- 5 Νοεμβρίου, 2012
Πάμε για πάστα στου «Τακόπουλου»;
Δέσποινα Κοτζιαπαναγιώτου
«Ο κόσμος τότε ήταν αλλιώς. Η πλατεία ήταν το κέντρο του Αλμυρού και βέβαια της αριστοκρατίας. Οι γυναίκες έπρεπε να είναι περιποιημένες και χτενισμένες στο κομμωτήριο, ακόμα και για να περάσουν έξω από του Τακόπουλου. Οι μεγαλοκυρίες που βρέθηκαν στον Αλμυρό, ακολουθώντας τους συζύγους τους σε μεταθέσεις στην επαρχία, ήθελαν με κάθε τρόπο να ξεχωρίζουν από τους «Καραγκιορίσιους», όπως αποκαλούσαν τους Αλμυριώτες.»
Ο Δημήτρης Τακόπουλος ήρθε από την Αβδέλλα Γρεβενών, ένα χωριό κοντά στη Σαμαρίνα και εγκαταστάθηκε στον Αλμυρό το 1898, μαζί με τ’ αδέλφια του, Περικλή και Φίλιππο και τη σύζυγό του Στυλιανή, το γένος Πούπη.
Ήταν «κυρατζής» στο επάγγελμα, δηλαδή εκτελούσε μεταφορές εμπορευμάτων με μουλάρια, όπως σήμερα γίνεται με τα φορτηγά. Κάποτε, ξεκινώντας με τα μουλάρια του από τον Πτελεό έφτασε μέχρι τη Φρανκφούρτη.
Το ψευδώνυμό του ήταν «Καπετάν Τούκας» και ήταν πρόδρομος Μακεδονομάχος, ένας δραστήριος και ικανός άνθρωπος, με ανήσυχο δημιουργικό πνεύμα.
Η μεγάλη φτώχια που επικρατούσε στα ορεινά μέρη ανάγκαζε τους Βλάχους της Αβδέλλας και άλλων περιοχών να μετακινούνται συχνά. Ο εύφορος θεσσαλικός κάμπος σύντομα προσέλκυσε αρκετούς απ’ αυτούς, που συνήθιζαν να έρχονται τότε στον Τύρναβο, κάποιες εποχές του χρόνου.
Ο Δημήτρης Τακόπουλος έφτανε μέχρι τον Αλμυρό, όχι μόνο εξαιτίας της δουλειάς του, αλλά και για λόγους σχετικούς με την πολιτική και στρατιωτική συνεργασία του με την πρωτεύουσα του ελεύθερου Ελληνικού κράτους, δραστηριότητα που έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση ελληνικής συνείδησης στους βλαχόφωνους πληθυσμούς της Πίνδου.
Η ιστορία αναφέρει ότι ο «Καπετάν Τούκας», ο «Νασίκας» κι ένας παπάς ακόμη από τη Σαμαρίνα, αυτοί οι τρεις κατόρθωσαν να στρέψουν το ενδιαφέρον των Βλάχων του ορεινού όγκου προς την Ελλάδα και τον αγώνα της για απελευθέρωση, την ώρα που το βλέμμα τους ήταν στραμμένο προς το εξωτερικό και κυρίως προς το Βουκουρέστι.
Δύο από τους γιους του Δημήτρη Τακόπουλου, ο Γεώργιος και ο Κωνσταντίνος ήταν αυτοί που αργότερα άνοιξαν το Καφε – ζαχαροπλαστείο «Κυψέλη», στην πλατεία του Αλμυρού, ένα στέκι που για πολλά χρόνια έμελλε να φιλοξενεί τους ντόπιους, αλλά και ξένους θαμώνες, γράφοντας τη δική του ιστορία, παράλληλα με την ιστορία του Αλμυρού και ολόκληρης της Ελλάδας γενικότερα, μια που εν τη λειτουργία του διαδραματίστηκαν πολλές από τις ομορφότερες αλλά, δυστυχώς, και τις πιο άσχημες στιγμές της.
Τα εγκαίνια του Καφε – ζαχαροπλαστείου «Κυψέλη» έγιναν στις 25 Μαρτίου του 1928. Την ίδια μέρα εγκαινιάστηκε η Ηλεκτρική Εταιρεία Αλμυρού, η οποία παρήγαγε ρεύμα για το κέντρο της πόλης. Το κατάστημα είχε ρεύμα μέχρι τις δέκα το βράδυ, γιατί τότε σταματούσε η λειτουργία της Ηλεκτρικής Εταιρείας. Επειδή όμως το «Κυψέλη» παρέμενε ανοιχτό και αργότερα, διέθετε σιδερένιες δοκούς με γάντζους στους οποίους κρεμούσαν λάμπες για φωτισμό.
Το 1936 στο κατάστημα των αδελφών Γεωργίου και Κωνσταντίνου Τακοπούλου ήρθε το πρώτο ραδιόφωνο. Έτσι οι πελάτες μπορούσαν πλέον να ακούν μουσική τα βράδια. Το 1938, όμως, κάηκε μια λυχνία του ραδιοφώνου. Η επισκευή μπορούσε να γίνει μόνο στην Αθήνα. Οι πελάτες αγωνιούσαν πότε θα επισκευαζόταν το ραδιόφωνο, για να μπορούν και πάλι να ακούν τη μουσική τους και να διασκεδάζουν.
Το 1940, μετά την κήρυξη του πολέμου, το ραδιόφωνο αυτό έγινε πηγή ενημέρωσης για τους κατοίκους του Αλμυρού, μια που απ’ αυτό μπορούσαν ν’ ακούσουν όλα τα πολεμικά ανακοινωθέντα.
Στο κατάστημα υπήρχε εργαστήριο ζαχαροπλαστικής. Τα γλυκά παρασκευάζονταν από τον Γεώργιο Τακόπουλο και τον Νικόλαο Μόκα, που και οι δύο γνώριζαν καλά την τέχνη. Νοστιμότατα γλυκά, όπως οι πάστες αμυγδάλου και σεράνο, προσέλκυαν τους θαμώνες, τα πιο φημισμένα όμως ήταν τα διαλεχτά κοκ και η περίφημη κοπεγχάγη.
Ήταν ο χώρος που γίνονταν οι χοροεσπερίδες και διάφορες άλλες εκδηλώσεις της εποχής, καθώς και το πασίγνωστο τότε «νυφοπάζαρο». Όλα τα ραντεβού δίνονταν εκεί. Τα παιδιά περίμεναν με ανυπομονησία τις εξόδους του Σαββάτου, για πάστα «στου Τακόπουλου».
Τις Κυριακές τα μαρμάρινα τραπέζια έβγαιναν στην πλατεία και γινόταν χαμός, άδειαζε όλο το μαγαζί. Παγωτά και πάστες έδιναν κι έπαιρναν στη βόλτα της πλατείας.
Το κατάστημα ήταν επίσης ο χώρος όπου γίνονταν οι πλειστηριασμοί, τις Κυριακές μετά την εκκλησία, μια που είχε ορισθεί ως χώρος πλειστηριασμών από το Πρωτοδικείο του Βόλου.
Ο Γεώργιος Τακόπουλος απεβίωσε στις 17 Ιουλίου του 1967. Από τότε, και μέχρι το 1980 που έγινε ο μεγάλος σεισμός, ο οποίος σχεδόν ισοπέδωσε τον Αλμυρό και τη γύρω περιοχή, το κατάστημα λειτούργησε υπό τη διεύθυνση της κ. Ελένης, συζύγου του Γεωργίου Τακοπούλου, το γένος Ευσταθίου Κακασή, με την ακούραστη βοήθεια των παιδιών της, Λιάνας και Δημήτρη Τακόπουλου, δέκα και εννέα ετών αντίστοιχα τότε, καθώς και του Νικόλαου Μόκα, που για πολλά χρόνια παρέμεινε στο πλευρό της οικογένειας. Όταν ο πατέρας τους νοσηλεύτηκε για μία εβδομάδα μετά το εγκεφαλικό που υπέστη, τα δύο μικρά παιδιά κράτησαν σχεδόν μόνα τους το μαγαζί.
Την περίοδο αυτή το κατάστημα λειτουργούσε και ως πρακτορείο του Ο.Σ.Ε. (πρώην Σ.Ε.Κ., Σιδηρόδρομοι Ελληνικού Κράτους). Τα λεωφορεία που έκαναν τα δρομολόγια της γραμμής Αθήνας – Θεσσαλονίκης περνούσαν καθημερινά από εκεί, εξυπηρετώντας τους ντόπιους ταξιδιώτες κι αυτοί το είχαν κάνει στέκι τους.
Τη βραδιά της μεταπολίτευσης, στις 24 Ιουλίου του 1974, ενώ όλα τα άλλα μαγαζιά ήταν κλειστά, το «Κυψέλη» παρέμεινε ανοιχτό. Εκεί συγκεντρώθηκε η ηγεσία του Αλμυρού, ο τότε Δήμαρχος Χατζηαναγνώστου, ο Πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου Κωσταντόρας, ο Διοικητής της Αστυνομίας, ο Διοικητής των Τ.Ε.Α. κ.ά., σε ουδέτερο έδαφος, και παρακολουθούσαν τις εξελίξεις.
Όταν έγινε ο σεισμός της 9ης Ιουλίου του 1980, η Ελένη Τακοπούλου συνέχισε να διατηρεί το πρακτορείο στην πλατεία του Αλμυρού, κάτω από μία μεγάλη ομπρέλα, όπου είχε τοποθετήσει ένα τραπέζι για να κόβει τα εισιτήρια. Όταν ο δημοσιογράφος Γιώργος Οικονομέας ήρθε στην περιοχή για να καλύψει τα γεγονότα, του τράβηξε την προσοχή το «αυτοσχέδιο πρακτορείο», μίλησε με την κ. Ελένη και έκανε αναφορά στο σχετικό ρεπορτάζ.
Το κτίριο στο οποίο για πολλά χρόνια στεγαζόταν το κατάστημα είχε υποστεί ανεπανόρθωτες ζημιές από το σεισμό. Ήταν άλλωστε πολύ παλιό. Επί Ιταλών, στον επάνω όροφο του κτιρίου, στεγαζόταν η «Καραμπινερία» η ιταλική Αστυνομία. Η κ. Ελένη με δικά της έξοδα πήγε στην Αθήνα και ζήτησε από τον Ο.Σ.Ε. ένα παλιό βαγόνι για να το μετατρέψει σε πρακτορείο, και να μπορέσει έτσι να το κρατήσει. Το αίτημά της, όμως, δεν έγινε δεκτό.
Η ίδια είχε μεγάλο μεράκι μ’ αυτό το μαγαζί. Από το 1956 που παντρεύτηκε μπήκε δυναμικά στη δουλειά. Οι υποχρεώσεις της δεν σταματούσαν ποτέ κι εκείνη ήθελε να είναι πάντα συνεπής. Ακόμα και ανήμερα του Πάσχα στις 12:30 το μεσημέρι, έφευγε από το πασχαλινό τραπέζι, αφήνοντας το φαγητό και τους συγγενείς της, γιατί έπρεπε ν’ ανοίξει το πρακτορείο. Όταν αυτό έφυγε από τα χέρια της, διατηρήθηκε για 18 μήνες ακόμα περίπου κι έπειτα καταργήθηκε από τον Ο.Σ.Ε.
Μετά το σεισμό ο Δήμος Αλμυρού παραχώρησε σε κάποιους επαγγελματίες λυόμενα παραπήγματα που βρίσκονταν στα Πλατάνια, για να μπορέσουν να στεγάσουν τις επιχειρήσεις τους. Σε ένα από αυτά τα λυόμενα στεγάστηκε και το καφενείο της κ. Ελένης, που την εποχή του παζαριού λειτουργούσε και ως μεζεδοπωλείο, ενώ τα καλοκαίρια ο γιος της ο Δημήτρης μαζί με τους φίλους του έξω από το καφενείο πουλούσαν παγωτό μηχανής. Κατόπιν, η κ. Ελένη, με κάποια προβλήματα υγείας πλέον, βγήκε στη σύνταξη.
Σε όλη της τη ζωή υπήρξε αγωνίστρια. Όταν χήρεψε, σε νεαρή ηλικία, πήρε το τιμόνι στα χέρια της και δεν εγκατέλειψε ποτέ. Υπήρξε υποδειγματική επαγγελματίας, άξια μητέρα και επίλεκτο μέλος της τοπικής μας κοινωνίας, δίνοντας πολλά παραδείγματα ευσυνειδησίας στους νεώτερους.
Η κ. Ελένη Τακοπούλου έφυγε από κοντά μας τον Ιανουάριο του 2009.
Ευχαριστούμε όσους μας βοήθησαν να συγκεντρώσουμε τα στοιχεία του ρεπορτάζ.