- 2 Αυγούστου, 2012
γράφει ο Γιώργος Τσιντσίνης – 29/7/2012
Ο από μηχανής θεός
Σαν μπαμπούλας στέκει μπροστά μας ο επερχόμενος Σεπτέμβριος… Μήνας που πολλοί τον συνδυάζουν με την έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη, την οριστική χρεοκοπία μας και την επιστροφή στη δραχμή.
Είναι έτσι ή πάλι κάποιοι επιχειρούν να μας τρομάξουν με υπερβολές;
Οι πιθανότητες είναι σε βάρος μας και είναι πλέον ορατό, ότι η Κυβέρνηση συνεργασίας δίνει πρώτιστα μάχη με το χρόνο, μήπως και καταφέρει να αλλάξει κάποια πράγματα, έστω κι αν συχνά προδίδεται εκ των έσω, με λάθος πρόσωπα σε λάθος θέσεις, αλλά και νοοτροπίες του «αμαρτωλού» χθες.
Και τι θα γίνει αν αποτύχει αυτή η Κυβέρνηση, που προσπαθεί να συμμαζέψει τη χώρα, να συρρικνώσει και να αναδιοργανώσει το Δημόσιο τομέα, να φέρει σιγά – σιγά την ανάπτυξη, συντεταγμένα μέσα στην Ευρώπη και στο ευρώ;
Θα πάρουν το τιμόνι οι Τσιπραίοι, με τους Φωτόπουλους και τους μπαχαλάκηδες;
Θα γιγαντώσουν -αντί να τον μειώσουν- τον Δημόσιο τομέα, οδηγώντας την οικονομία μας «στο άγνωστο, με βάρκα την ελπίδα»;
Θα αυξήσουν άκριτα τους δραχμιαίους μισθούς και θα βάλουν στο κυνήγι την ελεύθερη οικονομία, όση τουλάχιστον απομένει ακόμη όρθια ή παραπατάει και δεν πέθανε;
Θα «καθαρίζουν» για το ποιός δουλεύει και ποιός απεργεί, οι οργανωμένες μειοψηφίες των αριστερών συνδικάτων ή μήπως και θα ξανακλείσουν τα …κλειστά επαγγέλματα;
Θα αποφανθούν -τελικά- κυβερνώντας το …χάος, ότι ίσαμε τώρα ο γιαλός ήταν στραβός κι όχι τάχα πως στραβά αρμενίζαμε;
Η αλήθεια είναι μία: Η χιλιομπαλωμένη (και συχνά βρώμικη) «κουρελού» του πολιτικού μας συστήματος, από την άκρα Δεξιά μέχρι την άκρα Αριστερά, καμώνεται πως ακόμη δεν έχει καταλάβει πως η χώρα διαλύεται ραγδαία, οι Έλληνες βουλιάζουν στη φτώχεια, την ανυποληψία, την ανεργία και την απόγνωση και πως οι ευθύνες τους -ΟΛΩΝ- για αυτό το απίστευτο χάλι είναι πολλές, μεγάλες, προδοτικές.
Οι θεαματικές «τούμπες» του Ελληνικού λαού μπροστά στις φετινές κάλπες, οι μετακινήσεις εκατομμυρίων ψηφοφόρων έξω από τα στερεότυπα του χθες και προς νέες επιλογές τους, αποδείχθηκε πως ναι μεν ανακάτεψαν τη «σούπα» του πολιτικού σκηνικού, πλην όμως ο …χυλός βγήκε πάλι άγευστος και ακατάλληλος, αφού τα «υλικά» που χρησιμοποιήθηκαν ήταν τα γνωστά, ληγμένα και σκουληκιασμένα.
Όσο περνάει ο καιρός και η οικονομική κρίση κλιμακώνεται, τόσο συνειδητοποιούμε, ότι δεν μας φταίνε οι ξένοι, που κάνουν μια χαρά τη δουλίτσα τους, σε βάρος μας βεβαίως – βεβαίως. Συνειδητοποιούμε επίσης, ότι δεν μπορεί να πηγαίνει για πολύ ακόμη η «στάμνα» των εκβιασμών μας στη βρύση, για δανεικά, χωρίς σύντομα να σπάσει.
Τα τεράστια προβλήματα της Ευρωζώνης δεν περιμένουν, συσσωρεύονται επικίνδυνα σε όλον τον Ευρωπαϊκό Νότο και όχι μόνο. Άρα, τον πρώτο που θα βγάλουν έξω από την ασφυκτιούσα «εντατική» είναι τον ανίατα ασθενή, την Ελλάδα.
Και σ’ αυτήν την απίστευτη τραγωδία που έρχεται, δεν υπάρχει ο Έλληνας από μηχανής θεός.
Και να υπήρχε, σίγουρα τον έχουμε κι αυτόν -προ πολλού- εκμαυλίσει και υποθηκεύσει.
Η παλιά γειτονιά
Η αλήθεια είναι ότι τη βλέπουμε ολοένα και πιο συχνά γύρω μας…
Στη χαμένη μας ανθρωπιά αναφέρομαι και στη συναισθηματική προσέγγιση των πραγμάτων, των ανθρώπων που μας περιστοιχίζουν, μέσα και έξω από το στενό συγγενικό και φιλικό μας κύκλο.
Ζήσαμε και φάγαμε με το κουτάλι τον ευδαιμονισμό και την ευμάρεια… Σαβουρώσαμε γύρω μας όλα τα καλά του καταναλωτισμού της εποχής μας, ακόμη και με άκριτο τραπεζικό δανεισμό. Τα μεγάλα αυτοκίνητα, για να πηγαίνουμε στο Κουρί και στην Καράγκιορη, άντε στη Μιτζέλα και στο Πηγάδι. Τα home cinema, για να βλέπουμε τις τούρκικες σαπουνόπερες. Τα πανάκριβα κινητά τηλέφωνα, που είναι και mobile και ψήνουν και …σουβλάκια, για να φλυαρούμε ακατάπαυστα, όχι για την ανάγκη μιας επείγουσας επικοινωνίας. Τα γυμναστήρια και τα ινστιτούτα αδυνατίσματος, μήπως και ξεγελάσουμε τα προκοίλια των χορτασμένων και την κυτταρίτιδα του …μυαλού μας.
Κανένας μας δεν κάθισε να σκεφτεί εκείνα τα ιερά τέρατα της μεταπολεμικής φτώχειας, τους πατεράδες και τις μανάδες μας, που δεν διανοήθηκαν ποτέ μεν να πάνε έστω και για μια μέρα στη Μύκονο, αλλά έστηναν συχνά τρικούβερτα γλέντια μέσα στις αυλές τους, με μια οκά κρασί, μια ρέγκα και λίγες ελιές.
Μου έλεγε μια κυρία στην Εύβοια: «Μέσα στον Εμφύλιο, περνώντας μια μέρα οι πολιτικοί αντίπαλοι του πατέρα μου από το χωριό, τον άρπαξαν, τον έστησαν στον τοίχο και τον εκτέλεσαν επί τόπου, αφήνοντας πίσω τη μάνα μου χήρα με επτά ορφανά. Από εκείνη τη μέρα, που έφυγε άδικα ο πατέρας μου, δεν πεινάσαμε ποτέ. Κάθε μέρα βρίσκαμε κρεμασμένο έξω από την πόρτα μας ένα καρβέλι ψωμί και λίγα τρόφιμα. Κι έτσι μεγαλώσαμε, με τη βοήθεια άγνωστων συγχωριανών μας».
Πώς γίνεται να ξεχάσει κάποιος από μας τους παλιότερους, τα παιδιά της δεκαετίας του ’50 και του ’60, αυτήν την απλή και μεγαλειώδη αλληλεγγύη της γειτονιάς;
Ποιός μπορεί να ξεχάσει εκείνη την …εχέμυθη ποδιά της μάνας, που πάντοτε έκρυβε από κάτω της ένα πιάτο καλό φαγητό, δυο κομμάτια πίτα ή γλυκό, για να προλάβει να τα πάει στη γειτόνισσά της, λίγο πριν την ώρα του μεσημεριανού φαγητού;
Ή πόσο ξαφνικά η αυλή μας γινόταν κοινή, για να απλωθεί ο …συλλογικός τραχανάς, οι τομάτες που θα γίνονταν σάλτσα, τα ζυμάρια που θα γίνονταν χυλοπίτες και τα φρούτα για γλυκά κουταλιού, μαρμελάδες, βυσσινάδες κτλ.;
Το πατρικό μου σπίτι στη Νέα Ιωνία ήταν μια κάμαρη και μια κουζίνα. Κι όταν ήρθε τρίτο παιδί στην οικογένεια, το 1962, ο πατέρας μου πήρε εργατικό δάνειο για να γκρεμίσει το παλιό χαμόσπιτο και να χτίσει καινούργιο και πιο μεγάλο, πάνω στο ίδιο οικόπεδο.
Ο γείτονάς μας, ο Παναγιώτης Παπαπαναγιώτου -Θεός σ’χωρέσ’ τον- εργάτης στα τσιμέντα, μόλις είχε τελειώσει μια δικιά του προσθήκη δύο δωματίων, για να βολέψει καλύτερα τα δυο δικά του παιδιά.
-Μιχάλη, είπε στον πατέρα μου, έμαθα ότι θα χτίσεις νέο σπίτι και θα γκρεμίσεις το παλιό. Πού θα μείνεις, όσο χτίζεται;
-Θα ψάξω να βρω κάπου κοντά κάτι να νοικιάσω, είπε ο δικός μου.
Προφανώς καταλάβατε τι επακολούθησε… Ο κυρ-Παναγιώτης μας πρόσφερε τη δικιά του προσθήκη των δυο δωματίων, χωρίς να πληρώσουμε ούτε δραχμή, να μείνουμε εκεί για μήνες, μέχρι να τελειώσει το σπίτι μας.
Και έκτοτε, όταν ήρθαν καλύτερες εποχές και ο κυρ-Μιχάλης έφερνε πολλά ψάρια από το ψάρεμα, πάντοτε τα καλύτερα πήγαιναν στον κυρ-Παναγιώτη, «μήπως και βγάλουμε κάποτε την υποχρέωση», όπως έλεγε ο πατέρας μου. Κι όταν ο γείτονας χήρεψε, οι δικοί μου δεν τον άφησαν ποτέ μόνο.
Ένα κλικ στο μυαλό μας χρειάζεται για να βρεθεί πάλι μπροστά μας η παλιά γειτονιά…
Η χαμένη βεγγέρα που θυσιάστηκε στις παράλληλες μοναξιές της τηλεόρασης και τα αυθόρμητα γλέντια του χθες, που μεταλλάχθηκαν σε …συνεστιάσεις της μισοψημένης μπριζόλας, της σκουπιδο-λαχειοφόρου και της παράλληλης αγγαρείας.
Δυο νεαρά ζευγάρια φίλων μου έλεγαν πως πρόσφατα πέρασαν ένα υπέροχο βράδυ, κλεισμένοι σ’ ένα σπίτι, τρώγοντας, πίνοντας, ακούγοντας ελληνική μουσική, βλέποντας παλιές οικογενειακές φωτογραφίες, λέγοντας αστεία και ανέκδοτα.
Θέλει πολύ, όταν βάζουμε μπροστά την …αφορολόγητη καλή μας διάθεση, για να έρθει το γέλιο κι η χαρά, γύρω μας κι εντός μας;
Κάποιοι προσπάθησαν να μας εκμαυλίσουν με τον πιο λάθος τρόπο, τάζοντάς μας το γνωστό και ψευδές «λεφτά υπάρχουν». Κάποιοι άλλοι πιο μπροστά, μας υποσχέθηκαν την «επανίδρυση του Κράτους», αποκρύπτοντάς μας ότι το Κράτος είχε καταρρεύσει προ πολλού και δεν μπορούσε να επανιδρυθεί μετά από τόση φαυλότητα.
Και πώς μπορεί να γίνει ένα νέο Κράτος, με παλιά μυαλά;
Τώρα όμως, μέσα σ’ αυτό το κλίμα του ζόφου και της γενικότερης απαξίωσης, είναι βέβαιο πως ο καθένας μας μπορεί να κάνει το εύκολο πείραμα και να επανιδρύσει τον …εαυτό του.
Ίσως μόνο έτσι μπορεί να ξανακερδίσει την Ελλάδα που έχασε.
Και να στείλει πεσκέσι ένα κομμάτι της (κάτω από την ποδιά) και στην καλή του γειτόνισσα.
Οι αιρετοί μας
Κάπως αλλιώς θα φανταζόταν κανείς τις σχέσεις συνεργασίας, αλλά και αντιπαράθεσης, ανάμεσα στον Δήμαρχο, την ομάδα Πλειοψηφίας και τις Ομάδες Μειοψηφιών, ειδικότερα κάτω από τις σημερινές συνθήκες της οικονομικής κρίσης, αλλά και της πενίας των Δημοτικών ταμείων.
Δεν υπαινίσσομαι βεβαίως, ότι η Δημοτική Αντιπολίτευση πρέπει να αποστεί του θεσμικού της ρόλου, στον έλεγχο της Δημοτικής Αρχής και στην κριτική των έργων ή των παραλείψεών της. Όπως επίσης απαραίτητο είναι, ο Δήμαρχος και η Ομάδα Διοίκησης να ανταποκρίνονται, με περισσότερη προσοχή, σεβασμό, διαφάνεια και πληρότητα, στις αιτήσεις και στις αιτιάσεις των Μειοψηφιών.
Πού χωράνε, όμως, σε όλα τα παραπάνω, η …πεζοδρομιακή γλώσσα των λεκτικών αντιπαραθέσεων, οι ύβρεις, οι προσβολές και η απειλή μηνύσεων και αντι-μηνύσεων;
Δεν είναι αρκετά νωρίς για να αρχίσει από τώρα η προεκλογική περίοδος για τις Δημοτικές εκλογές του 2014;
Έχουν συνείδηση οι εμπλεκόμενοι (και ενίοτε …συμπλεκόμενοι), ότι η κατάσταση στην τοπική μας κοινωνία επιδεινώνεται ραγδαία, η ανεργία διογκώνεται επίσης ραγδαία, καταστήματα και επιχειρήσεις πέφτουν σαν τις …μύγες και ότι οι Άρχοντές μας ίσως κληθούν να αντιμετωπίσουν -ως εκ της θέσεώς τους- έκτακτες και έκρυθμες καταστάσεις, αφού ο Δήμος παραμένει ο πιο ισχυρός και εδραίος φορέας της περιοχής, στήριγμα κι ελπίδα τουλάχιστον για τους ασθενέστερους;
Το εμφυλιοπολεμικό κλίμα που σήμερα κυριαρχεί στα έδρανα του Δημοτικού Συμβουλίου, δεν είναι μια επικίνδυνη «πολυτέλεια» για τους αιρετούς μας, που αφορά μόνο τη διατήρηση ή την κατάληψη της εξουσίας μεταξύ των «μονομάχων», αλλά πρωτίστως συνιστά πρόκληση για τους Δημότες, τους οποίους αφήνει παγερά αδιάφορους.
Μήπως -εν τέλει- αυτήν την κρίσιμη ώρα είναι «καταδικασμένοι» να συνεργαστούν (αγαστά και ανυπόκριτα), για τα δύσκολα που βιώνει ο Αλμυρός και τα πιο δύσκολα που έπονται;
Αν θέλουν να λένε ότι αγαπούν τον τόπο, περισσότερο από τους θώκους.
Αν θέλουν να έχουν ελπίδες, για το Δημοτικό «τοπίο» του 2014.