• 5 Δεκεμβρίου, 2012

Ένα τσιπουράκι, κύριε Μπλέτσα…

Ένα τσιπουράκι, κύριε Μπλέτσα…

Δέσποινα Κοτζιαπαναγιώτου

Τι θα λέγατε να κάνουμε μια βόλτα; Να περάσουμε από την οδό Αθηνάς και να χωθούμε σ’ ένα παλιό τσιπουράδικο. Ν’ ακούσουμε φωνές, αστεία και πειράγματα και να χορτάσουμε μυρωδιές από φρέσκους μεζέδες, περιμένοντας τον Μπλέτσα να έρθει στο τραπέζι μας, για να μας σερβίρει τσίπουρο με τη μόστρα…

 Ο Γεώργιος Μπλέτσος, που στον Αλμυρό έμεινε γνωστός ως «Μπλέτσας», γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Μέτσοβο. Ήταν καλός τεχνίτης, ξυλουργός και οικοδόμος, έπιαναν τα χέρια του. Η φτώχια όμως και τα λίγα μεροκάματα τον οδήγησαν στο Βόλο, μετά τους μεγάλους σεισμούς, προς αναζήτηση καλύτερης τύχης. Στον Αλμυρό είχε συγγενείς, πρώτα ξαδέρφια, και πηγαινοερχόταν συχνά, ώσπου -μετά από ένα πετυχημένο προξενιό- παντρεύτηκε την Κατίνα Χασιώτη από τον Άη-Γιάννη Βρύναινας και έγινε μόνιμος κάτοικος. Αυτό που δεν ανέχτηκε ποτέ ήταν η λέξη «σώγαμπρος». Δεν του άρεσε καθόλου και ο ίδιος προτιμούσε να λέει: «Παντρεμένος σε άλλο χωριό.»

Σε νεαρή ηλικία με τους γονείς και τ’ αδέρφια του στο Μέτσοβο

Δοκίμασε την τύχη του σε διάφορες δουλειές, εμπόριο σιτηρών, μανάβικο, αλλά το 1971, όταν άνοιξε το τσιπουράδικο, ανακάλυψε αυτό που του άρεσε περισσότερο και αγάπησε με μεράκι σε όλη του τη ζωή.

Στην αρχή ήταν περισσότερο καφενείο – τσιπουράδικο, ανοιχτό από το πρωί ως το βράδυ, ενώ τα τελευταία χρόνια, που είχε και αρκετή δουλειά, άνοιγε μέχρι το μεσημέρι, γιατί ο ίδιος είχε μεγαλώσει κιόλας.

Συνεργαζόταν με προμηθευτή από τον Τύρναβο και έφερνε τσίπουρο καθαρό, για «να μην χτυπάει στο κεφάλι», όπως έλεγε, το οποίο φυλούσε σε γυάλινες νταμιτζάνες στο υπόγειο, σε δροσερό και σκιερό μέρος, γεγονός που συνέβαλε στην καλή διατήρηση και την ποιότητά του. Ο μεζές ήταν πάντα φρέσκος, καθημερινός, της ώρας, δεν υπήρχε τίποτα μπαγιάτικο από την προηγούμενη. Ο ίδιος ήξερε και υπολόγιζε, έξι – εφτά τσίπουρα το πολύ για τον καθένα, κι έτσι έκανε τις ανάλογες ετοιμασίες, όχι πολύπλοκα πράγματα ούτε περίεργες συνταγές. Η περίφημη ψητή πατάτα -που ψηνόταν για τρεις με τέσσερις ώρες τουλάχιστον- με το φρέσκο βούτυρο πάντα, κολοκυθάκια με σκορδαλιά, ψάρια ψητά και τηγανιτά, γαύρος, σαρδέλα, σαλάχια, θράψαλα, χταπόδια, γαρίδες, καραβίδες και πολλά καβούρια που του τα προμήθευε ένας παππούς από το Αχίλλειο, τόσο φρέσκα που έφευγαν μέσα από τις λινάτσες.

Ήθελε τα καλύτερα και ακριβότερα υλικά, δεν ανεχόταν την τσιγκουνιά με τίποτα, τον τρέλαινε. Ήταν γουρλής, γι’ αυτό και όλοι ήθελαν να ψωνίζει από το δικό τους μαγαζί. Μόνο να μην του ζητούσε κανείς έξτρα μεζέ: «Απαράδεκτο το έξτρα», έλεγε, «το έξτρα πήγε στην Αθήνα.»

Στην κουζίνα τον βοηθούσε η γυναίκα του, ενώ το σερβίρισμα ήταν αποκλειστικά δική του δουλειά. Το τσίπουρο πάντα με τη μόστρα, τα πιάτα στα χέρια και το μπουκάλι στη μασχάλη. Τα ποτηράκια πολύ μικρά, με αποτέλεσμα πολλές φορές να λερώνει με το τσίπουρο τους πελάτες, που αν τολμούσαν να διαμαρτυρηθούν τους απαντούσε: «Τα καθαριστήρια τι θα κάνουν;»

Με τη μητέρα του, τη σύζυγο και την κόρη του

 «Το μαγαζί ήταν στέκι, κουτούκι, και ο ίδιος μεγάλο πειραχτήρι», μας λέει η κόρη του Βασιλική (Κούλα) Μπλέτσου. «Πείραζε τον κόσμο συνεχώς και γινόταν μεγάλος χαβαλές. Ο μεζές, το τσίπουρο και ο ιδιόρρυθμος χαρακτήρας του με το χιούμορ -μέχρι τσακωμού πολλές φορές- συνέθεταν την προσωπικότητα του μαγαζιού. Ήταν αυθεντικός, γνήσιος και ντόμπρος, αυστηρών ηθικών αρχών, γλεντζές και χορευταράς. Μιλούσε πάντα «στα ίσα», γι’ αυτό και είχε φίλους ή εχθρούς. Αυτός όριζε πότε θα σερβίρει, ήταν ένας δικτάτορας στο χώρο του. Οι πελάτες έλεγαν: «Πάμε να πειράξουμε τον Μπλέτσα». Αυτοί που τον ήξεραν καλά έβαζαν καμιά φορά επίτηδες κάποιον ξένο να ζητήσει έξτρα μεζέ. Ακολουθούσε καβγάς, αλλά όταν αποκαλυπτόταν η αλήθεια γίνονταν πρώτοι φίλοι. Τα πρώτα χρόνια έπινε κι ο ίδιος, αργότερα όμως όχι τόσο. «Πως το πίνετε αυτό το πράγμα», αστειευόταν μόλις έβαζε στο στόμα του το ποτηράκι.

Γέλια και πειράγματα μέσα στο μαγαζί

Στο μαγαζί δεν τολμούσαν να έρθουν γυναίκες. Μόνο κάποιες πολύ προχωρημένες και μοντέρνες. Σε μένα και στις φίλες μου έλεγε: «Εσύ δεν πίνεις, καλέ, δεν κάνει να πιεις.»

Η σφραγίδα του ήταν παντού, γεγονός στο οποίο βοηθούσε πολύ και ο μικρός χώρος. Πέντε – έξι τραπεζάκια όλα κι όλα, από κείνα τα πολύ μικρά, άλλα δύο απ’ έξω, και κάποια επιπλέον στο υπόγειο που τα έβγαζε στις εθνικές επετείους. Στον τοίχο δέσποζε η φωτογραφία του Ευάγγελου Αβέρωφ, τιμής ένεκεν, γιατί ήταν συμπατριώτης του. Όταν τον ζόριζαν έλεγε ότι αυτός ήταν ξύπνιος γιατί ήταν από βουνό, «ενώ εδώ στον κάμπο γίνεται λάσπη το μυαλό», για να τους αποστομώσει: «Τι θέλετε βρε; Μέχρι φυλακές σας κάναμε για να σας κλείσουμε μέσα – ξύπνιοι».

Στα τραπεζάκια έξω

Όταν η δουλειά ανέβαινε φώναζε χαρούμενος: «Πω πω, τι πουλάω σήμερα… κοκορόζουμο!», κι άλλες φορές: «Κάντε τίποτα, ρε παιδιά, να βγάλουμε το γέρο απ’ τη φυλακή. Πιείτε κανένα τσίπουρο να βγάλουμε λεφτά» (παραμύθι για το γέρο πατέρα του που υποτίθεται ότι ήταν φυλακισμένος). Έκανε μεγάλη χαρά αν ο καιρός ήταν κακός, όταν γίνονταν «λαϊκή», γιατί κατέβαιναν κτηνοτρόφοι από τα γύρω χωριά και ήξερε ότι θα έχει δουλειά. Μια παραμονή πρωτοχρονιάς, που το τσίπουρο κόστιζε τότε μία δραχμή, έκανε τζίρο χίλιες δραχμές και το θεώρησε τρελή δουλειά: «Πόσο ν’ αντέξουν αυτά τα πόδια», τον θυμάμαι να λέει.»

 «Η προσωπικότητά του ήταν πολύ έντονη», μας λέει για τον Γεώργιο Μπλέτσα ο γαμπρός του Κωνσταντίνος Χατζηαγοράκης. «Έκοβε φάτσες, έδιωχνε τους ξένους: «Δεν έχω μεζέ», έλεγε. Ήθελε τους γνωστούς, αυτούς που ήξεραν. Είχαν τους δικούς τους κώδικες. Έπρεπε να έχεις «μέσον» για να μπεις στο μαγαζί. Να σε φέρει κάποιος γνωστός. Αν σε συμπαθούσε γινόταν χαλί, κι αν σε «πήγαινε» μέχρι και μπίρα μπορούσε να σου φέρει από το περίπτερο καμιά φορά. Δεν χαλούσε το στυλ του μαγαζιού.

Μια φορά που καθόμουν με παρέα στο μαγαζί του κ. Γκάγκα, άκουσα κάποιον από μία παρέα να λέει: «Άντε τώρα να ήσουν στου Μπλέτσα και να ζητούσες πάγο!»

Ήταν και μεγάλος πατριώτης. Όταν έρχονταν στον Αλμυρό κοντοχωριανοί ή γνωστοί του από το Μέτσοβο -τον καιρό του παζαριού συνήθως- τρελαινόταν για να τους βοηθήσει, να τους κεράσει, να τους περιποιηθεί. Η έννοια πατριώτης είχε μεγάλη σημασία γι’ αυτόν.

Με φίλους στο Μέτσοβο

Δεν άφησε ποτέ την κόρη του να βοηθήσει στις δουλειές του μαγαζιού, γεγονός για το οποίο καυχιόταν. Εμένα με άφηνε να πλένω πιάτα στην κουζίνα, αλλά δεν μου επέτρεψε ποτέ να σερβίρω. Αυτό ήταν δική του δουλειά.»

 Ένα ατύχημα που είχε τον Αύγουστο του 1995 έγινε η αιτία να φύγει από κοντά μας στα 69 του χρόνια. Είχε ξεκινήσει τις εργασίες προκειμένου το μαγαζί να είναι έτοιμο για τις ανάγκες του παζαριού. Είχε εφοδιαστεί με τσίπουρο και διάφορες άλλες προμήθειες, γιατί θα έπεφτε δουλειά. Τα άφησε όλα γεμάτα όταν έφυγε. Το τσίπουρο τότε κόστιζε εκατό δραχμές.

Ήταν γλεντζές και χορευταράς

 Οι μνήμες, όπως διαπιστώσαμε,  ξεπήδησαν με μεγάλη ευκολία και έγιναν ιστορίες:

«Είχε τον καλύτερο μεζέ, πάντα φρέσκο, της ώρας. Γι’ αυτό πήγαινε πιο πολύ ο κόσμος και για το πολύ καλό τσίπουρο. Αν όμως δεν σε γουστάριζε, δεν σ’ άφηνε να πας στο μαγαζί. Έφταιγαν και τα κομματικά καμιά φορά. Ήταν όμως κύριος και πολύ καλός άνθρωπος. Όταν έπαιρνα μαζί τα παιδιά μου, έβαζε πατάτες ξεχωριστά: «Αυτά από μένα για τα παιδάκια», έλεγε», θυμάται ο κ. Γιάννης Ραμανδάνης από το Κρόκιο. «Κρίμα που έφυγε έτσι ξαφνικά. Ήταν γερός, θα μπορούσε να ζει ακόμα.»

 «Πέθανε και ορφανέψαμε», λέει ο κ. Νίκος Χριστοδούλου, τακτικότατος θαμώνας του μαγαζιού, μόλις ακούει τ’ όνομά του. «Κάθε πρωί ήταν στην ψαραγορά. Ήξερε καλά όλους τους ψαράδες. Μόνο που στο μαγαζί του δεν υπήρχε ψωμί: «Θέλεις ψωμί; Να πας στο εστιατόριο», έλεγε αν του ζητούσε κανείς. Τη Μεγάλη Παρασκευή έφτιαχνε αποκλειστικά νηστίσιμους μεζέδες, ενώ η ψητή πατάτα του ήταν η καλύτερη που φάγαμε ποτέ. Από τότε που έφυγε, τις καραβίδες και τις γαρίδες τις ξεχάσαμε στον Αλμυρό.»

 «Ήταν άριστος επαγγελματίας, κι αυτός και η γυναίκα του, έστω κι αν πίκραινε κάποιους με τα λόγια του», όπως μας είπε ο κ. Ευθύμιος Τσουπλάκης. «Πέρασα πολύ καλές στιγμές στο μαγαζί του. Πάντα με περιποιόταν. Μόλις μ’ έβλεπε, ερχόταν αμέσως να μου βάλει τσίπουρο με τη μόστρα, που τη λέγαμε και φιρφιρίκι. Είχε πολύ καλό τσίπουρο, ποτέ δεν σ’ έπιανε το κεφάλι. Εγώ είχα το φούρνο απέναντι και πήγαινα κάθε μέρα στις τρεις τα ξημερώματα να πιάσω δουλειά. Την ίδια ώρα εκείνος ξεκινούσε για ψώνια στην ψαραγορά του Βόλου. Καλός άνθρωπος και πάντα ετοιμόλογος, με τους δικούς του κανόνες. Όταν κάποιος του ζητούσε νερό απαντούσε: «Το νερό είναι για τα βόδια», ενώ στους πιο αριστοκράτες που σύχναζαν στα καλά μαγαζιά έλεγε: «Εδώ ήρθες να πιεις νερό; Εκεί που έπινες το ευγενές ποτό δεν σού δωσαν νερό;» Τον θυμούνται όλοι, ακόμα και οι πολύ νεότεροι.»

Με τη σύζυγό του και Γερμανούς φίλους. Η μοναδική φωτογραφία στην οποία διασώζεται η περίφημη «μόστρα»

 Παρόλο που πέρασαν τόσα χρόνια, η φωνή του -γιατί ήταν φωνακλάς- και η μυρωδιά του τσίπουρου έχουν ποτίσει τη γειτονιά. Κάποτε, ένας γνωστός της κόρης του αντικρύζοντάς την έξω από την είσοδο του σπιτιού εδώ στον Αλμυρό, αντί για καλημέρα ψιθύρισε με νοσταλγία: «Ένα τσιπουράκι, κύριε Μπλέτσα…»

 Ευχαριστούμε όλους όσους μας βοήθησαν να πάρουμε μια …μυρωδιά από το τσιπουράδικο του κ. Μπλέτσα, σκιαγραφώντας ταυτόχρονα την ιδιαίτερη προσωπικότητά του.


Σχετικά Άρθρα

Έπιασε κορυφή ο Αχιλλέας!

Έπιασε κορυφή ο Αχιλλέας!

Ο Αχιλλέας έφυγε νικητής από το γήπεδο ΕΤΒΑ, με σκορ 1-4 απέναντι στον γηπεδούχο Πηλέα και…
Με το δεξί στο πρωτάθλημα, σειρά τώρα ο ημιτελικός Κυπέλλου!

Με το δεξί στο πρωτάθλημα, σειρά τώρα ο ημιτελικός Κυπέλλου!

Με νίκη συνοδεύτηκε η πρεμιέρα της ομάδας Γυναικών του ΓΣΑ στο τοπικό πρωτάθλημα. Το απόγευμα του…
ΔΑΣ-ΟΤΑ: Συλλυπητήρια για τον θάνατο του Θανάση Πρίντζου

ΔΑΣ-ΟΤΑ: Συλλυπητήρια για τον θάνατο του Θανάση Πρίντζου

Από τηνΔΑΣ-ΟΤΑ Μαγνησίας λάβαμε και δημοσιεύουμε: Η ΔΑΣ-ΟΤΑ αποχαιρετά με βαθιά θλίψη τον συνάδελφο Θανάση Πρίντζο,…