- 29 Νοεμβρίου, 2012
Γιώργου Τσιντσίνη: Ο φετινός Αη-Βασίλης
Μια είδηση της περασμένης Δευτέρας έλεγε ότι οι Καναδοί συνέλαβαν και φυλάκισαν έναν μεθυσμένο 24χρονο, μόνο και μόνο γιατί εμφανίστηκε σε μια γιορτή και έλεγε στα παιδάκια ότι δεν υπάρχει Αη-Βασίλης.
Δεν ξέρω τι με πιάνει μερικές φορές και, με αφορμή κάποιους συνειρμούς, ψάχνω και βρίσκω παλιά δημοσιευμένα κείμενά μου, που συνδέονται με την τωρινή επικαιρότητα.
Έτσι λοιπόν βρήκα ένα χρονογράφημά μου, με τίτλο «Γράμμα σε μικρό ανιψιό», που γράφηκε πριν από 22 ολόκληρα χρόνια.
Φανταστείτε, ότι ο συγκεκριμένος ανιψιός μου (Μιχάλης του Παναγιώτη) ήταν τότε που το έγραφα νήπιο και τώρα ήδη επιστήμονας ωκεανογράφος – ωκεανολόγος, με μάστερ στα θαλάσσια αιολικά πάρκα και υπηρετεί τη στρατιωτική του θητεία στο πολεμικό ναυτικό.
Αν έχετε υπομονή λοιπόν, διαβάστε παρακάτω το προ 22 ετών χρονογράφημα, δείτε πόσο επίκαιρο φαντάζει και στις μέρες μας και αναρωτηθείτε: Είναι, άραγε και τάχα, τόσο προφητικός και …διαχρονικός αυτός που το έγραψε ή μήπως -το πιθανότερο- αυτή η χώρα είχε τα ίδια χάλια με τα σημερινά και πριν από ένα τέταρτο του αιώνα;
«Γράμμα σε μικρό ανιψιό»
Δεκέμβριος 1990. Η οικονομική κρίση μαστίζει το λαό και αναστέλλει κάθε προοπτική ανάπτυξης – Η Κυβέρνηση της Ν.Δ. προσπαθεί να εξασφαλίσει νέα δάνεια από την ΕΟΚ.
Γεια σου, Μάικ,
Αν δεν ήσουν τόσο μικρός, αν ήξερες ανάγνωση και αριθμητική, θα σου έλεγα: «κλείσε τα τεφτέρια…».
Άδικα ίσως περιμένεις φέτος, με τη μύτη κολλημένη στο τζάμι, να φανεί ο Αη-Βασίλης. Ο μπαμπάς σου, η μαμά σου, όλοι όσους αγγίζουν τα μικρά σου χεράκια, ξέρουν ήδη πολύ καλά ότι το 1990 μόνο σαν αριθμός, σαν χρονολογία – ορόσημο είχε κάποια σημασία. Κατά τ’ άλλα, δεν αξίζει κανείς να το δει απολογιστικά και να το ζυγίσει, για να βρει τις αποδόσεις και τις επιδόσεις του.
Όταν, με το καλό, μετά από μερικά χρόνια θα μελετάς τη Νεότερη Ιστορία, θα διαπιστώσεις και μόνος σου ότι η χρονιά που φεύγει μας απέδειξε πως αυτό ο τόπος δύσκολα θα γιατρέψει τις πληγές του, δύσκολα θα πάρει τ’ απάνω του. Κύλησε με τις ίδιες, παλιές και γνώριμες, ψευτο-λουστραρισμένες ελπίδες. Ελπίδες που κατρακύλησαν με τη σειρά τους ραγδαία στο «χρηματιστήριο των αξιών», τις κατάπιε ο πληθωρισμός, οι σχεδόν εξανεμισμένες προοπτικές και… τελειώσαμε.
Αυτός ο τόπος, Μάικ, φέτος θα κάνει Πρωτοχρονιά χωρίς «Άγιο Βασίλη». Σε ποιον άλλωστε θα μπορούσε να ανατεθεί ένας τέτοιος δύσκολος και πολυσύνθετος ρόλος;
Μήπως στον κύριο Μητσοτάκη; Μα το δικό του σακούλι τα καλύτερα δώρα που θα μπορούσε να έχει θα ήταν δανεικά από την ΕΟΚ, αποφόρια των «φίλων και συμμάχων», που με κρυφή κακεντρέχεια στέργουν τελικά να συνδράμουν την «αναπαλαιωμένη Ψωροκώσταινα», για να ξεκινάς εσύ τη ζωή σου ήδη χρεωμένος, για να είναι ήδη κάθε παιχνίδι σου υποθηκευμένο από τους κλητήρες των χορηγών.
(Αν ζούσες σ’ άλλη χώρα, θα ήταν αδιανόητο να σου έχουν κάνει «παρακράτηση κυριότητος» για το ποδηλατάκι σου, το αυτοκινητάκι με τις μπαταρίες και το «σκουπιδιάρικο της playmobil»).
Αλλά, Άγιος Βασίλης μήπως ο κύριος Καραμανλής; Όχι… Ούτε ο ρόλος του τού δίνει τέτοιες δυνατότητες, ούτε τα πόδια του πια τον «ακούνε», ούτε και μπορεί να είναι άπατο το δικό του σακούλι. Εδώ και πολύ καιρό, μάλλον πρέπει να θεωρηθεί ότι έδωσε όσα είχε να δώσει.
Εκ Καισαρείας ο κύριος Παπανδρέου; Απίθανο… Είχε τα δώρα για εφτά χρόνια και τουλάχιστον η ψήφος του λαού μας έδειξε ότι δεν τα μοίρασε και τόσο καλά. Τώρα, άρρωστος και κουρασμένος, το μόνο που φροντίζει είναι να μαζεύει τους σκόρπιους «τάρανδους» και να τους έχει δεμένους στο προσωπικό του, αρχηγικό άρμα.
Άγιος Βασίλης από την Αριστερά; Μα εκεί δεν έχουν καν καταλήξει ακόμη αν παραδέχονται την ύπαρξη Αγίων. Πέρα απ’ αυτό δεν έχουν ολοκληρώσει την ειδική κούρα κατά των ιλίγγων. Τους πρόλαβαν οι καιροί και τρέχουν απελπισμένα με την απόχη, μήπως και συλλάβουν κανένα από τα νέα μηνύματά τους. Ξέρεις πόσες δραμαμίνες θα χρειαστεί ένας Άγιος Βασίλης, αν είναι αριστερός, προκειμένου να ολοκληρώσει το έργο του;
Άρα, τι συμπέρασμα μπορεί να βγάλει κανείς απ’ όλα τα παραπάνω; Κανένα, εκτός από το ότι ο Αη-Βασίλης για φέτος μας τελείωσε, τον πάτησε το τρένο, όπως και τους μάγκες του λαϊκού άσματος. Όσο για τις υποσχέσεις που έδωσε περί δώρων; «Μαλατία ήτανε», όπως λες κι εσύ, Μάικ, πετώντας άστοχα μια βαριά κουβέντα που έπιασες κάπου στον αέρα, χωρίς να ξέρεις καν το νόημα και τη σημασία της.
Πάει το λοιπόν κι ο Αη-Βασίλης… Είδε κι απόειδε ότι τα δώρα στους Ρωμιούς -με τα χάλια που έχουν- είναι δώρο – άδωρο, μπερδεύτηκε κάπου με τόκους, πληθωρισμούς και τοκοχρεωλύσια, σταυροκοπήθηκε για την αντοχή μας, πέταξε μέσα από μουστάκια και γένια ένα «μη, Θεέ μ’, χειρότερα» και έκοψε ρόδα μυρωμένα, πέρασε μέσα από την τρύπα του… όζοντος και τη σκαπουλάρισε στο Διάστημα.
Άρα, Μάικ, κακώς κολλάς τη μύτη σου στο παγωμένο τζάμι.
Κι ο κύριος με τη φάτσα του σιτεμένου γιάπη που ντύθηκε Αη-Βασίλης και δρασκέλισε το κατώφλι σας, δεν είναι για σένα. Ήρθε για τον μπαμπά σου. Στο σακούλι του έχει νέους φόρους, νέες περικοπές, μια μέγγενη που θα σφίγγει ολοένα και περισσότερο τα μυαλά των γονιών σου και θα δίνει λύση στα έξοδα της οικογένειας μέσα από άλγεβρα και εξισώσεις.
Ούτε ο άλλος Αη-Βασίλης είναι για σένα. Στο δικό του σακούλι, αντί για δώρα, έχει κλεφτρόνια και διαρρήκτες, εγκληματίες και υπόδικους, λιγοστούς από τους πολλούς δραπέτες που μπόρεσε να περιμαζέψει.
Μηδέν από μηδέν, μηδέν. Κι αντί να βάλεις τα κλάματα, είναι καλύτερα να κρατηθείς σοβαρός. Καλύτερο θα ήταν να κρατηθείς θυμωμένος, οργισμένος. Μην κλάψεις, για να μην ξεθυμάνεις.
Θα σου χρειαστεί η οργή γι’ αργότερα, όταν θα καταλάβεις καλά τον κόσμο και θα του ζητήσεις τις δικές σου αμείλικτες εξηγήσεις. Όταν βρεθείς απέναντι στη ζωή και δεν την αντέξεις τόσο ύπουλη, τόσο αφερέγγυα. Όταν θελήσεις ν’ αλλάξεις αυτό το καρκίνωμα που υποθήκευσε ερήμην σου το ΔΙΚΟ ΣΟΥ «σκουπιδιάρικο του playmobil», δίχως να σε ρωτήσει αν δέχεσαι αυτό το αλισβερίσι, αν δέχεσαι τα υποθηκευμένα παιχνίδια, τις δανεικές μέρες, τη φτηνή μόρφωση, τον οχετό του ψέματος που μπαίνει από την καμινάδα και φτάνει μέχρι τις κάλτσες σου.
Χόρτασε με τα μάτια τη χλιδή μιας τηλεοπτικής σαπουνόπερας, ζήσε την «Τόλμη και βιο-τία», με γοητεία εισαγόμενη, με όλες τις παραισθήσεις του κουτόχορτου που, αντί να το φουμάρουν οι μεγαλύτεροί σου, ΜΑΣ το φουμάρουν σαν καπνό οι επιτήδειοι.
Ζήτησε, Μάικ, από τον μπαμπά σου να σου δείξει το ΛΟΤΤΟ. Να, μια χρήσιμη γνώση που οι σημερινοί Έλληνες έχουν περάσει ακόμη και στο «Πάτερ ημών» τους, αφού παίζοντάς το βρήκαν μια καλή μηχανή να τους τροφοδοτεί όλη την εβδομάδα με όνειρα, για να τ’ αφήνουν ακάλυπτα και διαμαρτυρημένα κάθε Τετάρτη, βλαστημώντας την τύχη τους που δεν έπιασαν νωρίτερα γκόμενα την κυρία Φεβρωνία, με τα 150 εκατομμύρια.
Ποιος θα άντεχε, βρε Μιχαλιό, αυτόν τον τόπο, (για να πούμε και του στραβού το δίκιο), αν δεν υπήρχαν τα λαχεία, το ΠΡΟΠΟ και το ΛΟΤΤΟ; Έχοντας αυτά, έχεις αυτόματα και μια καλή δικαιολογία να κοροϊδεύεις τον εαυτό σου, τους πιστωτές σου, τους εχθρούς και τους φίλους σου.
Αλλά πάλι, είναι δυνατόν να εξελιχθείς σε σωστό Έλληνα, αν δεν μάθεις να παίζεις τζόγο; Δεν είδες πώς πρόκοψαν αυτοί που σε κυβερνούν; Αμφιβάλλεις ότι έπαιξαν κουμάρι στην πλάτη του μπαμπά σου, του παππού σου, στην πλάτη όλων μας, για να φτάσουν εκεί που έφτασαν;
Ο ένας σου λέει «ρίξε μια ζαριά για τις καλύτερες μέρες κι αν πιάσει, έπιασε». Και ήρθαν και του κάθισαν εξάρες. Η ζαριά έπιασε, κάποιοι τα έπιασαν χοντρά κι εμείς, οι πολλοί, πιάσαμε τα «αχίγια» μας (η άλλη λέξη που λες, χωρίς να καταλαβαίνεις το νόημά της).
Ο άλλος λέει «ρίξε τα κόκαλα για τόσες χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας». Πάλι εξάρες. Κι όταν βλέπεις καθημερινά να σε σουβλίζουν σαν τον Αθανάσιο Διάκο, λες πως «εγώ μάλλον πρέπει να ‘φερα ντόρτια». Και να ‘χεις και τον έφορα να μην σε πιστεύει.
Παλιοζωή, Μιχαλάκη… Αλλά μην πτοείσαι. Αν δεν γίνει κάτι με το ΛΟΤΤΟ, δεν μπορεί, θα μας καθίσει το 13άρι στο ΠΡΟΠΟ. Παιχνίδια πάντως θα λάβεις, έστω και υποθηκευμένα. Αντέχουμε ακόμα (αφού αντέχουν κι όλοι αυτοί που μας δανείζουν). Κι όπως λέει και μια επίκαιρη παροιμία: «Αν δεν έχεις νύχια να ξυστείς, μην περιμένεις κανέναν Αη-Βασίλη να σε ξύσει».
Παιχνίδια λοιπόν, γιατί οι μέρες αυτές είναι για σένα, για όλα τα παιδιά του κόσμου. Αλλά, να μου δώσεις μια υπόσχεση:
Όταν μεγαλώσεις, γιε μου, γι’ αυτά τα παιχνίδια να μην δεχτείς να πληρώσεις τόκο σε κανέναν παλιοκερατά. Ν’ αρπάξεις με τα δυνατά σου χέρια τις υποθήκες και να τις τρίψεις στη μούρη τους.