- 10 Σεπτεμβρίου, 2012
Γιώργου Τσιντσίνη: Το χιονέ παλτό
Αφορμή γι’ αυτό το χρονογράφημα στάθηκε ένα αντίστοιχο της άξιας και αισθαντικής Ρούλας Γεωργακοπούλου στα «Νέα», με τίτλο «Παλτό ψαροκόκαλο». Μου ξύπνησε μνήμες, από κάπου εκεί στη μέση της δεκαετίας του ’60, όταν ήμουν μαθητής της Α’ Γυμνασίου και κάποιο σούρουπο του Δεκεμβρίου οι γονείς μου με οδήγησαν εν …πομπή στο «Συνεταιρισμό Εμποροραπτών Μαγνησίας», στην οδό Ιωλκού του Βόλου, για να μου αγοράσουν το πρώτο μου κουστούμι κι ένα παλτό.
Θυμάμαι ότι για κουστούμι επιλέχθηκε το φτηνότερο, με χρυσούς μικρούς κύβους για σχέδιο πάνω στο μαύρο του ύφασμα. Όταν, μετά από μερικές μέρες, το πρωτοφόρεσα στη Χριστουγεννιάτικη σχολική γιορτή, που έγινε στο κινηματοθέατρο «Λυρικόν», με έκπληξη διαπίστωσα ότι τα μανίκια του έγιναν αμέσως …πλισέ από τις ζάρες. Τόσο «καλό» ύφασμα ήταν και φυσικά πετάχτηκε μετά από μερικούς μήνες, για ένα μπλε – μαύρο νέο κουστούμι, πιο ανθεκτικό.
Η ιστορία όμως γράφεται για το παλτό… Ένα χιονέ παλτό, που μου πρότεινε να δοκιμάσω -σαν πολύ μοδάτο τότε- ο εμποροϋπάλληλος που μας εξυπηρετούσε.
Οι παλιότεροι θα θυμάστε εκείνους τους εμποροϋπαλλήλους παλιάς κοπής, τους φορτικά ευγενικούς, που ήταν όλο ρεβεράντζες και τσιριτσάντζουλες. Ό,τι «σκουπίδι» και να σου πρότειναν, μόλις το προβάριζες, αναλύονταν σε επιφωνήματα θαυμασμού και κομπλιμέντα, του τύπου «μπράβο σας… έκτακτο, άριστη επιλογή, σας πάει γάντι, συγχαρητήρια, μούρλια είναι κτλ.»
Αρχικά θυμάμαι την ήπια διαμαρτυρία του χουβαρντά πατέρα μου, για το «πόσο ακριβά το χρέωναν», αλλά το χειρότερο δεν ήταν αυτό. Μόλις το φόρεσα και κοιτάχτηκα στον καθρέφτη, είδα ότι …κολυμπούσα μέσα του και τόλμησα να αναρωτηθώ:
«Μα, δεν μου είναι πολύ μεγάλο;»
«Δεν πειράζει», μου αντέτεινε ο πατέρας μου, δίνοντας μου ένα στοργικό χαστουκάκι. «Μεγαλώνεις γρήγορα και σε λίγο θα σου είναι μια χαρά. Δεν μπορούμε να αγοράζουμε παλτό κάθε χρόνο».
Έτσι απέκτησα το χιονέ παλτό και έχει διασωθεί η δημοσιευόμενη φωτογραφία μου, στην -καθιερωμένη τότε- βόλτα στην παραλία, κάποια ηλιόλουστα Φώτα, που με απεικονίζει με δυο φίλους και συμμαθητές μου, να περπατώ μέσα στο παλτό και να μοιάζω με υπερήφανη, κινούμενη …ντουλάπα.
Τα χρόνια περνούσαν, το παλτό απτόητο και ανθεκτικό δεν …έμπαζε καθόλου. Κι εγώ, όσο κι αν μεγάλωνα και πάχαινα, πάλι κολυμπούσα.
Κάπου μετά το στρατό, το παροπλίσαμε και το είχαμε σε κάποια κρεμάστρα της κουζίνας, να το φοράμε τις χειμωνιάτικες μέρες και νύχτες, όλοι οι άνδρες της οικογένειας, ριχτό στους ώμους, όταν ήταν να βγούμε για τσιγάρο (δεν καπνίζαμε ποτέ μπροστά στον πατέρα μας), στην αυλή του πατρικού.
Σαράντα χρόνια μετά από την παρθενική του εμφάνιση πάνω μου και στο σπίτι μας, εμείς μεν είχαμε τα διπλάσια κιλά από τότε, αλλά το παλτό επέμενε να ζει και να …κολυμπάει πάνω μας. Ώσπου η μάνα μας βαρέθηκε να το βλέπει και να το στέλνει στο καθαριστήριο και το χάρισε τελικά σε κάποιον οικονομικό μετανάστη.
Θα μου πείτε, πώς και θυμήθηκα μια τέτοια ιστορία, πέρα από το ερέθισμα της Αθηναίας συναδέλφου;
Νομίζω, ότι τώρα που όλα γύρω μας φτωχαίνουν, «κουρεμένα» βαθιά όπως …εμείς τότε μαθητές, το μυαλό μας πάει σ’ εκείνη την «πέτρινη» εποχή, που ίσως κληθούμε πάλι -εμείς οι παλαιότεροι- να ξαναζήσουμε.
Κι όσο ανοίγω τη ντουλάπα μου και βλέπω το τωρινό μπλε παλτό μου, από αγγλική φανέλα και φινέτσα, αλλά όμως σκέπτομαι μελαγχολικά, ότι το αγόρασα με «δανεικά» χρήματα και εορτοδάνεια (όπως οι περισσότεροι συνέλληνες το σύγχρονο νοικοκυριό τους), θα προτιμούσα να είχα κρατήσει το παλιό, θεόφαρδο χιονέ πλατό μου.
Εκείνο το «θρυλικό» παλτό, που αγόρασε με τον ιδρώτα και το αίμα του ο συχωρεμένος και λατρεμένος μου καπνεργάτης, ο παλαιάς κοπής νοικοκύρης.