- 30 Αυγούστου, 2012
Γαβριήλ Αδάμ – 93 χρόνια καλόγερος, 40 χρόνια ηγούμενος στο Μοναστήρι της Παναγίας Κισσιώτισσας
Γράφει ο Βίκτορας Κοντονάτσιος
Πριν προχωρήσω στην ανάπτυξη του κυρίως θέματος της σημερινής μου παρουσίασης, όπως αυτό περιγράφεται από τον παραπάνω τίτλο του θεωρώ αναγκαίο να κάνω μία διευκρίνιση: Λέγοντας «Μονή Παναγίας Κισσιώτισσας» αναφέρομαι στο μοναστήρι που σε όλους μας είναι γνωστό σήμερα ως «Πάνω Μοναστήρι Παναγίας Ξενιάς».
Η πραγματική και επίσημη ονομασία του μοναστηριού αυτού, όπως αναλυτικότερα γράφω στο σχετικό βιβλίο μου που, με την ευλογία της «Παναγίας Κισσιώτισσας», ελπίζω να κυκλοφορήσει σύντομα, ήταν, από το 647 μ.Χ., που είναι το έτος ίδρυσής του, «Ιερά Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου» και παράλληλα είχε και την προσωνυμία, με την οποία ήταν κυρίως γνωστό, «Μοναστήρι Παναγίας Κισσιώτισσας». Η ονομασία αυτή οποία ουδέποτε άλλαξε με επίσημη απόφαση αρμοδίων παραγόντων για να ονομασθεί «Μονή Παναγίας Ξενιάς»..
Γαβριήλ Αδάμ
Στο αρχαιότερο αυτό μοναστήρι της Θεσσαλίας (τουλάχιστον), το ιστορικό «Μοναστήρι της Παναγίας Κισσιώτισσας» εγκαταβίωσαν στην υπερχιλιόχρονη πορεία του εκατοντάδες μοναχοί.
Ανάμεσα σ’ αυτούς, στα νεότερα χρόνια, μία πολύ χαρακτηριστική φυσιογνωμία μοναχού είναι ο μοναχός Γαβριήλ Αδάμ. Ως μία ελάχιστη τιμή προς αυτόν και την τεράστια προσφορά του στην περιοχή μας και στους κατοίκους της θα παρουσιάσω λίγα, ιστορικά βεβαιωμένα, στοιχεία από τη ζωή του.
Το κοσμικό του όνομα ήταν Γεώργιος Αδάμ. Γεννήθηκε στη Σούρπη το 1790. Το 1815 σε ηλικία 25 ετών πήγε στο Μοναστήρι της Παναγίας Κισσιώτισσας αποφασισμένος να γίνει μοναχός. Έγινε δεκτός από το ηγουμενοσυμβούλιο της Μονής και αφού παρέμεινε επί τρία χρόνια ως δόκιμος εκάρη μοναχός το 1818 σε ηλικία 28 ετών, παίρνοντας το όνομα Γαβριήλ. Έκτοτε παρέμεινε στο Μοναστήρι πιστός στην υπόσχεσή του, αφοσιωμένος πάντοτε στη υπηρεσία της Παναγίας και του Μοναστηριού, ως το θάνατο του
Στις αρχές του 1821 ήρθε στο Μοναστήρι, προκειμένου να ζητήσει τη βοήθεια των μοναχών και την υλική υποστήριξη του Μοναστηριού στον αγώνα του, ο Αθανάσιος Διάκος. Ο ηγούμενος του Μοναστηριού, Ιγνάτιος, που ήταν μυημένος από πολύ καιρό πριν για το απελευθερωτικό κίνημα που ετοιμαζόταν, με λίγους έμπιστους μοναχούς, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο Γαβριήλ, ηλικίας τότε 31 ετών, κατέβηκε για τη συνάντηση με το Διάκο και τις μυστικές σχετικές συσκέψεις στο «Μετόχι του Αγίου Νικολάου» (παλιό κάτω μοναστήρι Παναγίας Ξενιάς).
Ο Διάκος έμεινε εκεί τρεις μέρες. Στις συσκέψεις που έγιναν στις μέρες αυτές έλαβαν μέρος και κάποιοι μυημένοι πολιτικοί παράγοντες της περιοχής Αλμυρού. Ο Γαβριήλ ήταν ο έμπιστος βοηθός του ηγουμένου και παρακολούθησε σε όλες τις λεπτομέρειες όλα όσα συζητήθηκαν και αποφασίστηκαν.
Στο μετόχι του Αγίου Νικολάου ζούσαν πάντοτε κάποιοι μοναχοί της Παναγίας Κισσιώτισσας για να εξυπηρετούν τις λατρευτικές ανάγκες όσων μετέβαιναν εκεί για προσκύνηση και για να εποπτεύουν στις καλλιεργητικές φροντίδες της εκεί μοναστηριακής περιουσίας. Η περιοχή του μετοχιού του Αγίου Νικολάου λεγόταν «Ρήχοβο» ή « Ράχοβο». Έτσι οι μοναχοί που ζούσαν εκεί λέγονταν «Ραχοβίτες», για διάκριση από τους «Κισσιώτες», τους μοναχούς της Κισσιώτισσας.
Λίγο καιρό μετά την επίσκεψη στις 28 Μαρτίου 1821, ο Διάκος, έστειλε στους «Ραχοβίτες» ένα γράμμα ζητώντας την υλοποίηση όσων είχαν συμφωνηθεί. Έτσι με τις φροντίδες και την εποπτεία του μοναχού Γαβριήλ Αδάμ στάλθηκαν από την «Παναγία Κισσιώτισσα» στη «Λυκούρεση», έδρα του Αθανασίου Διάκου, «διακόσοι πολεμιστές εφοδιασμένοι όλοι τους με τα απαραίτητα όπλα, δέκα φορτώματα με ψωμί, κρασί, ελιές και «όλον τον τζημχανέ (= τρόφιμα, φαγώσιμα, γενικώς εφόδια), μπαρούτη, και «κουτσούμια» (=μολύβδινα σφαιρίδια, χοντρά σκάγια) και έξι άλογα. «μεζηλιάρικα» (= γερά και γρήγορα)».
Στα χρόνια του απελευθερωτικού αγώνα, 1821 – 1830, τρεις χιλιάδες γυναικόπαιδα της περιοχής του Αλμυρού ζούσαν σε φαράγγια και σπηλιές γύρω από το Μοναστήρι της Παναγίας Κισσιώτισσας και συντηρούνταν από αυτό. Ήταν παιδιά και γυναίκες οικογενειών αγωνιστών από την περιοχή Αλμυρού οι οποίοι μετείχαν στο απελευθερωτικό κίνημα, γιατί οι Τούρκοι τις καταζητούσαν για να τις αιχμαλωτίσουν και να αναγκάσουν έτσι τους άντρες να εγκαταλείψουν τον αγώνα. Στην όλη αυτή προσπάθεια του Μοναστηριού της Κισσιώτισσας πρωτοστατούσε ο Γαβριήλ.
Δυστυχώς ο αγώνας του 1821 τελείωσε χωρίς ο Γαβριήλ να ιδεί την πατρίδα του και το Μοναστήρι του ελεύθερα. Το 1833 – 1834 ο Γαβριήλ Αδάμ εκλέχτηκε για πρώτη φορά ηγούμενος. Το 1844, μετά το θάνατο του επισκόπου «Αλμυρού και Κοκουσίου» Ιωακείμ, (αυτού του οποίου ο τάφος βρισκόταν μέχρι τους σεισμούς του 1980 στο προαύλιο του Αγίου Νικολάου του Αλμυρού), προτάθηκε στον ηγούμενο της Παναγίας Κισσιώτισσας Γαβριήλ να γίνει αυτός επίσκοπος Αλμυρού. Ο Γαβριήλ δεν δέχτηκε και προτίμησε να παραμείνει μοναχός στην Παναγία Κισσιώτισσα.
Το 1846, σε ηλικία 56 ετών, εκλέχτηκε και πάλι ηγούμενος παραμένοντας στη θέση αυτή μέχρι το 1865. Στα είκοσι αυτά χρόνια της ηγουμενίας του δραστηριοποιήθηκε έντονα βοηθώντας όπως μπορούσε τις πολλές απελευθερωτικές ομάδες και τους πολλούς καπεταναίους που κινούνταν στην Όρθρη,
Πρωτοστάτησε στο απελευθερωτικό κίνημα του 1854. Κάτω από τις ευλογίες του και το συντονισμό του συγκεντρώθηκαν το 1854, στις 10 Μαρτίου, 42 καπεταναίοι και ορκίστηκαν να αγωνισθούν για να ελευθερώσουν τη σκλαβωμένη Θεσσαλία. Και κατά τη διάρκεια της απελευθερωτικής αυτής προσπάθειας εκατοντάδες γυναικόπαιδα, οικογενειών Αλμυριωτών αγωνιστών, φιλοξενούνταν, σιτίζονταν και εύρισκαν καταφύγιο και προστασία στην «Παναγία Κισσιώτισσα» κάτω από τις φροντίδες του Γαβριήλ, για να μπορούν οι άντρες τους να αγωνίζονται απερίσπαστοι από οικογενειακές φροντίδες.
Δεν είδε, δυστυχώς και πάλι την ιδιαίτερη πατρίδα του ελεύθερη. Αφοσιωμένος στο ίδιο πάντοτε μοναστήρι, 24 χρόνια αργότερα, ηγούμενος και πάλι, σε ηλικία 88 ετών, ηγήθηκε για άλλη μία φορά στο απελευθερωτικό κίνημα του 1878, χωρίς και πάλι να ιδεί την πατρίδα του ελεύθερη. Τρία χρόνια νωρίτερα στα 1875 είχε φροντίσει και στο μετόχι του Αγίου Νικολάου χτίστηκε περήφανο, ψηλό, οκτάγωνο καμπαναριό. Είχε βάλει και τις καμπάνες για να χτυπήσουν πανηγυρικά στην απελευθέρωση της πατρίδας του, που δεν την είδε και τούτη τη φορά.
Τρία χρόνια αργότερα, στα 1881, σε ηλικία 91 ετών, αξιώθηκε να ιδεί την περιπόθητη λευτεριά στην πατρίδα του και στο μοναστήρι του. Παρ’ όλα του τα γεράματα κρατώντας γερά την τριχιά της καμπάνας του καμπαναριού του χτυπούσε την καμπάνα επί ώρες ολόκληρες πανηγυρίζοντας. Ύστερα κατέβηκε στον Αλμυρό για να λάβει μέρος στη δοξολογία που τελέστηκε στον Άγιο Νικόλαο του Αλμυρού..
Δυστυχώς δεκαέξι χρόνια αργότερα, στα 1897, είδε και πάλι τους Τούρκους να πατούν και να λεηλατούν το αγαπημένο του Μοναστήρι για ένα σχεδόν χρόνο. Ο Γαβριήλ ήταν τότε 107 ετών. Αλλά δεν απογοητεύθηκε. Επέζησε και από την περιπέτεια αυτή. Είδε και πάλι το αγαπημένο του Μοναστήρι ελεύθερο και, τρελός από τη χαρά του, 107 χρονών ασπρομάλλης γέροντας, κρεμάστηκε για άλλη μια φορά από την τριχιά του καμπαναριού του και άρχισε να χτυπάει την καμπάνα και πάλι πανηγυρικά. Έζησε άλλα δέκα χρόνια περίπου και στα 1908, σε ηλικία 118 ετών. «εκοιμήθη εν Κυρίω».
Ο Γαβριὴλ Αδάμ υπηρέτησε στην «Παναγία Κισσιώτισσα» επί ενενήντα τρία (93) χρόνια, από το 1815 μέχρι το 1908, ως μοναχός από τα οποία γύρω στα 40 χρόνια ήταν ηγούμενος στο ίδιο πάντοτε μοναστηρι.
Δεν γνωρίζω αν υπάρχει τέτοιο φαινόμενο αλλού. Για την περιοχή μας, ωστόσο, είναι μοναδικό. Η ζωή του απλώθηκε σε τρεις αιώνες. Γεννήθηκε στον 18ο (1790), έζησε όλον τον 19ο (1801-1900) και έφυγε για τον άλλο κόσμο στον 20ο (1908). Και δεν είναι μόνο αυτό. Έλαβε μέρος ενεργό σ’ όλους τους απελευθερωτικούς αγώνες από τους Τούρκους, από το 1821 μέχρι το 1897.
Δεν γνωρίζω με ποιο σκεπτικό στήνονται ανδριάντες ή μνημεία ή ποιοι αναγνωρίζονται (οσιο)μάρτυρες ή (εθνο)μάρτυρες. Είμαι βέβαιος όμως – και πιστεύω κανένας δεν θα είχε αντίρρηση – ότι σε ένα μνημείο του «ρασοφόρου» Έλληνα που θα στηνόταν στο Μετόχι του Αγίου Νικολάου της «Παναγίας Κισσιώτισσας», που, σύμφωνα με όσα ανακοινώθηκαν προ καιρού, πρόκειται να ανακατασκευασθεί, θα έπρεπε να υπάρχει κάτι που να θυμίζει τον μοναχό Γαβριήλ Αδάμ.