- 20 Αυγούστου, 2012
Η μαστίχα
Χρονογράφημα του Γιώργου Τσιντσίνη
Πόνεσα πολύ, βλέποντας στις τηλεοπτικές εικόνες τη Χίο να καίγεται και ειδικότερα τα μοναδικά στον κόσμο μαστιχόδενδρά της.
Σ’ αυτό το νησί δεν πήγα ποτέ, αλλά πάντοτε είχε μια προτίμηση στη συνείδηση μου, ίσως γιατί είναι απέναντι από τη Σμύρνη (τον τόπο καταγωγής μου) κι έσωσε πολλούς Σμυρνιούς, την ώρα της φωτιάς και του χαμού, το 1922.
Όσο για τα μαστιχόδενδρα, η μαστίχα που βγάζουν είναι κάτι το ιδιαίτερο, συνδεδεμένο με τις παιδικές μου μνήμες.
Τα παιδιά της δεκαετίας του ’50 θα θυμούνται βεβαίως, ότι τότε δεν κυκλοφορούσε η πανσπερμία από τις δεκάδες εισαγόμενες τσίχλες, πνιγμένες στη ζάχαρη και στις …φούσκες. Μόνο το «κουφετάκι» της Χίου είχαμε, στο πράσινο κουτί τους, σε συσκευασία δυο κομματιών ή περισσότερων για τους πιο …πλούσιους. Ένα κουφετάκι, άγλυκο μεν, αλλά αυθεντικό και Ελληνικότατο…
Τα καλοκαίρια λοιπόν, που η μητέρα μου δούλευε στις Βολιώτικες καπναποθήκες (προς εποχική ενίσχυση του οικογενειακού εισοδήματος), εγώ μαζί με το συχωρεμένο τον Μανώλη, τον αδελφό μου, παιδάκια των πρώτων τάξεων του Δημοτικού τότε, κάθε Σάββατο απόγευμα, διανύαμε μια απόσταση 150 μέτρων από το πατρικό μας σπίτι, βγαίναμε στη Δημοσιά, φτάναμε στο Υδραγωγείο της Νέας Ιωνίας και καθόμασταν σε μια μεγάλη πέτρα που έμοιαζε με σκαμνί, για να περιμένουμε εκεί υπομονετικά την επιστροφή της μητέρας μου.
Γιατί κάθε Σάββατο; Γιατί ήταν η μέρα πληρωμής για τη μαμά μας και περιμέναμε με λαχτάρα το δωράκι που έκρυβε -πάντοτε τέτοια μέρα- στην τσάντα της για μας.
Σωστά το υποπτευθήκατε… Ήταν το μικρό πράσινο κουτάκι των μαστιχοπαραγωγών Χίου, με δυο κουφετάκια μαστίχας, ένα για τον καθένα μας.
Αυτό το κουφετάκι, εκείνα τα πέτρινα χρόνια της φτώχειας και της ανάγκης, φάνταζε σαν κάτι εκπληκτικό και ανεπανάληπτο, γι αυτό το περιμέναμε με τόση λαχτάρα και προσμονή. Ακόμη θυμάμαι τα κλάματα του Μανώλη, που μια φορά το κατάπιε απρόσεχτα και πρόωρα, πριν προλάβει να βασανίσει για ώρες τη μαστίχα μέσα στο στόμα του.
Φυσικά, αν διαβάσουν τις παραπάνω φράσεις τα εγγόνια μου, όπως και τα άλλα σύγχρονα παιδιά των χάμπουργκερς, των τσιπς και του Χάρι Πότερ, θα απορούν και θα γελάνε με την «υπερβολή», αφού τα περισσότερα σήμερα κοιμούνται έξω από τα δωμάτια τους, σε άλλους χώρους, γιατί δεν χωράνε αλλού τα τόσα παιχνίδια τους.
Εμείς όμως, ζήσαμε και μεγαλώσαμε αλλιώς, αν και στην πορεία (νεο)πλουτίσαμε και ξεχάσαμε τις δυνατές συγκινήσεις που μας είχε κάποτε προσφέρει ένα κουφετάκι μαστίχας Χίου.
Και έπρεπε -αλίμονο- να δούμε τα μαστιχόδενδρα να καίγονται, για να ξεθάψουμε από τη μνήμη μας παλιές «αξίες».
Ας βοηθήσουμε λοιπόν τους Χιώτες που δοκιμάζονται τώρα από την πυρκαγιά. Ας αγοράσουμε όλοι στα παιδιά μας ένα κουτάκι μαστίχας Χίου κι ας εξηγήσουμε τη διαχρονική της αξία και αποκλειστικότητα.
Θα πάρω κι εγώ για τα εγγόνια μου και θα κρατήσω ένα μικρό απόθεμα, όταν θα έρθει η ώρα μου για το «μεγάλο ταξίδι», να πάω και του Μανώλη. Θα το χαρεί.
Δίκαια πράγματα…