- 23 Οκτωβρίου, 2012
Τα λαστέξ της μεταπολιτευτικής ελαστικότητας
γράφει η Βιβή Τσιντσίνη
Τα στοιχεία του Υπουργείου Εργασίας για τη δραματική αύξηση των ελαστικών μορφών εργασίας και τη μείωση μισθών, κρίνονται ως υπερ-αρκετά, ώστε να μετονομαστεί σε Υπουργείο Ανεργίας.
Μειώθηκαν οι συμβάσεις οκταώρου, αυξήθηκε η ανεργία, αυξήθηκαν οι συμβάσεις για 4ωρη εργασία και πολλαπλασιάστηκαν αυτές της εκ περιτροπής απασχόλησης.
Εν τω μεταξύ, από τις ελεγχθείσες επιχειρήσεις, το ένα τρίτο αυτών βρέθηκαν με ανασφάλιστο προσωπικό και σε άλλες οι επισχέσεις εργασίας ριζώνουν κι ανθούν.
Μια ζωγραφιά! Μα τι περίμεναν, μην επισ-χέσω τα πτυχία τους… Με μελέτη ανάκαμψης ή προμελέτη καταστροφής παίρνονται οι αποφάσεις και τα μέτρα;
Όταν το εργοστάσιο του χρήματος κλείνει πως θα ανακάμψει η οικονομία. Μήπως, χαρίζοντας στους κολοσσούς του εξωτερικού, την πίτα της ελληνικής αγοράς ολόκληρη; Μήπως αφού μας εκπαιδεύσουν να είμαστε ευχαριστημένοι με λίγα, μας παρουσιάσουν το μάνα εξ ουρανού; Ας πούμε μια ομοσπονδιακή κυβέρνηση με ένα υπουργείο εργασίας και ένα οικονομίας σε ολόκληρη την Ευρώπη. Παντοδύναμα υπουργεία με Έλληνες σερβιτόρους, Γάλλους κλητήρες και Γερμανούς υπουργούς;
Ηνωμένες Πολιτείες Ευρώπης, λοιπόν, με προεπιλεγμένο θύμα, τον φτωχό Νότο.
Πως γίνεται παντού και πάντα οι νότιοι να είναι οι φτωχοί (βλέπε ΗΠΑ), ενώ τα χώματά τους είναι πιο πλούσια από αυτά των πλουσίων πολιτών, που ζουν στα φτωχά χώματα και να σημειωθεί ότι πολλοί εξ αυτών –των Ευρωπαίων- στερούνται υδάτων;
Οι επαγγελματίες, παίρνουν το επίθετο ελεύθεροι για κάποιο λόγο. Πρέπει να έχουν ελευθερία κινήσεων και επιλογών. Αντιθέτως έχουμε φτάσει σε ένα σημείο, που και το μάθημά μας να έχουμε πάρει από λάθος χειρισμούς, δεν μας αφήνουν να ξαναδώσουμε εξετάσεις και να πετύχουμε. Αδιέξοδο. Και αδιέξοδο = λουκέτο. Λουκέτο = πρότερη καταπίεση του εργαζόμενου, που συνεπάγεται κοινωνικές διαταραχές και ανισότητες.
Η ελαστική συνείδηση των πολιτικών μας (τι πειράζει να πάρω και ‘γω μια φορά μίζα, και τι έγινε αν «βγάλω» και ένα χωραφάκι, γιατί να είναι ανήθικο να βολέψω την ανιψιά μου, καλό κορίτσι –εμείς δηλαδή έχουμε κωλόπαιδα;), μας έβαλε ήδη λαστέξ. Δύο μάλιστα, ένα για το στομάχι να μη φαίνεται «τουμπανιασμένο» και να μη γουργουρίζει (απ’ την πείνα ή από την πολύ φασουλάδα) και ένα για το μυαλό. Γιατί αν σκεφτείς, δεν θα προλάβεις να δουλέψεις το 12ωρό σου, αν δεν δουλέψεις, δεν θα ‘χεις φασόλια για την φασουλάδα. Θυμάμαι τον Καραγκόζη… «τι θα φάμε, μπαμπάκο», «Κρεμμυδόσουπα, κολλητήρι», «α! ωραία, κρεμμυδόσουπα! Με κρεμμύδια;» «ναι, από τα φλούδια τους, τα κρεμμύδια τα φάγαμε χθες». Έ! ρε γλέντια!
Αφού στα χειρότερα που έρχονται κανείς πολιτικός μας δεν φταίει και δεν συναποφάσισε, αφού κανείς δεν μπορεί να σταματήσει την ύφεση, ας τους αφήσουμε να ψάχνουν κόσμο μαζεμένο για να προπαγανδίσουν στα καφενεία, στους γάμους και… στα συλλαλητήρια που οργανώνουμε και ας μην τρέχουμε ξω-πίσω τους, περιμένοντας ή ελπίζοντας σε βοήθεια.
Ας διεκδικήσουμε μόνοι μας το μέλλον μας, και ας τους αφήνουμε με τα τσιράκια τους να βγάζουν λόγους κοντά στη θάλασσα, για μπορούν να παρηγοριούνται ότι την ομιλία τους παρακολούθησε λαο-θάλασσα.
Λαστέξ και τσαρούχι πάει; Δεν πάει; Θα τους επιστρέψουμε το λαστέξ και θα κρατήσουμε το τσαρούχι, μη τύχει και θελήσουμε να κλωσήσουμε κανέναν τους όξω απ’ την παράγκα.