- 13 Σεπτεμβρίου, 2012
Με αφορμή τη θλιβερή επέτειο της 14ης Σεπτεμβρίου
Δέσποινα Κοτζιαπαναγιώτου
Πικρές μνήμες Μικρασίας και πληγές προσφύγων
«Σαν της Σμύρνης το γιαγκίνι, στο ντουνιά δεν έχει γίνει…»
«…εμείς βρισκόμασταν στη Σμύρνη. Πλημμύρα οι μαχαλάδες στο αίμα. Βάλανε φωτιά οι Τούρκοι, μια ώρα μακριά. «Μη φοβάστε είναι μακριά», μας είπε ο νοικοκύρης του σπιτιού που μέναμε. Σ’ ένα τέταρτο η φωτιά είχε έρθει σε μας. Ρίχνανε βενζίνη και προχωρούσε. Βγήκαμε στο δρόμο. Φωτιά από τη μια, θάλασσα από την άλλη. Βρισκόμασταν στη μέση. Και οι Τσέτες βρίσκονταν στη μέση και σφάζαν και σκοτώναν…»
Μπορεί να πέρασαν ενενήντα ολόκληρα χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή, όμως τίποτα δεν στάθηκε ικανό να σβήσει από τη μνήμη, όλα εκείνα που υπήρξαν αληθινά, και έλαμψαν στο πέρασμα τόσων αιώνων, για να χαθούν απάνθρωπα, σφραγίζοντας το απόλυτο δράμα, μέσα στις φλόγες μιας ασύλληπτης τραγωδίας.
Η 14η Σεπτεμβρίου, είναι ημέρα μνήμης της γενοκτονίας των Ελλήνων (και άλλων χριστιανικών πληθυσμών) της Μικράς Ασίας από τους Τούρκους, με αποκορύφωμα την καταστροφή της Σμύρνης, το Σεπτέμβρη του 1922 (τέλος Αυγούστου με το παλιό ημερολόγιο). Η φωτιά που ξέσπασε στη Σμύρνη κατέκαψε όλη την πόλη, εκτός από τη μουσουλμανική και την εβραϊκή συνοικία.
Ο χριστιανικός Ελληνισμός, εκδιώχθηκε οριστικά, από τα εδάφη της Ιωνίας, του Πόντου, της Καππαδοκίας και της Ανατολικής Θράκης, που μετατράπηκαν σε «χαμένες πατρίδες». Η καταστροφή της φυσιογνωμίας τους, η οποία είχε διαμορφωθεί από την αρχαιότητα, επισφραγίστηκε με την ανταλλαγή των πληθυσμών που επέβαλε η Συνθήκη της Λωζάνης το 1922, και ολοκληρώθηκε με τη συμφωνία της Άγκυρας το 1930.
«Έβγαλαν, μετά, ιταλικά και ελληνικά πλοία και μας πήραν. Πόσους; Ούτε ένα είκοσι τοις εκατό δεν επήραν. Τέτοια καταστροφή δεν είδαν τα μάτια μου!»
Αληθινές Ιστορίες
«Στην προκυμαία της Σμύρνης, ανάμεσα στο απελπισμένο πλήθος, βρίσκεται και η οικογένεια του Σμυρνιού καπετάν – Αγγελή, με τη γυναίκα του Μαργή και τα παιδιά τους τη 19χρονη Δημητρία, το 18χρονο Γιώργη, το 10χρονο Νίκο και τον 6χρονο Κυριάκο. Ιδιοκτήτης καϊκιών ο καπετάν – Αγγελής, που όμως τα έχει επιτάξει όλα ο ελληνικός στρατός. Μόνος τώρα, χωρίς δικό του μέσον, ψάχνει τρόπο να σώσει την οικογένειά του. Μαύρες οι σκέψεις, κυρίως για την τύχη των γυναικών. Φρικιαστικές οι ιστορίες των βιασμών, κι έπειτα μαχαίρι. Δεν το χωράει ο νους του.
Η απόφαση έπρεπε να παρθεί γρήγορα. «Οι γυναίκες να μείνουν εδώ. Τ’ αγόρια μαζί μου.» Απομακρύνθηκαν. «Καθίστε κι ακούστε με». Τρόμαξαν τα παιδιά απ’ την όψη του πατέρα. Παγερό το πρόσωπο, γυάλινα τα μάτια, τρεμάμενη η φωνή. «Δε φαίνεται τρόπος να φύγουμε απ’ εδώ, οι Τσέτες κατεβαίνουν. Εμείς, άντρες είμαστε –τόνισε τη λέξη «άντρες»- μπορούμε ν’ αντέξουμε. Οι γυναίκες όμως; Τι θ’ απογίνουν; Εγώ θα ξεμπερδέψω τη μάνα σας κι εσύ, Γιώργη, θ’ αναλάβεις να «χαλάσεις» τη Δημητρία».
Δεν τόλμησε να πει «εγώ θα σφάξω τη μάνα σας κι εσύ θα σφάξεις τη Δημητρία». Τα δυο μικρότερα ξεσπούν σε κλάματα, ο Γιώργης αρνείται. «Τότε, εσύ Νίκο… θα κάνεις κουράγιο, είσαι μικρότερος, σα μεγαλώσεις δε θα θυμάσαι και πολλά.» Ο Νίκος στέκει μαρμαρωμένος, κλαίει ασταμάτητα. Θολώνουν το μυαλό του ανθρώπου τέτοιες στιγμές.
Και να το θαύμα! Μια μικρή βάρκα φαίνεται να περιπλέει τη θάλασσα. Είναι η «Βαγγελίστρα» τους, στα χέρια ενός παραγιού που είχαν, του Μάνθου, που αναγνωρίζει το αφεντικό του και βάζει τις φωνές. «Ε,ε,ε,! Καπ’τάν – Αγγελή, βάστα κι έρχομαι…»
Παστωμένη η βάρκα με ανθρώπους, πώς να χωρέσουν; Στριμώχνουν πρώτα τις γυναίκες. Ύστερα γατζώνονται και τα μικρότερα παιδιά. Ο πατέρας κι ο Γιώργης σπρώχνουν ο ένας τον άλλο. Δε χωρούν κι οι δυο. «Πάτε στο καλό εσείς, πατέρα, εγώ θα βρω προστασία στο γαλλικό προξενείο», (είχε από καιρό πάρε – δώσε με τους Γάλλους στο εμπόριο καπνών).
Στα σκαλοπάτια του προξενείου τον έπιασαν οι Τούρκοι. Έμεινε δυο χρόνια αιχμάλωτος, υποφέροντας τα πάνδεινα.
Η οικογένεια, μετά από περιπέτειες, ήρθε στην Ελλάδα και έφτασε τελικά στον προσφυγικό συνοικισμό της Νέας Ιωνίας, στο Βόλο. Κάποτε ήρθε κι ο Γιώργης στη νέα πατρίδα, με τους «ανταλλάξιμους», και βρήκε την οικογένειά του τη μέρα του …μνημοσύνου του! Οι δικοί του τον είχαν για νεκρό. Πριν από μήνες, είχαν μάθει από τον Ερυθρό Σταυρό, ότι …απαγχονίστηκε από τους Τούρκους. Επρόκειτο όμως για μια τραγική συνωνυμία.
Δούλεψαν όλοι μαζί, ανάστησαν νέο νοικοκυριό. Τ’ αγόρια έκαναν οικογένειες, αλλά έφυγαν σχετικά γρήγορα από τη ζωή. Η Δημητρία, έκανε κι αυτή οικογένεια, είδε εγγόνια και δισέγγονα κι έφυγε τελευταία, κρατώντας για περισσότερα χρόνια στα μάτια της τις τραγικές εκείνες ώρες!»
Ο Γιώργης της παραπάνω ιστορίας, είναι ο Γιώργης Τσιντσίνης, ο παππούς του εκδότη μας.
«Στη Σμύρνη και στο Αϊβαλί, και σ’ όλη την Ανατολή, δεν είχε τύχει ν’ ακουστεί τέτοιο κακό και να γραφτεί…»
Μιχάλης Παπανικολάου: «Οι γονείς μου ήταν από το Τσαρικλί Νίγδης Καππαδοκίας (οικισμός Μιστί Καππαδοκίας). Έφυγαν το 1924 και μετά από δύο – τρεις μήνες ήρθαν στην Ελλάδα. Ήταν καλοκαίρι, πριν το θερισμό. Δεν τους άφησαν να θερίσουν. Ένα χρόνο περίπου νωρίτερα, πέρασαν επιτροπές και έκαναν την καταγραφή των ανθρώπων που θα έρχονταν στην Ελλάδα, και των περιουσιών, για να δοθούν αποζημιώσεις. Πρώτα όμως, οι Έλληνες που επρόκειτο να φύγουν, δέχτηκαν τους Τούρκους της Ελλάδας στο χωριό τους, παρέδωσαν τα σπίτια τους κι αυτοί φιλοξενήθηκαν σε συγγενικά σπίτια, εγκαταστάθηκαν έξω, στ’ αλώνια.
Μετά από μερικές μέρες, πήραν ότι μπορούσαν να μεταφέρουν μαζί τους, ρούχα, τρόφιμα για το δρόμο, εικονίσματα (που γι’ αυτούς ήταν κειμήλια ιερά), και την καμπάνα της εκκλησίας του χωριού, του Άη – Γιώργη, την οποία και έφεραν στο Μαυρόλοφο.
Με βοϊδάμαξες, που νοίκιασαν από τους Τούρκους που έμεναν στα γύρω χωριά και που τους είχαν φίλους, ξεκίνησαν για το Ουλούγουσλαρ, όπου ήταν ο σταθμός του τρένου που θα επιβιβάζονταν για να φτάσουν στο λιμάνι της Μερσίνας, κι από κει να πάρουν το καράβι που θα τους έφερνε στον Πειραιά.
Σχημάτισαν καραβάνι με τις βοϊδάμαξες, ανέβασαν επάνω γέρους και μικρά παιδιά και οι υπόλοιποι ξεκίνησαν πεζοί. Οι νεότεροι είχαν πάρει μαζί τους τα πιστόλια που είχαν (και μπορούσαν να τα κρύψουν, γιατί τα μεγαλύτερα όπλα δεν ήταν εύκολο να κρυφτούν) και τους κόπανους, για να περιφρουρούν το καραβάνι. Στο δρόμο, έρχονταν ένα τούρκικο κάρο από την αντίθετη πλευρά, και κάποιος Τούρκος τόλμησε να βρίσει τους Έλληνες. Το μετάνιωσε όμως, γιατί τον ξυλοφόρτωσαν και του έκαναν κομμάτια το κάρο.
Έγινε μεγάλη συμπλοκή με πολλούς τραυματίες, γιατί μαζεύτηκαν Τούρκοι από τα γύρω χωριά για ενισχύσεις. Ώσπου, πήραν χαμπάρι οι άνθρωποι της επιτροπής που βρίσκονταν κοντά στην περιοχή, και κατάφεραν να ησυχάσουν τα πράγματα. Έτσι μπόρεσαν κι οι δικοί μας να συνεχίσουν το δρόμο τους.
Έφτασαν τελικά στο σταθμό του τρένου, κι από κει στο λιμάνι της Μερσίνας, όπου έμειναν περίπου δύο μήνες, κι ύστερα επιβιβάστηκαν στο πλοίο που τους μετέφερε στον Πειραιά. ΄Εμειναν σε καραντίνα καμιά δεκαριά μέρες μέσα στο καράβι, μέχρι που τους κούρεψαν όλους, άντρες και γυναίκες με την ψιλή, γιατί υπήρχε ο φόβος για διάφορες αρρώστιες που κουβαλούσαν (μερικοί είχαν πεθάνει στο δρόμο και τους πέταξαν στη θάλασσα).
Ύστερα τους μετέφεραν στην Ήπειρο. Έμειναν εκεί δύο χρόνια, όμως οι περισσότεροι έφυγαν γιατί δεν τους άρεσε το μέρος. Η γη για καλλιέργεια ήταν λιγοστή και οι προστριβές με τους Τουρκαλβανούς συχνές. Ήρθαν στο Μαυρόλοφο και στο Αργιλλοχώρι, ελάχιστοι στην Ευξεινούπολη, και κάποιοι έφτασαν μέχρι την Ανάβυσσο.
Οι Τσαρικλιώτες ήταν παπλωματάδες, γνώριζαν καλά την τέχνη. Πήγαιναν στην Αθήνα για έξι μήνες περίπου (έφευγαν μετά το Πάσχα και επέστρεφαν λίγο πριν τα Χριστούγεννα), όπου εργάζονταν, γυρνούσαν τα σπίτια κι έφτιαχναν στρώματα και παπλώματα, έβγαζαν χρήματα και γυρνούσαν πίσω στις οικογένειές τους.
Η περιπλάνηση τελείωσε το 1926, όταν πια εγκαταστάθηκαν στα σημερινά χωριά τους, ο αγώνας όμως συνεχίστηκε για αρκετά χρόνια ακόμη, ενάντια στη φτώχια και την εχθρική συμπεριφορά των ντόπιων.»
«Δρόμο, δρόμο, βρήκαμε χώμα και νερό. Απ’ τον πόνο βγήκαμε κι από το χαμό…»
«…Την άλλη μέρα μας είπαν, τώρα θα πάτε στην Ελλάδα. Αυτά γίνονταν το 1922, Δεκέμβριο. Πώς να πάμε για την Ελλάδα; Δώδεκα ώρες μακριά το μέρος που έρχονται τα βαπόρια. Συγκοινωνία μόνο με καΐκια με κουπιά, τότες δεν είχαν μηχανές, ήταν και χειμώνας, η θάλασσα είχε φουρτούνα. Ο μόνος τρόπος ήταν να πάμε απ’ την ακροθαλασσιά. Ξεκινάμε, έξι χωριά κόσμος, το βράδυ φτάσαμε σε μια ακρογιαλιά, αμμουδιά, βρήκαμε ξύλα, ανάψαμε φωτιές, πήραν χαμπάρι οι Τούρκοι, ήρθαν σκόρπισαν τις φωτιές. Παρακαλέσαμε, είδαν ότι δεν είχαμε να σκεπαστούμε, ούτε και ρούχα, μας λυπήθηκαν. Μας είπαν το πρωί να περάσουμε από το χωριό, μας πήραν στα σπίτια, μας περιποιήθηκαν όσο μπόρεσαν, ύστερα πήραμε το γιαλό – γιαλό, σε μεριές μας χτυπούσε η θάλασσα, μας έκανε μούσκεμα.
Μετά από τέσσερις μέρες φτάσαμε, βρήκαμε μέρος να μείνουμε, καθίσαμε ξεκουραστήκαμε δυο μέρες, μας είπαν να βγάλουμε από δυο φωτογραφίες για διαβατήρια, ετοιμάσαμε όλα όσα χρειάζονταν, μας ειδοποίησαν «…έρχεται το βαπόρι αύριο». Την άλλη μέρα πρωί κουβαληθήκαμε στη σκάλα, περιμέναμε. Κακή μας τύχη, ήρθαν χωροφυλάκοι, μας είπαν θα παραμείνουμε μέχρι νεοτέρας διαταγής…
Βγήκε σε καλό, δουλειές πολλές, δυο χρόνια μείναμε, ζήσαμε καλά, όλοι δούλεψαν, έως το 1924. Τότε Κεμάλ και Βενιζέλος έκαναν ανταλλαγή, τον ελληνικό πληθυσμό Τουρκίας να φέρουν στην Ελλάδα και τον τουρκικό πληθυσμό Ελλάδας στην Τουρκία. Μετά τη συμφωνία των δυο κυβερνήσεων ήρθαν από την Ελλάδα επιτροπές σε όλες τις πόλεις και κάλεσαν Έλληνες, να παν στα γραφεία επιτροπής κάθε περιοχής να δηλώσουν τις περιουσίες τους. Τελειώνοντας η επιτροπή αυτές τις δουλειές, ειδοποίησε να ετοιμάσουμε ότι τρόφιμα μας χρειάζονταν για το πλοίο.
Στις 15 Σεπτεμβρίου ήρθε το πλοίο. Δυο μέρες έκανε να παραλάβει όλους τους Έλληνες και μερικούς που δεν ήθελαν να έρθουν, τους πήρε. Ύστερα από δυο μέρες φύγαμε, την άλλη μέρα φτάσαμε σ’ ένα λιμάνι Σαφράμπολις, άλλες δυο μέρες κάναμε εκεί. Την άλλη μέρα περάσαμε στο Βόσπορο, εκεί σταματήσαμε για έλεγχο από τις τουρκικές υπηρεσίες. Νύχτα περάσαμε από την Κωνσταντινούπολη, ξημερώσαμε στα Δαρδανέλια, περάσαμε τον Ελλήσποντο, βγήκαμε στο Αιγαίο Πέλαγος.
Την άλλη μέρα στον Πειραιά, σ’ ένα νησί Άγιος Γεώργιος, για καραντίνα. Κατεβαίνοντας μας πήγαν στο λουτρό, μας κούρεψαν, κάναμε μπάνιο και τα ρούχα μας στον κλίβανο. Δεν ξέραμε τι είναι κλίβανος, και μέσα στα ρούχα μας τυλίξαμε τα παπούτσια μας και κάτι πέτσινα πορτοφόλια. Μείναμε χωρίς παπούτσια. Μετά μας πήγαν στις σκηνές, δεκαπέντε μέρες καραντίνα.
Όταν τελείωσε, πάλι μας πήρε το πλοίο, πήγαμε στον Πόρο, περάσαμε από τη Χαλκίδα, ύστερα από το Βόλο. Μετά μας έφεραν στην παραλία Αλμυρού. Εκεί ήταν πολλά κάρα επιταγμένα, περίμεναν. Μας πήραν και μας έφεραν στην Ευξεινούπολη. Προσωρινά μας έβαλαν σε άδεια σπίτια που δεν ήταν όλα του Δημοσίου. Είχαν όμως κλέψει τις πόρτες και τα παράθυρα. Ύστερα το κράτος μας έδωσε 2.000 κάθε οικογένεια και διορθώσαμε ότι ελλείψεις είχαν. Μας έδωσαν και πέντε μήνες επίδομα. Φτώχεια. Η μάνα κι ο πατέρας κουβαλούσαν ξύλα από το βουνό στην πλάτη, και τα πουλούσαν στον Αλμυρό, να βγάλουν τα έξοδα του σπιτιού.
Εγώ ήμουν μικρός, πήγαινα σχολείο και τις Κυριακές έκανα το λούστρο. Μια μέρα με φώναξε ένας να του βάψω τα παπούτσια. Ήταν ο καθηγητής Π. Με ρώτησε πως σε λένε, του είπα Λευθέρης. Μου έδωσε μια κλωτσιά, αλλού βούρτσες, αλλού μπογιές, γιατί είχα το όνομα του Βενιζέλου. Δεν μας χώνευαν τους πρόσφυγες. Φανταστείτε, μας μισούσαν τόσο πολύ, που μας έλεγαν, στις εκλογές άμα κερδίσει το Λαγικό κόμμα, θα σας διώξουμε από κει πούρθατε!
Λ.Κ.
«Στα ξένα είμαι Έλληνας και στην Ελλάδα ξένος…»
Οι πρόσφυγες ήρθαν γυμνοί, πεινασμένοι, εξαθλιωμένοι και πάμφτωχοι. Δεν τους άρεσε όμως να κάθονται άπραγοι. Θέλησαν να δουλέψουν, να δημιουργήσουν. Έφτιαξαν σπίτια, θεμέλιωσαν πόλεις και χωριά, πάλεψαν για τη ζωή, αναστήθηκαν και προόδευσαν, έφεραν στον κόσμο κόρες κι εγγονούς, ρίζωσαν στη νέα πατρίδα.
«Μα το βράδυ που ‘ρχεται, τ’ όνειρο μας παίρνει. Στην Πέργαμο μας φέρνει και στο Μαρμαρά…»