εμείς σηκωνόμασταν και πηγαίναμε, όχι μόνο εκείνη την ημέρα, αλλά σε όλες τις μεγάλες γιορτές. Η γιαγιά μου είχε και νοικιασμένο στασίδι, έτσι συνηθιζόταν τότε, και όταν κουραζόμασταν τριβόμασταν κοντά της κι εκείνη μας άφηνε να ξαποσταίνουμε. Στο γυρισμό μας περίμενε η ζεστή τηγανιά, από την οποία έτρωγαν μόνο όσοι είχαν πάει στην εκκλησία. Όποιος κοιμόταν και δεν είχε διαβαστεί, όπως έλεγε η γιαγιά μου, δεν έτρωγε.

Ανήμερα την Πρωτοχρονιά, έβγαιναν πρωί – πρωί τα κορίτσια, κρατώντας μια βίτσα από μουριά στα χέρια, και γύριζαν τα σπίτια του χωριού για να κάνουν ποδαρικό και να τραγουδήσουν τη σούρβα:

«Σούρβα σούρβα για χαρά, για σταφίδες για παρά,

όσες τρύπες το δερμόνι  τόσες θυμωνιές τ’ αλώνι…»

Δερμόνι ήταν το κόσκινο που είχε πολλές τρύπες, και το τραγούδι εξέφραζε την ευχή για καλή σοδειά. Κάποιες γειτόνισσες με περίμεναν να πάω εγώ πρώτη στο σπίτι τους, γιατί έλεγαν ότι είχα καλό ποδαρικό.

Το μεσημέρι, αφού είχαμε γυρίσει και πάλι από την εκκλησία, καθόμασταν όλοι μαζί στο γιορτινό τραπέζι, τρώγαμε κι ύστερα κόβαμε τη βασιλόπιτα, μέσα στην οποία βάζαμε το φλουρί κι ένα κομματάκι ξερό βασιλικό. Όποιος έβρισκε το φλουρί θα ήταν ο τυχερός της χρονιάς, ενώ όποιος έβρισκε το βασιλικό θα γινόταν γεωργός, αν ήταν άντρας, κι αν ήταν γυναίκα θα παντρευόταν γεωργό. Το βράδυ πηγαίναμε πάλι σε γιορτές και ανταμώματα.

Την ημέρα του Σταυρού, την παραμονή των Φώτων, πηγαίναμε στην εκκλησία και παίρναμε αγιασμό για να ρίξουμε στα χωράφια, στους κήπους και στα πηγάδια, ενώ ο παπάς του χωριού γύριζε όλα τα σπίτια με τη σειρά και τ’ άγιαζε με το σταυρό και το βασιλικό, που τα βουτούσε σε ένα μπακιρένιο σκεύος με αγιασμό, το «μπακράτσι». Εκεί μέσα ρίχναμε κι εμείς ό,τι είχαμε, δεκάρες, εικοσαρούλια, πενηντάλεπτα, ενώ οι πιο ευκατάστατοι έριχναν και δίφραγκο. Τον αγιασμό που παίρναμε ανήμερα της μεγάλης γιορτής τον βάζαμε στα εικονίσματα και τον κρατούσαμε όλο το χρόνο».   

 

Μαρία Παυλίδη – Παπαδοπούλου: «Γεννήθηκα στην Ευξεινούπολη από πρόσφυγες γονείς. Ο πατέρας μου ήταν από το Πόσικ του Πόντου και η μητέρα μου απ’ το Προκόπι της Καππαδοκίας. Όταν ήρθαν στο χωριό ήταν 14 και 8 χρόνων αντίστοιχα. Ο πατέρας μου δεν πήγε στο σχολείο, όπως τα μεγαλύτερα αδέρφια του, γιατί οι καταστάσεις που επικρατούσαν στον τόπο του τα τελευταία χρόνια δεν το επέτρεψαν, ενώ όταν ήρθε εδώ ήταν πια μεγάλος και δεν τον έπαιρναν.

Ήταν χτίστης αλλά και γεωργός. Έβαζε καπνά, στάρια, καλαμπόκια, ρεβίθια, φακές, κουκιά, και ό,τι άλλο μπορούσε, όχι μόνο για να τα πουλήσει, αλλά και για να περνάμε. Καλλιεργούσε και βίκο. Έρχονταν οι Σαρακατσαναίοι και άλλοι από τα γύρω χωριά ν’ αγοράσουν τροφή για τα ζώα τους, κι έπαιρνε τυριά, μαλλιά, πατάτες, και όλες τις προμήθειες για το χειμώνα. Φόρτωνε μπάλες από σανό στο κάρο και έφτανε μέχρι την Αργαλαστή. Από το Πήλιο μας έφερνε όλα τα καλά, λάδι, ελιές, φρούτα, γιατί εδώ τότε δεν υπήρχαν πολλά μαγαζιά. Είχαμε καλά παιδικά χρόνια και Δόξα τω Θεώ δεν πεινάσαμε.

Στα μέρη του πατέρα μου νήστευαν πάντα όλη τη Σαρακοστή. Όταν πλησίαζαν οι μέρες, περπατούσαν μια απόσταση από δω μέχρι το Βόλο για να βρουν λάδι, γιατί οι ίδιοι είχαν ζώα και τον υπόλοιπο καιρό περνούσαν με το βούτυρο και το λίπος που έφτιαχναν. Ήταν πολύ θρήσκοι άνθρωποι. Όταν αναγκάστηκαν να φύγουν από τον τόπο τους τα μόνα πράγματα που πήραν μαζί τους ήταν τα εικονίσματα. Τους πείραζε πολύ όταν άκουγαν κάποιους να βρίζουν τα Θεία, και που όταν ήρθαν εδώ τους φώναζαν «τουρκαλάδες».

Ο πατέρας μου, λόγω και της δουλειάς του, δεν κρατούσε πάντα τη νηστεία, η μητέρα μου όμως νήστευε όλο το 40ήμερο. Ξέραινε κορόμηλα, δαμάσκηνα, αχλάδια, βερίκοκα ή όσα άλλα φρούτα είχε, τα στέγνωσε σε λαμαρίνα, τα έκοβε σε ψιλές φετίτσες, τα έβραζε μαζί με σταφίδες, και έφτιαχνε το «χουσάφι», μια ξινή σούπα που ήταν το νηστίσιμο φαγητό της. Για μας τα παιδιά η νηστεία δεν ήταν τόσο αυστηρή.

Για τα Χριστούγεννα φτιάχναμε κουραμπιέδες με χοιρινό λίπος. Άλλα γλυκά δεν ξέραμε. Την προπαραμονή σφάζαμε το γουρούνι, που το μεγαλώναμε από μικρό με αλεσμένο καλαμπόκι και κριθάρι, γι’ αυτό και μοσχοβολούσε. Η μητέρα μου έφτιαχνε50 κιλάλουκάνικο και καβουρμά, γέμιζε δύο μεγάλα δοχεία με λίπος και τις τσιγαρίδες που έμεναν τις βάζαμε μέσα στο φαγητό. Μ’ αυτά περνούσαμε όλο το χειμώνα.

Την παραμονή των Χριστουγέννων οι γονείς μας έλεγαν στο σπίτι τα ποντιακά κάλαντα:

«Χριστός ’γεννέθεν χαράν ’ς σον κόσμον,

χα καλή ώρα, καλή σ’ ημέρα. 

Χα καλόν παιδίν οψέ ’γεννέθεν,

οψέ ’γεννέθεν, ουρανοστάθεν.

Τον εγέννεσεν η Παναΐα, τον ενέστεσεν Αϊ Παρθένος…»

Εμείς τα παιδιά δεν λέγαμε τα ποντιακά κάλαντα. Σιγά – σιγά όμως, αφομοιώνοντας ορισμένα από τα έθιμα που γνωρίσαμε από τους άλλους κατοίκους, αρχίσαμε να πηγαίνουμε στα σπίτια του χωριού για να πούμε τα κάλαντα που είχαμε μάθει εδώ.

Από τη νύχτα χτυπούσαν οι καμπάνες όταν ξημέρωναν Χριστούγεννα. Σηκωνόμασταν τότε, πηγαίναμε στην εκκλησία, και όταν γυρίζαμε στο σπίτι τρώγαμε τη ζεστή τηγανιά που ετοίμαζε η μάνα. Αργότερα μαζευόμασταν όλοι μαζί και γιορτάζαμε τον αδερφό μου τον Χριστόφορο, όπου γίνονταν μεγάλο πανηγύρι με κρέατα, πίτες, γλυκά και κρασιά.

Το μεσημέρι της Πρωτοχρονιάς κόβαμε την πίτα, που μπορεί να ήταν τυρόπιτα, χορτόπιτα ή μια οποιαδήποτε άλλη πίτα. Τη βάζαμε στη μέση, στο στρογγυλό σοφρά, και καθόμασταν όλοι γύρω – γύρω στα καρεκλάκια. Τη βασιλόπιτα δεν την ξέραμε. Το έθιμο με το φλουρί όμως το είχαμε, και μέσα στην πίτα βάζαμε μια δεκάρα για να δούμε ποιος θα ήταν ο τυχερός της χρονιάς.

Για την ημέρα του Σταυρού νηστεύαμε, και αφού πίναμε όλοι στο σπίτι τον αγιασμό που έφερνε πρωί – πρωί από την εκκλησία η μητέρα, μετά ραντίζαμε και τα ζώα μας, άλογα, κατσίκες και ό,τι άλλο είχαμε.

Χριστουγεννιάτικα δέντρα και στολίδια δεν είχαμε τότε, ακούγαμε όμως καμιά φορά γι’ αυτά, από άλλους κατοίκους του χωριού που είχαν συγγενείς στις μεγάλες πόλεις».

 

Βασιλική Κουλάκογλου – Μπογδανίδη: «Οι γονείς μου, όταν ήταν 14 χρόνων, ήρθαν πρόσφυγες από τα μέρη της Μικράς Ασίας, και βρέθηκαν στον Πλάτανο (Τσακαρλί) Φαρσάλων, όπου γεννήθηκα κι εγώ και μεγάλωσα. Όλοι οι  κάτοικοι αυτού του χωριού ήταν πρόσφυγες. Στο σπίτι μας μιλούσαν και τα ελληνικά και τα τούρκικα, που τα καταλαβαίνω κι εγώ αρκετά, αλλά δεν έχω με ποιον να τα μιλήσω. Στην Ευξεινούπολη ήρθα σε νεαρή ηλικία, όταν παντρεύτηκα.

Όταν ήμασταν παιδιά περιμέναμε πότε θα έρθουν τα Χριστούγεννα για να σφάξουμε το γουρούνι. Όλοι έπαιρναν το δικό τους ζώο και το μεγάλωσαν στα σπίτια τους για τις μέρες αυτές. Ο πατέρας μου είχε δικά του γουρούνια κι εκείνο τον καιρό πουλούσε τα μικρά στα παζάρια και στις λαϊκές. Τρεις μήνες πριν από τις γιορτές διάλεγε το καλύτερο και το φρόντιζε ιδιαίτερα για να μεγαλώσει πολύ, γιατί στο χωριό ήταν καύχημα ποιος θα κάνει το μεγαλύτερο.

Όταν έφτανε η Σαρακοστή, τα μικρά παιδιά νηστεύαμε την πρώτη και την τελευταία εβδομάδα, ενώ οι μεγάλοι κρατούσαν όλη τη νηστεία. Δύο μέρες πριν από τη μεγάλη γιορτή σφάζαμε το γουρούνι και το αφήναμε να παγώσει γιατί τότε δεν είχαμε ψυγεία. Στο σφάξιμο μαζεύονταν και βοηθούσε ο ένας τον άλλο. Τη φούσκα από το ζώο, την στέγνωναν οι πατεράδες μας και την έκαναν μπαλόνι για να παίζουμε εμείς τα παιδιά.

Την παραμονή το πρωί ο πατέρας μου έγδερνε το γουρούνι, έκοβε το λίπος με το μαχαίρι και το βράζαμε σε γανωμένα καζάνια. Όταν έλιωνε το στραγγίζαμε και το φυλούσαμε σε τενεκέδες όπου πάγωνε και γίνονταν σαν βούτυρο και απ’ αυτό βάζαμε στο φαΐ, στο ψωμί και στους κουραμπιέδες, αντί για λάδι. Τα μικρά κομμάτια κρέας που έμεναν από το βράσιμο και ροδοκοκκίνιζαν τα λέγαμε τσιγαρίδες. Τα κόκαλα που έμεναν από το ξεκοκάλισμα, μαζί με το κρέας που είχαν επάνω τους, τα βράζαμε με αλάτι και πιπέρι και φτιάχναμε τον καβουρμά που τον φυλούσαμε σε δοχεία. Το ψαχνό το κόβαμε σε φέτες, το αλατίζαμε, το αλείφαμε με «τσιμένι» που ήταν καυτερό, και το κάναμε παστουρμά. Το υπόλοιπο κρέας το κόβαμε σε κιμά και, αφού πλέναμε καλά τα έντερα, φτιάχναμε λουκάνικα με σκόρδα, όπως συνήθιζαν οι πρόσφυγες από τα μέρη μας. Τα έντερα της κοιλιάς και το παχύ έντερο τα πλέναμε πολύ καλά και τα καθαρίζαμε με ασβέστη για να φύγει η μυρωδιά, τα γεμίζαμε με πλιγούρι, κιμά και κομμάτια από πνευμόνι, τα δέναμε και τα βράζαμε λίγο, αφού τα τρυπούσαμε πρώτα με το πιρούνι για να μη φουσκώσουν, κι ύστερα τα βάζαμε στο φούρνο να πάρουν λίγο χρώμα. Αυτά ήταν τα «μπουμπάρια». Περνούσαμε πολύ καιρό με όλα αυτά τα φαγώσιμα.

Ανήμερα τα Χριστούγεννα φτιάχναμε και την τηγανιά. Άλλο από χοιρινό δεν τρώγαμε τίποτα αυτές τις μέρες. Ο πατέρας μου είχε και πρόβατα, αλλά δεν τα έσφαζε ποτέ τέτοια εποχή.

Εκτός από τους κουραμπιέδες φτιάχναμε και κάτι άλλα τούρκικα γλυκά τα «κετέδια», που ήταν κομμάτια ζύμης με γέμιση και τα ψήναμε σε σπιτικό φούρνο.

Για την Πρωτοχρονιά φτιάχναμε τη βασιλόπιτα, που ήταν μια γλυκιά πίτα με φύλλο, μέσα στην οποία βάζαμε το φλουρί, ένα κομματάκι βασιλικό, ένα φυλλαράκι από πουρνάρι και ένα τσακνάκι από στάρι, για να βρει την τύχη του ο καθένας, και την κόβαμε το βράδυ της παραμονής στο τραπέζι όπου μαζεύονταν όλη η οικογένεια.

Την παραμονή των Φώτων, από βραδύς, ανάβαμε φωτιές στους δρόμους του χωριού, με μεγάλες πουρνάρες, και χοροπηδούσαμε πάνω από τις φλόγες. Ανήμερα το βράδυ της γιορτής, έβγαιναν οι «καλικατζαραίοι». Αυτοί ήταν άντρες με ζωνάρια και κρεμασμένα κουδούνια, οι οποίοι γύριζαν στα σπίτια του χωριού λέγοντας κάποια τραγούδια, πηγαίνοντας τάχα για να κλέψουν τα λουκάνικα που είχαν κρεμασμένα οι νοικοκυραίοι. Αργότερα τα έψηναν, έπιναν και κανένα κρασί και διασκέδαζαν».

 

Ελένη Αράπη – Γιαννακού: «Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Κεφάλωση, στα κονάκια των Σαρακατσαναίων, όπου ήταν και το πατρικό μου. Από τότε που παντρεύτηκα ζω στη Δήμητρα Αγιάς, ενώ τ’ αδέρφια μου έφτιαξαν τα σπίτια τους και τις οικογένειές τους στον Πλάτανο.

Αν και τα παιδικά μας χρόνια ήταν δύσκολα και σκληρά και οι αναμνήσεις τους μου φέρνουν πάντα συγκίνηση και δάκρυα στα μάτια, θυμάμαι ότι σαν παιδιά τις περιμέναμε τις γιορτές.

Όλη τη Σαρακοστή οι μεγάλοι νήστευαν από κρέας και από τυρί. Όσο πλησίαζαν οι γιορτινές μέρες τόσο περισσότερες γίνονταν και οι δουλειές που είχαν να κάνουν οι γυναίκες. Πάστρευαν τα κονάκια, έπλεναν τα στρωσίδια και τις κουβέρτες, καθάριζαν καλά όλους τους εξωτερικούς χώρους γύρω στις καλύβες από τις στάχτες και τις κοπριές, έφτιαχναν κουραμπιέδες και κουλούρια. Τότε όλα τα φτιάχναμε με τα χεράκια μας. Απ’ αυτά τρώγαμε εμείς, κι απ’ αυτά κερνούσαμε για το καλό.

Για τα Χριστούγεννα ζυμώναμε και τη «χριστόκλουρα». Μέσα στο ζυμάρι βάζαμε σταφίδες, κομμάτια από σύκα και ζάχαρη. Όταν ήταν έτοιμη η ζύμη, τη σκεπάζαμε με ένα σεντόνι για να φουσκώσει κι ύστερα την ψήναμε στο φούρνο. Από πάνω την κεντούσαμε με καρύδια και στη μέση φτιάχναμε ένα σταυρό, για να είναι στολισμένη και ξεχωριστή για το ιδιαίτερο της ημέρας.

Ανήμερα τα Χριστούγεννα -όπως και όλες τις μεγάλες γιορτές- πηγαίναμε συνήθως στο μοναστήρι της Παναγίας Ξενιάς, και λιγότερο στον Αλμυρό, για να εκκλησιαστούμε και να μεταλάβουμε, και στο γυρισμό τρώγαμε την τηγανιά. Από το γιορτινό τραπέζι δεν έλειπαν οι πίτες αλλά και τα ψητά αρνιά, μια που όλοι οι Σαρακατσαναίοι είχαμε ζώα και τα σφάζαμε τέτοιες μέρες. Ύστερα μαζευόμασταν όλοι οι συγγενείς, τρώγαμε μαζί, γλεντούσαμε και περνούσαμε καλά.

Για το νέο έτος φτιάχναμε γλυκές πίτες και τη «βασιλόκλουρα», με προζύμι και λίγη ζάχαρη από πάνω, μέσα στην οποία βάζαμε και το φλουρί.

Όταν έρχονταν τα Φώτα, έβγαιναν τα αγόρια με τα κουδούνια, γύριζαν όλες τις καλύβες, τραγουδούσαν, γελούσαν και διασκέδαζαν και οι χαρούμενες φωνές τους ακούγονταν παντού.

Εγώ και τ’ αδέρφια μου ορφανέψαμε σε πολύ μικρή ηλικία, όταν χάσαμε τον πατέρα μας. Αν και τις περιμέναμε τις γιορτές όταν ήμασταν παιδιά, και η μητέρα μας έκανε κουμάντο για να μην μας λείψουν τα απαραίτητα, η δική του απουσία γινόταν όλο και πιο αβάσταχτη όσο πλησίαζαν οι γιορτινές μέρες και μας γέμιζε παράπονο, όταν βλέπαμε τα άλλα παιδιά να χαίρονται κοντά στους πατεράδες τους. Η μανούλα μας, που όλα τα καταλάβαινε, μας έπαιρνε στην αγκαλιά της, μας χαϊδολογούσε και μας έλεγε: «Μη στενοχωριέστε, παιδάκια μου. Θα μεγαλώσετε, θα φτιάξετε τα δικά σας σπιτάκια και θα περνάτε καλά».

Έτσι έγιναν τα πράγματα. Μακάρι όλα τα παιδιά του κόσμου να έχουν εύκολες ζωές, κι όταν μεγαλώνουν και γίνονται παππούδες, όπως είμαστε εμείς σήμερα, να έχουν όμορφες και χαρούμενες αναμνήσεις από τα παιδικά τους χρόνια».

 Καλές γιορτές!


Σχετικά Άρθρα

Την Παρασκευή 22/11 κηδεύεται η Ευγενία Αλεξοπούλου

Την Παρασκευή 22/11 κηδεύεται η Ευγενία Αλεξοπούλου

Σε ηλικία 81 ετών έφυγε από τη ζωή η Ευγενία Αλεξοπούλου. Η κηδεία της θα γίνει…
Το πρόγραμμα αγώνων στα γήπεδα της ΕΠΣΘ

Το πρόγραμμα αγώνων στα γήπεδα της ΕΠΣΘ

Δείτε το πρόγραμμα του διημέρου 23-24 Νοεμβρίου στα γήπεδα της ΕΠΣΘ, για την 9η αγωνιστική στην…
Η Ζ. Μακρή σε βράβευση σχολείων και αριστούχων μαθητών σε εκδήλωση της Eurobank

Η Ζ. Μακρή σε βράβευση σχολείων και αριστούχων μαθητών σε εκδήλωση της Eurobank

Η Υφυπουργός Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού Ζέττα Μ. Μακρή βράβευσε τα σχολεία από τις Εκπαιδευτικές Περιφέρειες…