- 22 Αυγούστου, 2012
Αλμυρός, Δευτέρα, 17 Αυγούστου 1881 – Ποιος ήταν ο Αλμυρός που ελευθερώθηκε
γράφει ο Βίκτωρ Κων. Κοντονάτσιος
Το σύνολο των κατοίκων της επαρχίας Αλμυρού ήταν 10.253 (9042 χριστιανοί, 1211 οθωμανοί). Δημιουργήθηκαν τέσσερις Δήμοι: α) Δήμος Αλμυρού με 4212 κατοίκους (Αλμυρός 3305, Κουρφάλι – Καραμάνι 354, Αϊδίνι 151, Άκετσι 126, Καραμπάσι 38, Γιαντσελί 34, Γκερικλί 204) , β) Δήμος Όθρυος με 603 κατοίκους (Γούρα), γ) Δήμος Ιτώνου με 1897 κατοίκους (Τουρκομουσλί 54, Καρανταναλί 536, Δαουτζά 234, Κιτίκι 46, Μπασίτ 54, Χασουμπλί 24, Κιουλελέρ 173, Κιουλαμπενλί 83, Γενιτσίκ 30, Γιτσίκι 332, Γιαντσερί 331), δ) Δήμος Πλατάνου με 3541 κατοίκους (Πλάτανος 1402, Μπακλαλί 523, Καραντζάνταλι 125. Κωφοί 115, Κοκκωτοί 471, Βρύναινα 446, Μονή Ξενιάς – Κελέρια 112, Δρυμώνα 114, Καλύβια 233).
Από τους 10.253 κατοίκους μόνο 945 ήταν μεγαλύτεροι των 50 ετών (9%). Μόλις ένας στους δέκα περίπου ζούσε πάνω από 50 χρόνια. Πάνω από 60 ετών ήταν κάτι λιγότερο από 4%. Μόνο 138 άτομα ήταν πάνω από 70 ετών (1,35%).
Υπήρχαν 3224 άτομα μαθητικής ηλικίας (6-18 ετών). Από αυτά 1637 ήταν αγόρια και 1587 κορίτσια. Σε σχολεία φοιτούσαν μόνο τα 647 (566 αγόρια και 81 κορίτσια) . Συνολικά στην επαρχία Αλμυρού υπήρχαν 13 σχολεία. Υπήρχαν 9 δάσκαλοι (8 άντρες και μία γυναίκα). Κάποιοι δάσκαλοι περιόδευαν από σχολείο σε σχολείο για να καλύψουν όλες τις ανάγκες.
Υπήρχαν 328 βιομήχανοι, 43 έμποροι, 71 κτηματίες, 1.029 γεωργοί, 735 ποιμένες, 229 εργάτες, 73 εργάτριες, 46 αγωγιάτες, 4 γιατροί, 2 φαρμακοποιοί, 46 κληρικοί, 28 υπάλληλοι, 95 υπηρέτες, 8 υπηρέτριες και 6.850 άνευ επαγγέλματος.
Υπήρχαν 179 καταστήματα, 22 εκκλησίες, 1 μοναστήρι (Παναγίας Ξενιάς), 9 ναοί αλλοθρήσκων, (εφτά τζαμιά στον Αλμυρό, ένα στο Άκετσι και ένα στο Μπακλαλί), 2 νοσοκομεία στον Αλμυρό (ένα στρατιωτικό και ένα πολιτικό) και 14 στρατώνες (κούλιες) κατά μήκος των ελληνοτουρκικών συνόρων στη γραμμή Στόμιο Σούρπης, Βράχος Βελέντζα, κορυφογραμμή Όρθρης.
Η περισσότερη γη ανήκε σε τσιφλίκια. Υπήρχαν δέκα εννέα τσιφλίκια με συνολική έκταση 207.000 στρέμματα (111.500 στρέμματα στην περιφέρεια Αλμυρού και 95.500 στην περιφέρεια Πλατάνου). Τα 61.650 στρέμματα ήταν πεδινά (50.000 στην περιφέρεια Αλμυρού και 11.650 στην περιφέρεια Πλατάνου) και τα 145.350 ορεινά (61.500 στην περιφέρεια Αλμυρού και 83.850 στην περιφέρεια Πλατάνου). Από αυτά τα 48.450 (36.800 και 11.650 αντίστοιχα στους δύο δήμους) ήταν αρόσιμα, για την καλλιέργεια των οποίων χρησιμοποιούνταν 206 άροτρα. Από τα αρόσιμα τα 48. στρέμματα 000 (36.350 και 11.650 αντίστοιχα) ήταν ξηρικά και τα 450 (όλα στην περιφέρεια του Δήμου Αλμυρού) ποτιστικά.
Στα δεκαεννέα τσιφλίκια ζούσαν 162 οικογένειες (98 γεωργών και 64 παρακεντέδων). Από τις 98 γεωργικές οικογένειες οι 88 δούλευαν στα τσιφλίκια του Αλμυρού και οι 10 στου Πλατάνου. Οι 60 οικογένειες παρακεντέδων ζούσαν στα τσιφλίκια του Αλμυρού και μόνο 4 στα τσιφλίκια του Πλατάνου.
Στα τσιφλίκια καλλιεργούνταν 12.870 στρέμματα με δημητριακά. Από αυτά τα 8.050 καλλιεργούνταν με σιτάρι και απέδιδαν 26.340 κοιλά, δηλαδή 100 σημερινά περίπου κιλά το στρέμμα. Τα 4.160 καλλιεργούνταν με κριθάρι που απέδιδαν 16.400 κοιλά, δηλαδή περίπου 121 σημερινά κιλά το στρέμμα. Τα υπόλοιπα 660 στρέμματα καλλιεργούνταν με καλαμπόκι που απέδιδαν 92 σημερινά κιλά το στρέμμα.
Στα τσιφλίκια του Αλμυρού βοσκούσαν 25.800 αιγοπρόβατα και 905 μεγάλα ζώα (άλογα, αγελάδες κλπ). Από τα αιγοπρόβατα τα 21.200 ανήκαν σε ενοικιαστές των λιβαδιών, τα 4.100 στους γαιοκτήμονες και τα 500 στους κολίγους. Από τα μεγάλα ζώα τα 760 ανήκαν στους ενοικιαστές και τα 145 στους γαιοκτήμονες. Οι κολίγοι δεν είχαν ούτε ένα μεγάλο ζώο δικό τους.
Ο Αλμυρός κατοικούνταν από 600 οικογένειες χριστιανικές και τουρκικές. Το χειμώνα έρχονταν και βλάχοι κτηνοτρόφοι και γίνονταν 900 περίπου οικογένειες. Η αγορά του Αλμυρού είχε μικρομάγαζα τουρκικά που στην πλεονότητά τους ανήκαν στα τζαμιά. Υπήρχε ένα μόνο εμπορικό κατάστημα Ελλήνων, των αδελφών Ιω. και Κων. Σακελλαρίδου.
Οι Αλμυριώτες πλήρωναν συνολικά ετήσιους φόρους 622.000 γρόσια (=24.880.000 παράδες). 4500 περίπου γρόσια πλήρωναν για δικαίωμα αβδελαλιείας, για να έχουν δικαίωμα να μαζεύουν από τα ποτάμια και τις σούδες βδέλλες που τις χρησιμοποιούσαν για ιατρικούς σκοπούς! Για κάποιους συγκριτικούς υπολογισμούς λέμε ότι το μεροκάματο τότε ήταν 25 παράδες.
Τον Νοέμβριο 1881, επειδή οι Αλμυριώτες χρειάζονταν δασκάλους, για μια «τολμηρή εκπαιδευτική τοπική μεταρρύθμιση», οι Νικόλαος Τσίρος και Χρίστος Κωνσταντόρας, με υποτροφία του Δήμου Αλμυρού πήγαν στο νεοσύστατο Διδασκαλείο Λάρισας να σπουδάσουν δάσκαλοι. Ένα χρόνο αργότερα τον ίδιο δρόμο ακολούθησε και ο Χρίστος Σταμούλης.
«Η κατάστασις των γεωργών …. ήτο αξιοθρήνητος.. . .. .Οι γεωργοί στον καιρό του αλωνισμού σακατεύονται, σκοτώνονται και αυτοί και όλο το σπίτι τους και αυτά τα ζώα τους ακόμη. Τους πεθαίνει η ζέστη, τους λιώνει ο ιδρώτας που χύνουνε σαν ποτάμι και τους τελειώνουν οι άχνες και το χώμα που ρουφούν ένα – δυο μήνες. Δεν φτάνει ότι ο γεωργός δουλεύει χρονικώς σαν σκλάβος, έρχονται τα αλώνια και εκείνα τον αποτελειώνουν. Κατά την εποχή εκείνη τον δέρνει η αναφαγιά, η απλυσιά, η αμπαλωσιά, η αϋπνία και κάθε άλλη κακομοιριά. Στη γυναίκα του γεωργού πέφτουν όλες οι δουλειές μαζί. Νύχτα – νύχτα, άμα σκάσει η Πούλια, πρέπει να σηκωθεί να τρέξει στ’ αλώνι να βοηθήσει τον άντρα της στο στρώσιμο των δεματιών. . . Αυτή πρέπει να τρέξει πάλι, όσο πολύ πρωί μπορεί, στο χωράφι για να σκαλίσει το μπουστάνι, καλαμπόκι ή να μαζέψει καπνά. Και από όλα τα βάσανα που τραβούν οι γεωργοί στον καιρό του αλωνισμού αδυνατίζουν . . . και κατά τον δεκαπενταύγουστο τους πιάνουν οι θέρμες και τους τσακίζουν τα κόκκαλα, πληρώνουν ένα σωρό λεπτά στους γιατρούς, στα ρητσινόλαδα, τα κινίνα».
«Η μικρή πόλη του Αλμυρού είχε όψη μεγάλου χωριού. Σπιτάκια χαμηλά και πλιθόχτιστα με λάσπη. Τα λιγοστά διώροφα ήταν των Τούρκων τσιφλικάδων, μπέηδων, αγάδων.. Αυτά ήταν χτισμένα στη μέση μιας μεγάλης αυλής, περιτριγυρισμένης από χαμόσπιτα, για τους μεροκαματιάρηδες και γεωργούς. . .Στενά λασπόδρομα σοκάκια διέσχιζαν την πόλη σε γειτονιές, μαχαλάδες. Από πολύ νωρίς, με το πρώτο σούρουπο, η μικρή πόλη βυθίζεται στο σκοτάδι και οι κάτοικοι από νωρίς πέφτουν στα στρώματα για ύπνο, που σ’ αυτόν έβρισκαν ξεκούραση. Μόνο όταν είχαν νυχτέρι στα καπνά ή οι γυναίκες γνέσιμο, ράψιμο ή άλλες οικογενειακές ασχολίες παρέμειναν λίγες ώρες παραπίσω. Έπρεπε να κάνουν οικονομία και στο πετρέλαιο της μοναδικής λάμπας ή του λαδοκάντηλου, γιατί και τα δυο ήταν ακριβά…. Η πόλη ήταν αραιοκατοικημένη και κάθε οικογένεια για τις γεωργικές της ανάγκες είχε οικόπεδο κάπως μεγάλο, τους λεγόμενους αυλαγάδες, για εύκολη καλλιέργεια του καπνού και τους κήπους για πρόχειρη χλωρωσιά για τα ζώα. Το σπίτι του φτωχού αγρότη, μικρό και λασπόχτιστο με λιγοστό χώρο, είχε 1 – 2 δωμάτια, που το ένα χρησιμοποιούνταν συνήθως για στάβλος».
Ένας τέτοιος Αλμυρός υποδέχτηκε τον ελληνικό απελευθερωτικό στρατό στις 17 Αυγούστου 1881 : «εις θέσιν Κεφάλωσιν, όπου είχον στήσει αψίδα εκ μυρσινών δι’ ης διήλθεν ο στρατός και του κλήρου όντος ενδεδυμένου τας ιερατικάς στολάς, αι δε ζητωκραυγαί υψούντο μέχρι τρίτου Ουρανού υπέρ του βασιλέως, του έθνους και του στρατού. Πλησιάσαντος του στρατού εις την πόλιν, έμεινεν προ του απείρου πλήθους διαφόρων χωρικών, περί τας δύο ώρας έως ου ενεργηθή η παραλαβή της καταλήψεως υπό της πρωτοπορείας. Εκεί είχεν εξέλθει άπασα η πόλις εξ αμφοτέρων των γενών συγκειμένη μετά σημαιών επίσης πολυτελών, του ιερού κλήρου και μετά νεανίδων λευκά φερουσών, όπου είχε στηθή ετέρα αψίς δι’ ης διήλθεν ο στρατός και τοιουτοτρόπως εισήλθεν εις την πόλιν παιανιζουσών των σαλπίγγων και της μουσικής εκάστου τάγματος. Εις την τελετήν ταύτην είχον λάβει μέρος και τινες Οθωμανοί και Οθωμανίδες. Ο στρατός διήλθεν όλην την πόλιν από το ανατολικόν μέχρι του δυτικού μέρους όπου εστρατοπέδευσεν εν πλατεία λίαν ευρυχώρω. Την ακόλουθον δε ημέραν εψάλη δοξολογία εις ην έλαβον μέρος εκτός του πλήθους και 46 ιερείς των πόλεων και των διαφόρων χωρίων, ων ηγείτο ο σεβάσμιος ηγούμενος της Μονής Ξενιάς».
Ο γενικός αρχηγός του βασιλικού ελληνικού στρατού είχε απευθύνει την ανακοίνωση: «Εν ονόματι του βασιλέως των Ελλήνων και της Κυβερνήσεως αυτού καταλαμβάνω καθ’ υψηλήν βασιλικήν διαταγήν επί κεφαλής του ελληνικού στρατού την ελληνικήν ταύτην χώραν, και δέχομαι εν τοις κόλποις της κοινής ημών Πατρίδος υμάς τους κατοίκους της Θεσσαλίας συμπολίτας, ίσους ενώπιον του νόμου και απολαύοντας του λοιπού, άνευ διακρίσεως φυλής και θρησκεύματος, απάντων των αγαθών της ευνομίας. Σύμβολον της εννόμου τάξεως ο ελληνικός στρατός αποστολήν έχει και ήδη να παγιώση αυτήν και να εξασφαλίση την Υμετέραν ευνομίαν. Πέποιθα δε, ότι θέλει επί τούτω τύχει της συνδρομής πάντων υμών, συμμορφουμένων προς τα παραγγελλόμενα. Μη διστάζητε ν’ αναφέρητε προς εμέ τα τυχόν παράπονά σας και εστέ βέβαιοι, ότι θέλω φροντίζει περί της ταχείας αυτών θεραπείας»..
Η ελληνοτουρική επιτροπή παράδοσης και παραλαβής γνωστοποίησε στον πρωθυπουργό τηλεγραφικά: «Αρειμάνιος ελληνικός στρατός, οδηγούμενος υπό γενναίου και ευγενούς αρχηγού, ομοίων αξιωματικών και υπαξιωματικών, εισελθών σήμερον εις πόλιν μας προσέφερεν ελευθερίαν ημίν ποθητήν. Πόλις Αλμυρού και άπασα επαρχία ενθουσιωδώς κραυγάζουσι, ζήτω έθνος, ζήτω βασιλεύς Γεώργιος, ζήτωσαν προστάτιδες Δυνάμεις και ο ελληνικός στρατός.
Επιτροπή Κοινότητος Αλμυρού
Δ. Οικονομίδης, Αρ. Αργυρόπουλος
Ναΐμ Ιένδες, Ιούφ Αντς».
Στις 8 Οκτωβρίου 1881 επισκέφθηκε τον Αλμυρό ο έλληνας πρωθυπουργός. «Προύχοντες έφιπποι μετά κατοίκων, φερόντων ωραίας σημαίας, υπεδέξαντο αυτόν έξω της πόλεως. Παρά την είσοδον αυτής είχεν ανεγερθή μεγαλοπρεπής αψίς, εκατέρωθεν της οποίας ίσταντο οι παίδες και τα κοράσια των σχολείων υποδεχόμενα διά ζητωκραυγών και ανθέων τον πρωθυπουργόν».
Οι μαθητές και οι μαθήτριες του Αλμυρού υποδέχτηκαν τον πρωθυπουργό τραγουδώντας τον παρακάτω ύμνο, που τον είχαν συνθέσει ειδικά για τον σκοπό αυτό οι δάσκαλοί τους:
«Με δάκρυα στους οφθαλμούς, μειδίαμα στα χείλη, με πρόσωπον όλως φαιδρόν, με άκρον ενθουσιασμόν ημείς μικροί σου φίλοι το καλώς ήλθες εν χαρά να σ’ είπωμεν τολμώμεν και με αρμονικάς φωνάς να προσφωνήσωμεν υμάς και σας υποδεχθώμεν.
Μετά βαΐων άλλοτε τον του παντός φωστήρα εδέχοντο ως λυτρωτήν, της κτίσεως τον ποιητήν, του κόσμου τον σωτήρα. Μετά χαράς δεχόμεθα κι ημείς από καρδίας, τον νέον ελευθερωτήν, τον της τιμής μας δωρητήν,και της ευημερίας».